Λίγες μέρες μετά την αποχώρησή του από την Καθημερινή, ο δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός μιλάει στο ΤPP και εξηγεί γιατί στην παρούσα συγκυρία «η κοινωνία έχει ανάγκη από πραγματική δημοσιογραφία». 

Συνέντευξη στην Ντίνα Καράτζιου

Ο Σταύρος Λυγερός σχολιάζει τον «παρασιτικό ρόλο του Τύπου στην Ελλάδα της κλεπτοκρατίας», και αναλύει πως τα media «έγιναν οι θεραπαινίδες της πολιτικής εξουσίας και της ολιγαρχίας του χρήματος». Το «αμαρτωλό τρίγωνο», όπως το αποκαλεί, που αποτέλεσε τη βασική αιτία για την ανάπτυξη της διαπλοκής στην Ελλάδα. Στο σήμερα, εξηγεί πως τα  media εκτελώντας αποστολή εφάρμοσαν «τη συνταγή» της διαχείρισης του φόβου με στόχο να επιβάλλουν ως μονόδρομο τις πολιτικές της τρόικας. Τέλος, αναλύει πώς το  τοπίο στο χώρο του Τύπου  μεταλλάσεται ραγδαία λόγω της κρίσης και ευελπιστεί ότι πέρα από τα media που θα εκφράσουν τους νέους πόλους πολιτικοοικονομικής εξουσίας, θα βρεί  δυναμικό τρόπο έκφρασης και εκείνη η δημοσιογραφία, η οποία θα προασπίσει τα συμφέροντα της κοινωνίας.

– Πρόσφατα διακόπηκε η συνεργασίας σας με την εφημερίδα Καθημερινή, στην  οποία αρθρογραφούσατε επί σειρά ετών. Κλείνει ένας κύκλος;

Στην Καθημερινή πήγα το 1989. Δούλεψα σ΄ αυτή την εφημερίδα περισσότερα από 23 χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφικής μου σταδιοδρομίας. Δεν θα ήθελα να σχολιάσω τους λόγους της αποχώρησής μου, νομίζω ότι ο καθένας μπορεί να τους δει. Είναι εξόφθαλμοι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα η ουσία, δηλαδή η διακοπή της συνεργασίας, η οποία έγινε με πρωτοβουλία της εφημερίδας. Υπάρχει, βεβαίως και ο τρόπος. Το μόνο που θα πω γι’ αυτόν είναι ότι δεν ήταν ο καλύτερος.

– Μετά την αποχώρηση σας, γράφτηκαν εκατοντάδες θετικά σχόλια στα social media  από πολίτες. Πως το σχολιάζετε;

Με συγκίνησαν. Είμαι παλιομοδίτης. Δίνω σημασία στα σχόλια των αναγνωστών. Έχει σημασία η γνώμη που έχουν οι άλλοι για σένα. Δεν ανήκω, όμως, στους δημοσιογράφους οι οποίοι κάνουν θέμα τον εαυτό τους.

– Συμφωνείτε ότι η κρίση στον Τύπο πριν γίνει και οικονομική ήταν βασικά δεοντολογική;

Πάντα ο Τύπος είχε κάποιου είδους διαπλοκή με την πολιτική και με τα οικονομικά συμφέροντα. Η διαφορά του σήμερα από το χθες είναι ότι παλαιότερα οι εφημερίδες στηρίζονταν στην κυκλοφορία τους. Αρα είχαν μία κάποια οικονομική ανεξαρτησία, επειδή η κυκλοφορία ήταν η κύρια πηγή των εσόδων τους. Σταδιακά, κύρια πηγή των εσόδων έγινε η διαφήμιση. Πρόκειται για ποιοτική διαφορά. Η διαπλοκή απέκτησε νέο περιεχόμενο. Για την ακρίβεια, τα media έπαψαν να είναι προσκολημμένα σε κόμματα και έγιναν θεραπαινίδες της ολιγαρχίας του χρήματος. Η ίδια η πολιτική εξουσία, άλλωστε, έχασε σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία της. Σταδιακά διαμορφώθηκε το αμαρτωλό τρίγωνο. Η ισχυρή κορυφή είναι η ολιγαρχία χρήματος με τις δύο άλλες κορυφές, την πολιτική εξουσία και τα media, να λειτουργούν περισσότερο δορυφορικά παρά ανταγωνιστικά. Στην προ κρίσης Ελλάδα, αυτό το αμαρτωλό τρίγωνο λειτούργησε σαν καρκίνωμα, ήταν στυλοβάτης του μοντέλου πλασματικής ανάπτυξης, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν όχι μόνο ο παρασιτισμός, η σπατάλη και ο ανορθολογισμός, αλλά και η κλεπτοκρατία. Η κρίση έβγαλε όλα αυτά στην επιφάνεια και τους προσέδωσε μία άλλη διάσταση. Όταν το μοντέλο πλασματικής ανάπτυξης δεν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και στη μικρομεσαία θάλασσα. Το περιεχόμενο αυτού του συμβολαίου συνοψίζεται στο εξής μήνυμα που εξέπεμπε η άρχουσα τάξη: «Μην ασχολείστε με τα χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής που λαμβάνουν χώρα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και το πολιτικό σύστημα θα κάνει τα στραβά μάτια για τη διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στους μικρομεσαίους για την αυθαίρετη δόμηση και για διάφορα άλλα ανομικά φαινόμενα. Όταν ακυρώθηκε αυτό το ανομολόγητο κοινωνικό συμβόλαιο, συμπαρέσυρε, όπως έδειξαν και οι εκλογές του περασμένου Μαϊου-Ιουνίου το πολιτικό σύστημα που στηρίχθηκε στον δικομματισμό. Με άλλα λόγια, έχουμε τέλος εποχής, γύρισμα σελίδας.

– Σ’ αυτή τη νέα εποχή, φαίνεται ότι αλλάζουν και οι συσχετισμοί των πολιτικοοικονομικών συμφερόντων. Πώς επηρεάζει αυτό τη δημοσιογραφία;

Πριν μιλήσουμε για τα media, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο για τον συσχετισμό πολιτικής και οικονομίας. Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει μακρά παράδοση εξάρτησης. Όταν έφερε τη χώρα στον γκρεμό, στις αρχές του 2010, τι έκανε; Αντί έστω και την τελευταία στιγμή να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, αντί να διαπραγματευτεί με την τρόικα ένα βιώσιμο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, τα παρέδωσε όλα, έτρεξε να κρυφτεί στην ποδιά των ξένων κηδεμόνων. Οι πιο θρασείς, μάλιστα, κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία. Η άρχουσα τάξη νόμιζε ότι οι δανειστές θα βάλουν χέρι μόνο στη δημόσια περιουσία. Τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι θα βάλουν χέρι και στις εξασθενημένες από την ύφεση ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η εσωτερική υποτίμηση, την οποία τόσο ύμνησαν, έχει κι αυτή τη διάσταση. Οι δανειστές θα βάλουν χέρι και στις τράπεζες και μέσω των τραπεζών θα ελέγξουν και τα media. Τέρμα οι προνομιακές δανειοδοτήσεις. Τα παραπάνω θεωρώ ότι έχουν μεγάλη σημασία για να δούμε τον ρόλο των μέχρι τώρα κυρίαρχων media. Σας θυμίζω ότι ένα μεγάλο δημοσιογραφικό συγκρότημα από στυλοβάτης των Μνημονίων ξαφνικά ξιφουλκεί εναντίον της τρόικας. Μόνο που είναι αργά. Η κοινωνία δεν πρόκειται να συνταχθεί μαζί τους για να προασπίσει σκανδαλώδη προνόμια. Ίσως αυτή να είναι η θετική πλευρά ενός αρνητικού φαινομένου.

– Τι μπορεί να προκύψει λοιπόν, μέσα από αυτή την καταλυτική κρίση για τον Τύπο;

Δεν μου αρέσει να κάνω τον μάντη. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από πραγματική δημοσιογραφία. Έχει ανάγκη δηλαδή, από τις βασικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν τη δημοσιογραφία: Το ρεπορτάζ και την έρευνα, την ανάλυση και το σχόλιο. Δεν έχει σημασία αν τα είδη αυτά της δημοσιογραφίας θα εμφανισθούν σε εφημερίδες, σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς ή στο Διαδίκτυο. Αυτά είναι οχήματα της δημοσιογραφίας. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα. Και η ποιότητα δεν εξασφαλίζεται με τη νοοτροπία του τζάμπα.

– Εννοείτε την απλήρωτη ή την κακοπληρωμένη δημοσιογραφική εργασία;

Βεβαίως κι αυτή. Η δημοσιογραφική παραγωγή είναι ένα προϊόν. Κάποιοι εργάζονται για να προκύψει ένα ρεπορτάζ, μία έρευνα, μία newsanalysis, ένα σχόλιο. Κι αυτοί πρέπει να πληρωθούν. Όποιος έχει την απαίτηση ή απλώς έχει εθισθεί να να βρίσκει τα πάντα τζάμπα στο Διαδίκτυο υπονομεύει την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας. Ο δημοσιογράφος που δεν πληρώνεται από τους αναγνώστες ή ακροατές ή τηλεθεατές του ή γρήγορα θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία ή θα συνεχίσει, επειδή πληρώνεται από αλλού, απ’ όσους ενδιαφέρονται να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Οποιος θέλει να έχει ένα ποιοτικό δημοσιογραφικό προϊόν με απαιτήσεις ανεξαρτησίας, πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το έχει τζάμπα.

– Βλέπετε λοιπόν μία δημοσιογραφία που θα συνταχθεί πίσω από το νέο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο, ή μία δυναμική ανεξάρτητη δημοσιογραφία που θα εκφράζει την κοινωνία;

Το μόνο σίγουρο σήμερα είναι ότι το παραδοσιακό συγκρότημα εξουσίας αποδομείται. Θα προκύψει ένα νέο, το οποίο ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί. Η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει αποφασιστικά και τα media. Το νέο τοπίο στα media δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι καλύτερο. Θα εξαρτηθεί από την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε ιστορική καμπή. Η ολιγαρχία του χρήματος προσπαθεί να “κινεζοποιήσει” την Ευρώπη, να καταλύσει το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο και το Κοινωνικό Κράτος. Η αρχή έγινε από τον πιο αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα, την οποία έχουν μετατρέψει σε πειραματόζωο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα υπάρξει μία δημοσιογραφία, η οποία να εκφράσει την αντίσταση της κοινωνίας. Το ελπίζω, αλλά κρατάω μικρό καλάθι. Η πείρα του παρελθόντος δείχνει ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Η αναδιάταξη της άρχουσας τάξης θα επιφέρει και μία αναδιάταξη στην “καθεστωτική” δημοσιογραφία. Αυτοί που έχουν τα χρήματα μπορούν εύκολα και να μεταλλάξουν παραδοσιακά μιντιακά συγκροτήματα ή ακόμα και να δημιουργήσουν νέα.

– Και μία που μιλάμε για “καθεστωτικά” media, πώς αυτά εκβίασαν μια ολόκληρη κοινωνία, προβάλλοντας σαν μονόδρομο την πολιτική της τρόικας;

Τα media διεκπεραιώνουν τη θεραπεία-σοκ στο ιδεολογικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Λειτουργούν ως μηχανισμός για την επιβολή των εκβιαστικών διλημμάτων στην κοινωνία. Μετατρέπουν ζωτικής σημασία πολιτικά ζητήματα σε αναμφισβήτητο μονόδρομο, σβήνοντας κάθε δυνατότητα εναλλακτικής λύσης στο επικοινωνιακό επίπεδο. Το κατάφεραν με όπλο τους την καλλιέργεια του φόβου. Είναι οι διαχειριστές του φόβου. Η συνταγή, βεβαίως, δεν είναι δική τους. Έχει έρθει ντελίβερι. Όταν την άνοιξη του 2010 πρωτοτέθηκε το δίλημμα “Μνημόνιο ή χρεοκοπία”, η ελληνική κοινωνία υπέκυψε. Φοβήθηκε τότε ότι κινδύνευε να χάσει μισθούς, συντάξεις, και καταθέσεις. Αποδέχθηκε, λοιπόν, κάποιες περικοπές, ελπίζοντας ότι σύντομα η κρίση θα ήταν παρελθόν. Μας έλεγαν ότι στα τέλη του 2011 ή στις αρχές του 2012 η Ελλάδα θα έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα έχει επιστρέψει στις Αγορές. Με την πάροδο του χρόνου, τα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια συσσωρεύονταν. Η ελπίδα μαραίνεται και αντικαθίσταται από απόγνωση. Κι όσο η απόγνωση συσσωρεύεται τόσο μετατρέπεται σε οργή. Στην προσπάθειά της να ανασχέσει τη λαϊκή οργή, η “παράταξη του Μνημονίου” επιστράτευσε την ιδεολογική ηγεμονία του ευρώ.

– Αυτός είναι ο λόγος που οι κοινωνικές αντιδράσεις παραμένουν συγκριτικά υποτονικές;

Η απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ έπαιξε ανασχετικό ρόλο, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτή είναι η κύρια αιτία της υποτονικότητας. Θυμίζω το κίνημα των Αγανακτισμένων, που το 2011 προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Το κίνημα αυτό ξεθύμανε, επειδή δεν έβγαζε πουθενά. Δεν συμμερίζομαι την εκτίμηση ότι η κοινωνία υποτάχτηκε. Ισχυρίζομαι ότι αυτά το κίνημα των Αγανακτισμένων ήταν η ύστατη προσπάθεια της κοινωνίας να αντιμετωπίσει την επίθεση που δέχεται με ειρηνικές διαμαρτυρίες, ήταν η ύστατη κραυγή απόγνωσης. Σήμερα, η μεγάλη μάζα δεν συμμετέχει στις διαδηλώσεις, επειδή έχει πεισθεί ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν την ασκούμενη πολιτική. Και δεν μπορούν να επηρεάσουν, επειδή τη χώρα δεν την κυβερνάει η κυβέρνηση, αλλά η τρόικα. Προς το παρόν, οι πολίτες προσπαθούν να επιβιώσουν. Μην έχετε, όμως, αμφιβολία ότι όσο η κοινωνική οργή συσσωρεύεται χωρίς να εκδηλώνεται τόσο πιο πιθανή γίνεται μία τυφλή κοινωνική έκρηξη. Έκρηξη, η οποία μπορεί να προέλθει από ασήμαντη αφορμή, από ένα λάθος σφύριγμα διαιτητή! Όταν έχεις μία χύτρα με νερό στη φωτιά και είναι ερμητικά κλειστή, δεν ξέρεις πότε θα εκραγεί. Αλλά ξέρεις ότι αν την αφήσεις στη φωτιά, κάποια στιγμή θα εκραγεί.

– Το τελευταίο σας βιβλίο έχει τίτλο “Από την Κλεπτοκρατία στη Χρεοκοπία”. Πως το εμπνευστήκατε;

Δεν θα το είχα γράψει αν δεν πίστευα βαθιά ότι η κρίση είναι πρωτογενώς πολιτική και δευτερογενώς οικονομική. Με την ίδια ακριβώς λογική βαθύτατα πιστεύω ότι η έξοδος από την κρίση θα ξεκινήσει μόνο από μία ριζική αλλαγή στο πολιτικό επίπεδο. Ακόμα και το καλύτερο σκάφος δεν μπορεί να πλεύσει στην τρικυμία χωρίς καλό καπετάνιο. Το βιβλίο μου εξετάζει και την εγχώρια πτυχή της κρίσης, για την οποία σας έχω ήδη μιλήσει, αλλά και τη διεθνή και ευρωπαϊκή πτυχή. Συνήθως, οι μνημονιακοί στρέφουν τους προβολείς στην εγχώρια πτυχή της κρίσης, κατηγορώντας τον λαό για ασωτεία. Αντιθέτως, η Αριστερά έχει την τάση να φωτίζει μόνο τη διεθνή και ευρωπαϊκή πτυχή της κρίσης. Η πραγματικότητα είναι ότι οι δικές μας πολλές και μεγάλες παθογένειες κατέστησαν την Ελλάδα τον πιο αδύναμο κρίκο της καθόλου στέρεης ευρωπαϊκής αλυσίδας και ως τέτοιο την μετέτρεψαν σε πειραματόζωο. Η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος όσον αφορά την εφαρμογή της συνταγής. Το σήμερα της Ελλάδας είναι το αύριο των άλλων κοινωνιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά και το μεθαύριο των κοινωνιών του ευρωπαϊκού πυρήνα. Όπως είπα παραπάνω, η ολιγαρχία του χρήματος μεθοδεύει την “κινεζοποίηση” της Ευρώπης όσον αφορά την εργασία.

– Πως λειτούργησε η δημοσιογραφία στο περιβάλλον της κλεπτοκρατίας;

Αν είχαμε περιουσιολόγιο, θα βλέπαμε ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι, που πριν από 20 ή 30 χρόνια ήταν μάλλον φτωχοί, σήμερα είναι μάλλον πλούσιοι. Κι όχι από τις αμοιβές τους. Τα media ως σύνολα, αλλά και μεμονωμένοι δημοσιογράφοι έπαιξαν επικερδώς ρόλο μεσάζοντα σε χρυσοφόρα παιχνίδια διαπλοκής. Από οικονομικής απόψεως λειτούργησαν σαν παράσιτα και από θεσμικής ως υπονομευτές του Κράτους Δικαίου και κατ’ επέκταση της δημοκρατίας.

Η «Κ» έστειλε στο ThePressProject απάντηση στη συνέντευξη του Σταύρου Λυγερού. Διαβάστε την με ένα κλικ εδώ