«Έχω τη γυναικεία ικανότητα να ολοκληρώνω ό,τι οι άλλοι αφήνουν στη μέση»

Η Μάργκαρετ Θάτσερ συνιστά αναμφισβήτητα μια ιστορική φυσιογνωμία. Η πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα γυναίκα πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας (και παράλληλα εκείνη με τη μακροβιότερη θητεία), εγκαινίασε μια νέα εποχή για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, τερματίζοντας μια για πάντα το μεταπολεμικό New Deal και δείχνοντας πρώτη το πραγματικό πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού. Το νέο οικονομικό δόγμα ήρθε για να μείνει, και οι εικόνες της Βρετανίας στη δεκαετία του 1980 μιλούν για το παρόν και το μέλλον μας. 

Και μπορεί η Μ. Βρετανία σήμερα να παρακολουθεί με συγκρατημένη ανακούφιση τα ευρωπαϊκά κράτη του Νότου να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο, το τίμημα όμως που πλήρωσε η βρετανική κοινωνία 30 χρόνια πριν υπήρξε βαρύ.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ ανέλαβε την εξουσία σε μία ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο, με την Μ. Βρετανία να λαμβάνει δάνειο ύψους 3,9 δις δολαρίων από το IMF(1976) και τους Εργατικούς να αδυνατούν να επιβάλλουν τα συνακόλουθα μέτρα λιτότητας για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια η βρετανική οικονομία θα αλλάξει ριζικά, με την εγκατάλειψη της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής και την στροφή στις υπηρεσίες, την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, την διάλυση των εργατικών συνδικάτων και την ιδιωτικοποίηση πλειάδας κρατικών επιχειρήσεων. «Το να επιδιώκεις να θεραπεύσεις την ασθένεια της Βρετανίας με το σοσιαλισμό είναι σαν να θέλεις να θεραπεύσεις τη λευχαιμία με βδέλλες», είχε δηλώσει.

Τη δεκαετία του 1980 η κλιμάκωση της βίας στη Βρετανία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, με τα μέτρα λιτότητας, τη διάλυση της βιομηχανίας και την ανεργία  να καταστρέφουν τον κοινωνικό ιστό, την ώρα που οι  νεοφασιστικές οργανώσεις ξεπηδούσαν σαν τα μανιτάρια. Η κληρονομιά που αφήνει πίσω της η οικονομική πολιτική της Θάτσερ είναι το οριστικό τέλος του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής πρόνοιας, η κυριαρχία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας (με ό,τι αυτές συνεπάγονται), η απορρύθμιση των αγορών και μια έννοια της ελευθερίας που περιορίζεται στις οικονομικές συναλλαγές.

Η Θάτσερ θα παίξει όμως και τα κατάλληλα διπλωματικά παιχνίδια, αναδεικνύοντας τη Μ. Βρετανία σε εξέχουσα δύναμη επιρροής. Στενή συνεργάτης και φίλη του αμερικανού προέδρου Ρίγκαν,  η Θάτσερ θα επιτρέψει την ανάπτυξη αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων στη Δυτική Ευρώπη, ενώ στην ίδια ανήκει και η ρήση: «Ένας κόσμος δίχως πυρηνικά θα ήταν λιγότερο σταθερός και άκρως επικίνδυνος».Φίλη του δικτάτορα της Χιλής, Πινοσέτ και του προέδρου και πρωθυπουργού της Νοτίου Αφρικής τα σκληρότερα χρόνια του Apartheid, Μπόθα, η Θάτσερ, μεταξύ άλλων, στήριξε τους Ερυθρούς Χμερ και προσέφερε τις βρετανικές βάσεις για τις αεροπορικές επιδρομές στη Λιβύη, μετά την τρομοκρατική επίθεση σε μπαρ του Βερολίνου το 1986.

Η Θάτσερ οδήγησε τη Μ. Βρετανία σε έναν παράδοξο πόλεμο με την Αργεντινή το 1982 (στα νησιά Φώκλαντ), αποκλειστικά για να αποπροσανατολίσει και να γίνει περισσότερο δημοφιλής, ενώ άσκησε και πιέσεις στον διάδοχο του Ρίγκαν, Τζορτζ Μπους να αναλάβει δράση για την απομάκρυνση των Ιρακινών από το Κουβέιτ, παρέχοντας στρατιωτικές δυνάμεις για τον Πόλεμο του Κόλπου (αν και μέχρι τότε είχε πλέον παραιτηθεί). Ακόμη στη Θάτσερ αποδίδονται και οι πρώτες πρωτοβουλίες για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καθώς είναι η πρώτη πολιτικός της Δύσης που απάντησε θερμά στο άνοιγμα του Γκορμπατσόφ, κλείνοντας μεταξύ άλλων μια ιδιαίτερα επικερδή συμφωνία για τη BP, που αφορούσε το πετρέλαιο του Αζερμπαϊτζάν.

Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικά οι βασικοί σταθμοί της πολιτικής καριέρας της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Τα πρώτα βήματα

Η Θάτσερ γεννήθηκε το 1928 και μεγάλωσε στην πόλη Γκράνθαμ της κομητείας Λίνκολνσάιρ. Κόρη πολιτικά ενεργού παντοπώλη και ιερέα της Εκκλησίας των Μεθοδιστών, μεγάλωσε σε οικογένεια Εργατικών και ανατράφηκε ως ευσεβής Μεθοδίστρια. Σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου και εξελέγη Πρόεδρος της Συντηρητικής Ένωσης. Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ και δύο χρόνια αργότερα γέννησε τα δίδυμα παιδιά τους. Είχαν προηγηθεί δύο αποτυχημένες προσπάθειές της να εκλεγεί βουλευτής το 1950 και 1951, ενώ το 1953 ολοκλήρωσε και τις νομικές σπουδές της, που χρηματοδοτήθηκαν από τον σύζυγό της.

Η Θάτσερ εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1959 και μέσα σε δύο χρόνια ανέλαβε Κοινοβουλευτική Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1961-64). Μετά την ήττα των Συντηρητικών το 1964, ανέλαβε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος σε θέματα γης και στέγης, από την οποία θέση και ανακοίνωσε την πρόθεση του κόμματος της να επιτρέψει στους ενοίκους των Council Houses (ένα είδος κρατικών προγραμμάτων στέγασης) να αγοράσουν τα σπίτια στα οποία διέμεναν. Πριν τις εκλογές του 1970, η Θάτσερ εισχώρησε στο Shadow Cabinet, ένα σώμα της αντιπολίτευσης που προσομοιάζει με υπουργικό συμβούλιο και έχει επικεφαλής τον αρχηγό της αντιπολίτευσης.

Η Θάτσερ υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων και τη διατήρηση της θανατικής ποινής, ενώ ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου. Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την ένα βήμα «όχι προς το σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό».

Το Υπουργείο Παιδείας

Μετά τη νίκη των Συντηρητικών υπό τον Έντουαρντ Χιθ το 1970, η Θάτσερ έγινε Υπουργός Παιδείας και Επιστήμης. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, προχώρησε σε περικοπές του προϋπολογισμού για την Παιδεία, καταργώντας μεταξύ άλλων τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών. Η απόφασή της αυτή προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών, με κεντρικό σύνθημα «Thatcher Thatcher, Milk Snatcher» (Θάτσερ, Θάτσερ, άρπαγας του γάλακτος). Πολλά χρόνια αργότερα, αποκαλύφθηκε πως η ίδια η Θάτσερ είχε εκφράσει την αντίρρησή της στο μέτρο αυτό, που ήταν όμως επιλογή του κόμματος.

Ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος

Το Φεβρουάριο του 1974 και υπό την πίεση της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 η κυβέρνηση του Χιθ οδηγείται στην πτώση και η Θάτσερ αναλαμβάνει τη θέση της Υπουργού Περιβάλλοντος στο Shadow Cabinet.  Τον επόμενο χρόνο και ανατρέποντας κάθε προσδοκία, η Θάτσερ θα βγάλει από τη μέση τον Χιθ και θα αναλάβει αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος, η πρώτη γυναίκα αρχηγός σε ένα κόμμα που θεωρούσε πως η θέση μιας γυναίκας με παιδιά είναι το σπίτι.
Τον Ιανουάριο του 1976 η Θάτσερ καταφέρθηκε σε ομιλία της εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης για να λάβει ως απάντηση, από σοβιετική εφημερίδα, το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία», το οποίο και την συνόδεψε έκτοτε σε ολόκληρη την πολιτική της καριέρα.

Η 1η θητεία: Νέα Νομισματική Πολιτική και Αύξηση της Έμμεσης Φορολογίας

Στις εκλογές του 1979, που ακολούθησαν το μακρύ «Χειμώνα της Δυσαρέσκειας», η Θάτσερ εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός. Τον χειμώνα του 1978-1979, η Βρετανία είχε κλονιστεί από εκτεταμένες απεργίες διαρκείας των συνδικάτων, που αντιδρούσαν στις μειώσεις μισθών και την αυξανόμενη ανεργία.
Βασικό καθήκον της Θάτσερ ήταν η αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, ο περιορισμός του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και η ανάδειξη του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, ο οποίος έδειχνε να ακολουθεί φθίνουσα πορεία από την εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η Θάτσερ ανέβηκε στην εξουσία για να αλλάξει οριστικά το μεταπολεμικό status quo όχι μόνο της Μεγάλης Βρετανίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
Η σιδηρά κυρία ιδεολογικά βρισκόταν πολύ κοντά στον Ρόναλντ Ρίγκαν, Πρόεδρο των ΗΠΑ από το 1980. Οι δυο ηγέτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές του Φρίντμαν, τις οποίες έως τότε είχε ακολουθήσει μοναχά ο δικτάτορας της Χιλής και μετέπειτα φίλος της Θάτσερ, Αουγκούστο Πινοσέτ.

Η Θάτσερ ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Προχώρησε σε αύξηση της έμμεσης φορολογίας, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Το 1982, ο πληθωρισμός είχε όντως πέσει στο 8,6% από το 18%, ενώ οι νέες νομισματικές πολιτικές είχαν μετατρέψει το Λονδίνο σε ένα ζωντανό οικονομικό κέντρο (αποκλειστικά βέβαια για τους ξένους και εγχώριους επενδυτές). Η νέα ανταγωνιστική Βρετανία δεν θα στηριζόταν πλέον στην εγχωρία βιομηχανική παραγωγή της.

Αύξηση της Ανεργίας και Εξεγέρσεις

Στο ίδιο διάστημα βέβαια, οι άνεργοι ξεπερνούν πλέον τα 3,6 εκατομμύρια και έτσι το 1981 η Βρετανία συγκλονίζεται από εκτεταμένες ταραχές και τοπικές εξεγέρσεις, οι οποίες αν και χαρακτηρίζονται συχνά ως φυλετικές, έχουν σαφώς ταξικό χαρακτήρα και επιβεβαιώνουν τη κοινωνική απόγνωση που έφεραν τα σκληρά μέτρα λιτότητας, διαλύοντας τον βρετανικό κοινωνικό ιστό. Το νέο οικονομικό δόγμα θα οδηγήσει στην περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, ενώ ένα νέο κύμα ρατσισμού θα απλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα.
Για να αποπροσανατολίσει το βρετανικό λαό, η Θάτσερ θα επινοήσει έναν ολόκληρο πόλεμο, πετυχαίνοντας πράγματι να αντιστρέψει την πτωτική πορεία της δημοτικότητάς της.

Ο Πόλεμος των Φώκλαντς

Στις 2 Απριλίου 1982, η Χούντα της Αργεντινής εισβάλλει στα Νησιά Φώκλαντ, τα οποία αποτελούσαν έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας, προσφέροντας την ιδανική αφορμή. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντς», με τη Θάτσερ να στέλνει επιτόπου ναυτική δύναμη για την ανακατάληψη των νησιών. Η επιχείρηση, παρά τη μεγάλη απόσταση, στέφθηκε από επιτυχία, προκαλώντας πατριωτική έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία. Η σύγκρουση διήρκησε 74 μέρες, με τις ανθρώπινες απώλειες να φθάνουν τις 649 για την Αργεντινή και τις 255 για τη Μ. Βρετανία. Οι αυτοκτονίες βετεράνων του πολέμου τα επόμενα χρόνια ξεπέρασαν τις 700 (με τους βρετανούς βετεράνους που αυτοκτονούν να ξεπερνούν αυτούς που σκοτώθηκαν στις μάχες).

Η 2η θητεία: Επίθεση στα Συνδικάτα και Ιδιωτικοποιήσεις

H νίκη στον πόλεμο θα οδηγήσει σε νέα νίκη του Συντηρητικού Κόμματος στις εκλογές του 1983, με το Εργατικό κόμμα διχασμένο να συγκεντρώνει μόλις το 27,6%. Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ θα θελήσει να εφαρμόσει περαιτέρω τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις της και έτσι θα προωθήσει εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και ευθεία αντιπαράθεση με τα εργατικά συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις, τα οποία παραδοσιακά ήταν πολύ ισχυρά, ασκώντας σημαντική επιρροή στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής.

Το κλείσιμο βιομηχανιών και τις απολύσεις, ακολούθησαν απεργίες, με σημαντικότερη την απεργία των ανθρακωρύχων, η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού η κυβέρνηση παρέμεινε ανυποχώρητη, κλείνοντας τελικά 150 ανθρακωρυχεία. Η Θάτσερ ήθελε να ξεμπερδέψει πια με τους ανθρακωρύχους, ένα από τα ισχυρότερα συνδικάτα, που είχαν οδηγήσει μάλιστα στην πτώση του άλλοτε συνεργάτη της Έντουαρντ Χιθ. Δεκάδες χιλιάδες βρετανοί θα μείνουν άνεργοι και ολόκληρες κοινότητες θα οδηγηθούν στην παρακμή.

Η Θάτσερ θα κερδίσει την μάχη ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, «που είναι τόσο επικίνδυνος για την ελευθερία» με την εκτεταμένη χρήση κρατικής και αστυνομικής βίας. Η ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος των ανθρακωρύχων, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για τις ιδιωτικοποιήσεις πάρα πολλών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, με σκοπό τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών και τη δραματική συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Έκτοτε η συμμετοχή των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές ενώσεις θα περιοριστεί σημαντικά.

Η Θάτσερ ιδιωτικοποίησε πολυάριθμες επιχειρήσεις, καταστρέφοντας το κρατικό μονοπώλιο στο νερό, το αέριο, τις επικοινωνίες και τον ηλεκτρισμό, ενώ παράλληλα προχώρησε σε ευρύτερη απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας, δίνοντας το σήμα για πιο σκληρά παιχνίδια στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου.

Η απόπειρα δολοφονίας και ο IRA

Τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου του 1984, η Θάτσερ θα διαφύγει από τύχη τον τραυματισμό, όταν πέντε άτομα σκοτώνονται και άλλα πολλά τραυματίζονται από επίθεση του ΙRA σε συνέδριο των Συντηρητικών σε ξενοδοχείο του Μπράιτον. Την επόμενη μέρα του χτυπήματος, η Θάτσερ θα δώσει την προγραμματισμένη ομιλία της χωρίς καμία αλλαγή.

Η βία στη βόρεια Ιρλανδία είχε κλιμακωθεί το διάστημα 1980-1981 μετά και από το θάνατο 10 αγωνιστών του IRA που είχαν προχωρήσει σε απεργία πείνας διαμαρτυρόμενοι για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις βρετανικές φυλακές και την άρνηση της βρετανικής κυβέρνησης να αναγνωρίσει το πολιτικό χαρακτήρα της δράσης της οργάνωσης. Η Θάτσερ δεν θα κάνει κανένα βήμα πίσω και με δηλώσεις της θα συνεχίσει να υποστηρίζει πως οι μαχητές του IRA είναι κοινοί εγκληματίες, που με την απεργία πείνας προσπαθούν να προκαλέσουν τη λύπηση της βρετανικής κοινωνίας.

Η τελευταία νίκη πριν την πτώση

Οι Συντηρητικοί κέρδισαν τις εκλογές και το 1987. Την ίδια χρονιά η Θάτσερ αντιτάχθηκε σθεναρά στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης των αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κατά τη γνώμη της θα οδηγούσε σε ομοσπονδιακές δομές. Σύμφωνα με τη Θάτσερ, ο ρόλος της ΕΕ έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού. Η αντιευρωπαϊκή πολιτική της άρχισε να διχάζει τους Συντηρητικούς, δημιουργώντας δύο αντίπαλες τάσεις, μια φιλοευρωπαϊκή και μια αντιευρωπαϊκή.

Η Θάτσερ για μια ακόμη φορά συγκεντρώνει μικρό ποσοστό αποδοχής από την βρετανική κοινωνία, ενώ οι δημοσκοπήσεις αποδεικνύουν πως το κόμμα είναι σαφώς προσφιλέστερο του ηγέτη του. Το 1989 τα υψηλά επιτόκια πλήττουν τη βρετανική οικονομία προκαλώντας δυσφορία, ενώ το 1990 ξεσπούν ταραχές στο Λονδίνο, τις μεγαλύτερες που είχαν δει πολλές γενιές στο οικονομικό κέντρο της Μ. Βρετανίας, εξαιτίας μίας επαχθούς φορολογικής μεταρρύθμισης που προσπαθούσε να προωθήσει.

Έχει πια αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την πτώση. Στις εσωκομματικές εκλογές του 1990 η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και, κατόπιν διαβούλευσης με συνεργάτες της, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Τόσο η στάση της απέναντι στην ΕΕ, όσο και η φορολογική πολιτική της αποτέλεσαν τις βασικές αφορμές για τη λήξη της πολυετούς διακυβέρνησής της.