Με πρώτον μέλημα τον έρωτα και με σύντροφον την ποίησιν 
– ήτις, εις την βαθυτέραν της υπόστασιν, δεν διαφέρει πολύ από τον ίμερον.
Α. Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός


Όταν τελειώσαμε το σχολείο, θυμόμασταν τον Μελέτη για δύο λόγους: πρώτον γιατί έπαιζε καλό μπάσκετ και δεύτερον για κείνη την ανάγνωση του Εμπειρίκου. Μια μέρα, που είχαμε χάσει πάλι από το Α1 στο μπάσκετ την ώρα της Γυμναστικής, η Ανθή, μια καλόκαρδη, λαϊκής καταγωγής και «πρόωρα αναπτυγμένη» (τουτέστιν: με μεγάλα στήθη) συμμαθήτριά μας φορούσε ένα εφαρμοστό και λεπτό, σχεδόν διάφανο άσπρο φανελλάκι, που ένιωθες ότι ήταν αδύνατο να μην κοιτάς. Ήταν σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε μια ακρογιαλιά, ένα χιονισμένο βουνό ή ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα:  έπρεπε να είναι κανείς τρελός για να κοιτάξει απ’ την άλλη. Την ώρα που ανεβαίναμε τις σκάλες, λοιπόν, η Ανθή ακολουθούσε σε απόσταση λίγων μέτρων. Στο γύρισμα της σκάλας ο Μελέτης είδε τον ουρανό με τ’ άστρα. «Ρε! Τι φοράει η Τόντου; Το είδες;». Συναγερμός. Τα κορίτσια έπαιζαν βόλεϊ, λοιπόν δεν είχαμε παρακολουθήσει από την αρχή. Φορούσε το μπλουζάκι! Η ατυχία του Μελέτη, απ’ την άλλη, ήταν ότι φορούσε φόρμα. Το μόνο που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή μας από το χιονισμένο βουνό της Ανθής ήταν το αντίσκηνο του Μελέτη. «Ο Μελέτης έχει καύλες!». «Ωωω!» Η Ανθή έκανε ότι δεν καταλάβαινε, αλλά εμείς είχαμε μαζευτεί όλοι γύρω του και τον κοροϊδεύαμε. Τα κορίτσια γέλαγαν στην άλλη άκρη της αίθουσας παρατηρώντας αυτό το τετριμμένο θαύμα της φύσης, που είναι τετριμμένο αλλά θαύμα, μέχρι που μπήκε στην τάξη ο Γρίβας, ο φιλόλογος.

 
Ο Γρίβας ήταν γενικώς παράξενο φρούτο. Ξέραμε ότι δεν ήταν παντρεμένος. Από κει και πέρα όμως οι φήμες οργίαζαν. Η μία θεωρία ήταν ότι του άρεσαν οι άντρες και δεν ήθελε να φέρει το αγόρι του στις σχολικές γιορτές  που δεν θα ήταν και μεγάλη απώλεια για το αγόρι του, εδώ που τα λέμε, γιατί οι σχολικές γιορτές είναι βαρετές. Η δεύτερη θεωρία ήταν πως είναι ποιητής. Φορούσε μονίμως ρούχα της περασμένης δεκαετίας (του ’70): κολλητό παντελόνι καμπάνα, με τσάκιση, και ζιβάγκο. Ήταν καραφλός, με σαρκώδη χείλη και μια μικρή δυσπλασία στο αριστερό χέρι. Είχε μία κάπως επίσημη, ένρινη και θηλυπρεπή άρθρωση, που, τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον μαρτυρεί υπέρ της πρώτης θεωρίας, αν και δεν αποκλείεται οι δύο θεωρίες να ισχύουν μαζί, συμπληρωματικά. Όταν κάναμε Παλαμά, μας είχε υποχρεώσει να αποστηθίσουμε εκείνους τους στίχους που λένε πως μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί, να κατρακυλήσεις στου κακού τη σκάλα, θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά, τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα, ή κάπως έτσι. Αυτό μας είχε φανεί πολύ αστείο, γιατί φωνάζαμε «φτεράαα!», «φτερααά!», όπως ένας διάσημος ομοφυλόφιλος της εποχής, που γύρναγε τους δρόμους πουλώντας φτερά, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτοί είναι στίχοι που αποστηθίζει ένας πονεμένος άνθρωπος.
 
Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε Εμπειρίκο, το πρώτο απόσπασμα. Από «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου» μέχρι «Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος», να βρούμε τα στοιχεία που τοποθετούν το ποίημα στην υπερρεαλιστική ποίηση. Καλά, καλά, λέει ο Γρίβας, και βγάζει από την τσάντα του ένα δικό του βιβλίο, πάλι του Εμπειρίκου. Όσο μας ρώταγε τι είχαμε την περασμένη εβδομάδα γινόταν ακόμα αλαλούμ από κάτω. Ο Κορέτσης παρίστανε ότι κάνει κοιλιακούς, ο Τιθορούλης κορόιδευε το αντίσκηνο του Μελέτη, ο Μελέτης είχε γίνει κατακόκκινος και έξαλλος και του είπε ότι μόλις βγουν έξω θα τον γαμήσει (απειλή που προξένησε ακόμη χειρότερα γέλια και ακόμη περισσότερα νεύρα) μέχρι που ο Γρίβας εντόπισε την εστία της φασαρίας και χρησιμοποίησε μια γνωστή τακτική για να κοπάσει ο θόρυβος. «Ο Πεπονής να διαβάσει το παρακάτω», είπε, και έδωσε το βιβλίο του στον Μελέτη. «Από κει που είναι σημειωμένο». Ενώ συνήθως χώναμε τα κεφάλια στα βιβλία και κάναμε ότι διαβάζαμε, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε βιβλίο, λοιπόν όλη η τάξη κοίταζε τον Μελέτη. Κόλαση.
 
«Η Τζέην, που ευθύς από της ενάρξεώς της διέκρινε την στύσιν, ησθάνετο χαράν μεγάλην. Ποίος έπαινος, ποία φιλοφρόνησις, ποιο άλλο δείγμα ή τεκμήριον πόθου και θαυμασμού, διά τα θέλγητρά της και την θηλυκότητά της, ήτο δυνατόν να συγκριθή με το φαινόμενον της στύσεως, με το φαινόμενον που παρουσίαζε, εξ αιτίας της, ο Στηβ, κατά την ώραν ταύτην!».
 
Μ’ όλο που θα περίμενε κανείς να μπουρδουκλωθεί ο Μελέτης στα «ησθάνετο», τα «θέλγητρα» και τα «ποίος» και τα «ποία», συνέβη κάτι παράξενο. Μετά τις τρεις πρώτες λέξεις είχε σταματήσει να μπερδεύεται στην ανάγνωση. Ήταν σαν το θαύμα της Πεντηκοστής, «ήρξατο λαλείν ετέραις γλώσσαις». Το πώς έβγαιναν τόσο αβίαστα αυτές οι λέξεις από το στόμα ενός απαίδευτου παιδιού, με τόση άνεση, μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως «γλωσσολαλία», ως θαύμα.
 
«Ω, ναι! Η Τζέην ησθάνετο χαράν μεγάλην. Η ψωλή του νεαρού ναύτου, παλλομένη κάτω από το παντελόνι του, έτυπτε κραταιά το μελανοκύανον μάλλινον ύφασμα, ωσάν να ήθελε να το τρυπήση, διά να τεντωθή προς το μουνί της, διά να το εγγίση, να το φιλήση και, τέλος, να εισδύση μέσα του και με αγριότητα να το γαμήση».
 
Νεκρική σιγή. Όλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι. Είχαν συνηθίσει να γελάνε με κάθε σεξουαλικό υπονοούμενο, ακόμη κι όταν το έβρισκαν εκεί που δεν υπήρχε. Δεν ήταν προετοιμασμένοι όμως γι’ αυτή την καθαρεύουσα πορνογραφική ελευθεριότητα. Ο Γρίβας τούς αιφνιδίασε. Ο Μελέτης συνήθως όταν διάβαζε έκανε διάφορες φωνές για να γελάνε οι συμμαθητές του ή έλεγε ότι είναι κρυωμένος ή πως έχει κάνει εγχείριση στις φωνητικές χορδές. Τώρα όμως διάβαζε με άκρα σοβαρότητα. Και μάλιστα -ω, του θαύματος- διάβαζε ωραία:
 
«Η Τζέην μόλις συνεκρατείτο. Η καρδία της κτυπούσε δυνατά. Τα μάτια της έλαμπαν. Ησθάνετο το αίμα της να ανάβη. Ήθελε να πλακωθή, να γαμηθή καλά, να γαμηθή βαθειά, να γαμηθεί οπωσδήποτε και απολύτως».
 
«Κύριε, δεν έχει καταργηθεί η καθαρεύουσα;» Σςς! Η τάξη δεν είχε όρεξη για αστεία, δεν ήθελε να διακοπεί η ανάγνωση. Για πρώτη φορά, η τάξη δεν ήθελε να διακοπεί η ανάγνωση. Όλοι μαζί είχαν συντονιστεί, με το αίμα του κορμιού τους, με το δράμα του Μελέτη. Η στύση του, με όλα αυτά, από αντίσκηνο είχε γίνει βουνό. Και, καθώς διάβαζε, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την Ανθή, που είχε πάρει στη φαντασία του τη θέση της Τζέην του Εμπειρίκου. Λίγο έγειρε το αριστερό του πόδι και αυτή η ανεπαίσθητη κίνηση τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος. Συνέχισε:

«Τι έπρεπε να κάμη; Καιρός διά μακράς και υπομονητικάς ερωτοτροπίας δεν υπήρχε. Το ταξίδιον θα ήτο σύντομον, αλλά και σύντομον να μην ήτο, η διέγερσίς της ήτο ισχυρά και οξυτάτη. Ήτο αδύνατον να περιμείνη. Ο Στηβ τής ήρεζε πολύ. Ω, ας ανελάμβανε κάποιαν πρωτοβουλίαν επιτέλους! Αλλά ο Στηβ δεν ανελάμβανε καμμίαν. Μόνο ο πούτσος του ωμιλούσε. “Τι τρομερόν -εσκέπτετο η Τζέην- η στύσις της ψυχής να μην ακολουθή πάντοτε συντόνως την στύσιν της σαρκός, την στύσιν της ψωλής, του πούτσου!”. “Αχ, Θεέ μου, είπε μέσα της η Τζέην. Τι πρέπει λοιπόν να κάνω;”.

 
»Η νεαρά χορεύτρια έβγαλε από την περισκελίδα του την καυλωμένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί μιας ευρισκομένης όπισθέν του τραπέζης, η Τζέην είχε κολλήσει τα χείλη της γύρω από την σφύζουσαν βάλανόν του με έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τον κόκκινον αυλόν της, ενώ ο Στηβ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από την μεγάλην ηδονήν που εδοκίμαζε, ευρίσκετο εις τον Παράδεισον. Αίφνης εσείσθη ολόκληρος σπασμωδικώς και ανέκραξε “θα χύσω!”».
 
«Καλομελέτα κι έρχεται», σχολιάζει ο Τιθορούλης και εκείνη την ώρα ο Εμπειρίκος μπαίνει στην τελική ευθεία. Η φόρμα ήταν έτοιμη να σκιστεί. Ο Μελέτης δεν άντεξε άλλο. Έκλεισε λίγο, με ελάχιστη δύναμη, τα πόδια του και έτσι, χωρίς ούτε ένα ελαφρό άγγιγμα, με μια δυνατή κραυγή, ο Μελέτης έχυσε. Έριξε το κεφάλι του στο θρανίο, σαν να είχε μόλις γλιτώσει από κάποιο μεγάλο κακό: εξουθενωμένος, κάθιδρος και πανευτυχής. Το ταξίδιον της ζωής είναι, φευ, σύντομον, και η ψυχή χωρίς στύσιν είναι καταδικασμένη. Η ψυχή του Μελέτη λοιπόν σώθηκε χάρη στον Εμπειρίκο. Γύρω από τη λεκιασμένη φόρμα του όλο το τμήμα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν λατρευτεί τα καλά Ελληνικά με τόσο δέος, μέσα σε σχολική αίθουσα. Ήταν φιλολογικός θρίαμβος. Χάρη στη συνεργασία του Εμπειρίκου με τον Γρίβα, την Ανθή και τον Μελέτη, το Α2 έζησε για πρώτη φορά μια αληθινή λογοτεχνική εμπειρία, μία στιγμή που ζωή και ποίηση γίνονται ένα.