Της Ντίνας Βαγενά

Ο Yavuz Sultan Selim, ο Σελίμ Ι ο Αυστηρός, ο αγαπημένος σουλτάνος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έμεινε στην ιστορία για δύο κυρίως λόγους:
 
Επειδή στο διάστημα της σύντομης σχετικά βασιλείας του (1512-1520) επέκτεινε την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς  Ανατολάς και την ανέδειξε κυρίαρχη δύναμη στον τότε ισλαμικό κόσμο κατακτώντας τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τη Χετζάζ (την Αραβική Χερσόνησο). Και ήταν ο πρώτος Οθωμανός σουλτάνος που έλαβε τον τίτλο του Χαλίφη του Ισλάμ και Ηγέτη των Πιστών, με τη συμβολική αποδοχή από τον Σερίφη της Μέκκας των κλειδιών της ιερότερης για τους απανταχού Μουσουλμάνους πόλης. Ηταν όμως και από τους πλέον αιμοσταγείς διώκτες των σιιτών -δεκάδες χιλιάδες Τούρκους Αλεβίτες και Τουρκμένιους και Αζέρους Κιζιλμπάσηδες κατέσφαξε, χρεώνοντάς τους στον σύγχρονό του Σάχη της Περσίας Ισμαήλ με τον οποίο ξεκίνησε πόλεμο.
 
Πόσο πιό προκλητικά προφανής μπορεί να είναι ο σημειολογικός παραλληλισμός για μια ιδεοληψία μεγαλείου; Και αυτό όχι μόνο επειδή προς τιμήν του Σελίμ ονομάτισε ο Ερντογάν το «τρίτο περιδέραιο στο λαιμό της Κωνσταντινούπολης», όπως χαρακτήρισε δημοσίως την τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου κατά την επίσημη τελετή των εγκαινίων της στις 29 Μαΐου, ανήμερα της 560ής επετείου της Αλωσης της Πόλης. Παρεπιπτόντως, το γιγαντιαίο και άκρως αμφιλεγόμενο από πλευράς αισθητικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργο υπολογιζόμενου κόστους 3 δισ. δολλαρίων, βασίστηκε στα πρώτα και μοναδικά αρχιτεκτονικά σχέδια που εκπόνησε ένας σημαντικός πολιτικός φίλος και σύμμαχός του: ο ισλαμιστής δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Καντίρ Τομπάς, αρχιτέκτονας και θεολόγος και από τα ανώτατα στελέχη του κυβερνητικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, του ΑΚΡ. Ο άνθρωπος αυτός, το μόνο που βρήκε να πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη (Δευτέρα, στον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό NTV) ενώ για τρίτη μέρα καιγόταν από τις συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία η πόλη του, ήταν  να αναρωτηθεί δημοσίως σχετικά με τις δέουσες και προσήκουσες εξηγήσεις που θα πρέπει να δοθούν στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (IOC). «Με τί αξιώσεις θα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2020;», θρηνολογούσε.
 
Το Πάρκο Γκεζί στην Πλατεία Ταξίμ, άλλο ένα από τα «επτά μεγάλα έργα για τους επτά λόφους»  -όπως παρουσιάζει ο Ερντογάν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για εκτεταμένες πολεοδομικές μεταμορφώσεις της επτάλοφης Πόλης, ήταν μόνο η αφορμή. Κυριολεκτικά, ό,τι μέσα στην τουρκική κοινωνία έχει σχέση με την Ευρώπη έχει πιά εξεγερθεί εναντίον του πρωθυπουργού που διακηρύσσει απερίφραστα με λόγους και με έργα το εξής: ότι το εκλογικό ποσοστό του 50% και κάτι που πήρε το 2011, μαζί με την τρίτη του πρωθυπουργική θητεία, του έδωσε και το δικαίωμα και την εξουσία να αποφασίζει και να διατάζει μονομερώς ως νεοοθωμανός απολυταρχικός άρχων.
 
Κάθε λαός έχει τα σύμβολά του. Και κάποια σύμβολα επικρατούν. Σε αντίθεση με άλλες πλατείες  στην Κωνσταντινούπολη  που υπάρχουν ως σύγχρονα σημεία αναφοράς του οθωμανικού αυτοκρατορικού μεγαλείου, η Πλατεία Ταξίμ αποτελεί χωροταξική μνεία στην κοσμική υπόσταση του τουρκικού κράτους που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ το 1923 μετά την κατάργηση της αυτοκρατορίας. Εκτοτε αίμα έχει χυθεί στο όνομα της δημοκρατίας στην πλατεία αυτή. Κορυφαίο το γεγονός του βίαιου θανάτου 37 αριστερών διαδηλωτών στη διάρκεια της πορείας της Πρωτομαγιάς του 1977.  Επί δεκαετίες, με ή χωρίς πραξικοπηματικές επεμβάσεις του στρατού στη δημόσια ζωή, ήταν απαγορευμένες οι πολιτικές συγκεντρώσεις στην Ταξίμ μέχρι το 2010 που έδωσε την άδειά του ο Ερντογάν. Αλλά αυτή την Πρωτομαγιά τις απαγόρευσε με το αιτιολογικό του ανοιχτού επιτόπιου εργοταξίου και την επί το συντομότερο επέκτασή του στο χώρο του Πάρκου Γκεζί.

Στη θέση του πάρκου βρισκόταν οι οθωμανικοί στρατώνες  πυροβολικού Χαλίλ Πασά που είχαν χτιστεί το 1806 επί σουλτάνου Σελίμ ΙΙΙ (σύμπτωση το όνομα;) και κατεδαφιστεί το 1940 με διαταγή του Κεμάλ Ατατούρκ. Το επιβλητικό, σύμφωνα με φωτογραφίες εποχής, διοικητήριο των στρατώτων επιμένει να το ανακατασκευάσει ο Ερντογάν και να το λειτουργήσει ως εμπορικό κέντρο σε συνδιασμό με πολυτελή ξενώνα διαμερισμάτων. Επιμένει δε, παρά το γεγονός ότι τουρκικό διοικητικό δικαστήριο έκρινε παράνομο των σχεδιασμό την περασμένη Παρασκευή, ορίζοντας να παγώσουν οι εργασίες. Και, κάτι αδιανόητο έστω ως θέμα θεωρητικής συζήτησης στην Τουρκία πριν την ανάληψη της εξουσίας από τους ισλαμιστές του ΑΚΡ εδώ και μία δεκαετία, επιμένει να αναγείρει εκεί και ένα τζαμί.
 
Τα δέντρα της πλατείας και η βάναυση επέμβαση των τουρκικών δυνάμεων καταστολής εναντίον των ακτιβιστών που υπερασπίστηκαν με ειρηνική κινητοποίηση το πάρκο, ήταν η θρυαλλίδα στην πυριτιδαποθήκη. Η εξέγερση που ξετυλίγεται βιαιότατα με άδηλο μέλλον σε Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Σμύρνη και άλλες τουρκικές πόλεις έχει αφήσει πίσω της αυτές καθαυτές τις επίμαχες χωροταξικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης του Εντογάν. Εχει δε ξεπεράσει κάθε προσέγγιση ακραίας αναμέτρησης των δύο εκφάνσεων του τουρκικού βαθέος κράτους -ισλαμικής έναντι κεμαλικής. Η προσπάθεια του Ερντογάν να …ενοχοποιήσει ως ενορχηστρωτή της πάνδημης πλέον εθνικής διαμαρτυρίας  το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) ήταν απλώς ένα ακόμα πρωθυπουργικό σπασμωδικό φραστικό πυροτέχνημα. Οτι ο κόσμος στους δρόμους διεκδικεί αυτό που η κατακερματισμένη και αποδυναμωμένη τουρκική αντιπολίτευση αδυνατεί να πράξει, φανέρωσε και η μάλλον έντρομη επείγουσα επίσκεψη του ηγέτη του  CHP Κεμάλ Κιλισντάρογλου στον Τούρκο πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιούλ μία μέρα μετά την κυριακάτικη, μάλλον αδιάφορη υποδοχή του από τους διαδηλωτές της Ταξίμ από όπου έκανε ένα πέρασμα.
 

«Οσο από την πλευρά του Ερντογάν συνεχίζονται η αλαζονία, η αψηφισιά και η περιφρόνηση για τους διαμαρτυρόμενους, τόσο θα εξακολουθούν και οι διαδηλώσεις. Αλλά ακόμα και αν κάνει ένα βήμα πίσω ο πρωθυπουργός ή εάν οι διαδηλώσεις σταματήσουν για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ένα είναι σίγουρο: το τζίνι βγήκε από το μπουκάλι. Η απολίτικη νεολαία της Τουρκίας μεταβλήθηκε τώρα σε ακτιβιστική! Σε ευχαριστούμε πρωθυπουργέ»: Το σχόλιο, αρκούντως εύγλωττο, ανήκει στη Μπαρτσίν Γινάντς, αρθρογράφο της Hurriet. Η ίδια, όπως και αρκετοί συνάδελφοί της του τουρκικού έντυπου Τύπου, επιχειρούν να ξεπεράσουν το αυτολογοκριτικό σοκ του πρώτου 48ώρου της κοινωνικής εξέγερσης και να αρθρώσουν κριτική στην πρωθυπουργική τακτική.
 
Θα μπορούσε να είναι απλώς γελοίο: Η Πόλη πνιγόταν στα δακρυγόνα, εκατοντάδες άνθρωποι συλλαμβάνονταν ή τραυματίζονταν, ανεξακρίβωτες αναφορές για νεκρούς ήδη κυκλοφορούσαν και στην τουρκική τηλεόραση έπαιζαν καλλιστεία και εκπομπές μαγειρικής(!). Γίνεται πολύ πιό σοβαρό με την υπενθύμιση ότι η Τουρκία κρατά παγκόσμια σκήπτρα στον αριθμό των φυλακισμένων δημοσιογράφων, ξεπερνώντας την Κίνα και το Ιράν. Σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) και με στοιχεία που φθάνουν μέχρι τον περσινό Αύγουστο, στις τουρκικές φυλακές βρισκόταν τουλάχιστον 76 Τούρκοι δημοσιογράφοι, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων για λόγους σχετιζόμενους με το περιεχόμενο της εργασίας τους. Να ένας πολύ σοβαρός επίσης λόγος για τον Ερντογάν που χαρακτήρισε «μπελά» την ύπαρξη και κατά κόρον χρήση του Τwitter από τους διαδηλωτές που ξεπέρασαν τη συσκότιση πληροφοριών από τα mainstream ΜΜΕ της χώρας.
 
Παρά τις κάποιες μεταρρυθμίσεις, κυρίως ως προς τα δικαιώματα μειονοτήτων όπως οι Κούρδοι στις οποίες προχώρησαν οι τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις Ερντογάν με διακηρυγμένο στόχο να εκπληρώσουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης ώστε να επιταχύνουν τις ενταξιακές διαδικασίες της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, βαθμιαία αποκαλύπτεται το εύρος του αυταρχισμού τους. Οπως και του μύθου ότι η Τουρκία αποτελεί παράδειγμα στην πράξη ότι Ισλάμ και δημοκρατία είναι έννοιες συμβατές.

Αντίστοιχου βαθμού απολυταρχισμός των κεμαλικών τουρκικών κυβερνήσεων είναι η διάδοχος κατάσταση. Οι ισλαμιστές φανερά πλέον αντικαθιστούν τα όνειρα των κεμαλιστών για αυταρχικό εκμοντερνισμό της χώρας με τα δικά τους όνειρα, ενός όλο και περισσότερο αυταρχικότερου εξισλαμισμού. Ομως, πλήν των, πολυάριθμων όντως οπαδών τους, ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας αντιστέκεται, στοιχειοθετώντας πλέον μία πολύχρωμη συμμαχία οργής εναντίον τους. Δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για δημόσιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας με πολιτικό χιούμορ όπως εκείνη τον περασμένο μήνα στο μετρό της  Αγκυρας. Οι δημόσιες ανταλλαγές φιλιών από 100 ζευγάρια ως πράξη διαμαρτυρίας εναντίον ακόμα μία κυβερνητικής «εκστρατείας ηθικής» είχαν βίαιη και αιματηρή κατάληξη. Ομάδα ισλαμιστών τους επιτέθηκαν, γυναίκες μαντηλοδεμένες ξεμάλλιαζαν τις «ανήθικες» και κάποιοι άντρες έβγαλαν μαχαίρια και τραυμάτισαν διαδηλωτές.

Είναι χαρακτηριστική η κίνηση του Ερντογάν μετά τις βομβιστικές επιθέσεις με σοδειά φρίκης 46 νεκρούς στο Ρεϊχανλί, κοντά στην τουρκοσυριακή μεθόριο στις 12 Μαΐου, οι οποίες υποδαύλισαν φόβους για συγκρούσεις σουνιτών-αλεβιτών και μέσα στην ίδια την Τουρκία: Και συσκότιση πληροφοριών στα τουρκικά ΜΜΕ επέβαλε, αλλά και αμέσως φρόντισε να περάσει την αμφιλεγόμενη νέα νομοθεσία για περιορισμό της πώλησης αλκοόλ, υποστηρίζοντας, σε φανερή κόντρα με το κοσμικό τουρκικό σύνταγμα, πως «δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης όσων επιτάσσει η θρησκεία». Μέσα στην ίδια τη βουλή, περιέγραψε με υπονοούμενα ως μεθύστακες πατρικές φιγούρες του τουρκικού έθνους όπως ο Ατατούρκ και ο Ινονού.
Πολλά ακόμα προσάπτουν στους ισλαμιστές του Ερντογάν. Οπως την έλλειψη διαφάνειας στην πεντάμηνη ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους του ΡΚΚ, την οποία έφεραν σε πέρας κυρίως πράκτορες της ΜΙΤ που επισκεπτόντουσαν τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν στην απομόνωση της φυλακής του στο νησί Ιμραλί. Την εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο στη Συρία, παρά τις ευλογίες των ΗΠΑ, μεγάλο ποσοστό των Τούρκων πολιτών δεν την εγκρίνει, όπως δείχνουν σχετικές επανειλημμένες δημοσκοπήσεις: δεν καλοβλέπουν όλοι ούτε το ενδεχόμενο εμπλοκής σε πόλεμο με τη Δαμασκό ούτε το ότι η οι νότιες επαρχίες της χώρας λειτουργούν και ως κέντρο διερχομένων για σουνίτες τζιχαντιστές αντάρτες στη Συρία.