Ακόμα και στη δεκαετία (1996-2006) της τεχνητής και δανεικής «ευημερίας», ακόμα και στην παρακμάζουσα  εξανθρωπισμένη  σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του, υπήρχε πάντα στον νεοφιλελεύθερο κόσμο ένα γενικά παραδεκτό σκοτεινό σημείο: Η αντίφαση υπάλληλου (πιο εμφατικά ιδιωτικού) και πολίτη. Ο πολίτης ανεβοκατεβάζει με την ψήφο του κυβερνήσεις, τροποποιεί συντάγματα, συνταξιοδοτεί με το ζόρι ηγέτες, γονατίζει με μηνύσεις κολοσσούς, σταματάει έργα δισεκατομμυρίων αν θίγουν την ποιότητα της ζωής του, προσφεύγει σε διεθνή δικαστήρια. Ναι, υποθετικά και δυνητικά τουλάχιστον, ο πολίτης είναι άρχοντας!

Μόλις όμως περάσει την πόρτα της δουλειάς του, αυτός ο γίγαντας μεταμορφώνεται θεσμικά σε ποντίκι. Ο εργοδότης και ο διευθυντής του ρυθμίζουν ως δυνάστες το πώς και το γιατί της μισής μέρας του και μπορούν να αγνοήσουν όχι μόνο τη γνώμη του αλλά και τις ελλόγιμες συμβουλές και τις γνώσεις του – δεν πάει να είναι και νομπελίστας. Ακόμα κι αν χτίσει την επιχείρηση με τα χέρια του, ακόμα κι αν οι καινοτομίες του κάνουν όλους τους υπόλοιπους πλούσιους, βασίζεται στην καλοσύνη των ξένων για να του χαρίσουν έστω μία  μετοχή. Ναι, βέβαια, διατηρεί ένα (1) και μοναχικό δικαίωμα: Είναι ελεύθερος να αλλάξει δουλειά. Αλλά, όπως αναγνώρισε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα η νομική επιστήμη, άλλο να έχεις ένα δικαίωμα και εντελώς άλλο να υπάρχει το πραγματικό περιβάλλον για να μπορέσεις να το εξασκήσεις αποτελεσματικά. Για να εξανθρωπιστεί λοιπόν έστω και λίγο αυτό το άνισο και (εξουσιαστικά) άγριο εργασιακό τοπίο, νομοθετήθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι κλαδικές συμβάσεις, το ακαδημαϊκό tenure, οι αποζημιώσεις απόλυσης, ορισμένες ειδικότητες με συγκεκριμένα δικαιώματα. Με την πρόσφατη απίστευτη Μνημονιακή αντεπανάσταση, ακόμα και αυτά τα ευεργετικά παυσίπονα καταργούνται. Και έτσι, με την αφηνιασμένη ανεργία, συμβαίνει πλέον το παράδοξο από τη μία όλα τα παραπάνω να γίνονται ψιλά γράμματα (όσοι έχουν οποιαδήποτε δουλειά είναι πλέον οι τυχεροί), αλλά από την άλλη να αποκτούν και συγκλονιστική επικαιρότητα – αφού το χάσμα κυρίαρχου πολίτη και επισφαλούς ποντικού, δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερο.

Καθώς τα εργασιακά δικαιώματα επιστρέφουν στον 19ο αιώνα, πέρα από την άμεση αποκατάστασή τους, αξίζει να ενδιαφερθεί κανείς και για την ουσία της μισθωτής εργασίας από την αρχή. Οι στοχαστές της εποχής εκείνης, επαναστάτες και μη, δεν είχαν πολύ καλή άποψη για την υπαλληλική σχέση. Καρλ Μαρξ και Τζαίημς Στιούαρτ Μιλ συμφωνούσαν ότι η μισθωτή εργασία είναι συγγενική συνέχεια της σκλαβιάς και της δουλοπαροικίας , αναγκαίο κακό, που κάποτε θα αντικατασταθεί – όταν επινοηθεί και για τους πολλούς, μια αποτελεσματική και ουσιαστική υπέρβασή του. Μια πρώτη λύση είναι οι εργαζόμενοι μιας επιχείρησης να έχουν αναλογικά  ένα μέρος τουλάχιστον από τα δικαιώματα που έχουν οι μέτοχοι. Μια δεύτερη θα ήταν κυβερνήσεις και τράπεζες να λειτουργούν ως μεγάλα venture capitals (και όχι σαν καζίνα) για την πραγματική δημοκρατική  οικονομία των πολλών, αντί για την προνομιακή παραγωγή των (εξαιρετικά) λίγων και την αγχωμένη κατανάλωση των μεσαίων. Το όχημα: Η θέσμιση ενός κρατικά χρηματοδοτούμενου αλλά διοικητικά ανεξάρτητου οργανισμού που θα προσφέρει κεφάλαιο σε πάρα πολλές μικρές καινούργιες προσπάθειες, θα επιβραβεύει την επιτυχία της ιδέας (με ετήσιο monitoring) ανάλογα με το πραγματικό αγοραίο αποτέλεσμα, θα δίνει νέες ευκαιρίες σε όσους θέλουν να αλλάξουν επιχειρηματική ιδέα και γενικά θα βοηθά στη βάση της δημιουργίας ενός φιλικού οικοσυστήματος αυτοαπασχολούμενων που θα συνεργάζονται, θα πειραματίζονται και θα ανταγωνίζονται ταυτόχρονα και δημιουργικά.