Του Λευτέρη Κρέτσου

Οι πολιτικές λιτότητας και απορρύθμισης του εργατικού δικαίου από το 2009 και εντεύθεν έχουν οδηγήσει στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης εκατομμυρίων εργαζόμενων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το νέο πλαίσιο διακυβέρνησης της οικονομίας και της κοινωνίας που εγκαινίασαν οι πολιτικές που προκρίθηκαν για την υπέρβαση της κρίσης αύξησαν τις ταξικές ανισότητες, ενίσχυσαν τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και διέλυσαν οριστικά τις αυταπάτες για την κοινωνική σύγκλιση των λαών της Ευρώπης εντός της Ευρωζώνης. Οι δυσάρεστες αυτές διαπιστώσεις καθίσταται περισσότερο κατανοητές στις χώρες της Νότιας Ευρώπης και την Ιρλανδία, όπου τα λεγόμενα πακέτα ‘διάσωσης’ και υποχρεωτικής δέσμευσης των καταθέσεων (bail out/ bail in agreements) κατάφεραν να περάσουν το χρέος των τραπεζών στους κρατικούς προϋπολογισμούς και στις πλάτες του κόσμου της εργασίας, των συνταξιούχων και των μελλοντικών γενεών. Ταυτόχρονα τα πακέτα ‘διάσωσης’ εδραίωσαν τη γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη και κυρίως λειτούργησαν ως  αποτελεσματικός μηχανισμός (Trojan horse) εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων, αποδόμησης του κράτους πρόνοιας και ενίσχυσης του μηχανισμού των αγορών είτε μέσα από την προώθηση εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων και τη δημιουργία νέων αγορών είτε μέσα από τον εκτοπισμό των κρατικών ή ημι-κρατικών επιχειρήσεων στην παροχή ακόμη και βασικών αγαθών και υπηρεσιών (πχ. Νερό, υπηρεσίες υγείας, υπηρεσίες πρόνοιας και απασχόλησης κτλ.). 

Τα χειραγωγούμενα media και η οργανική διανόηση προσπάθησαν να πείσουν τους λαούς ότι μαζί τα φάγαμε και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική διέξοδος από την κρίση και δυστυχώς φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό το κατάφεραν. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εξακολουθούν να κερδίζουν την μάχη με το κοινωνικό και εργατικό κίνημα. Η ανάλυση που ακολουθεί υποστηρίζει ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στηρίζουν εν μέρει την επιτυχία τους στην κρίση του μέχρι πρότινος κυρίαρχου στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού.  Επίσης τονίζεται ότι η κρίση του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού δεν προκύπτει μόνο από τις θεσμικές παρεμβάσεις των μνημονίων στα δικαιώματα των εργαζομένων και στο σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης. Οι διεργασίες κρίσης του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού προκύπτουν και από την εμφάνιση ενός μαχητικού και ριζοσπαστικού συνδικαλισμού στις παρυφές του επίσημου γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, αλλά και στην κληρονομία της αντίστασης που άφησε το κίνημα των αγανακτισμένων και της κατάληψης συμβολικών χώρων το 2011. Τόσο το κίνημα της πλατείας όσο και ο μαχητικός ριζοσπαστικός συνδικαλισμός εμπνέουν τη συλλογική δράση με νέους τρόπους οργάνωσης των εργαζομένων και με ενθαρρυντικές αφηγήσεις (narratives) αντίστασης, οι οποίες προκαλούν ισχυρές πιέσεις στις συνδικαλιστικές ηγεσίες και σε επιμέρους συνδικαλιστικές παρατάξεις να στραφούν σε πιο μαχητικές δράσεις και κινητοποιήσεις από τα κάτω.

Occupy Movement/ Indignados και Αγανακτισμένοι στις πλατείες

Οι εντυπωσιακές εκρήξεις κοινωνικής οργής του 2011 και κυρίως η ανάδειξη του κινήματος των καταλήψεων συμβολικών χώρων, όπως πλατείες (Tahrir, Puerta del Sol, Σύνταγμα), δημαρχεία (Wisconsin) και χρηματιστήρια (Occupy Wall Street, Occupy London City) έφεραν αρκετές φορές την ηγεμονία των πολιτικών λιτότητας και απορρύθμισης της εργασίας στα όρια της. Η πολιτική εξουσία χρειάστηκε επανειλημμένως την εκτεταμένη χρήση ωμής και απροκάλυπτης βίας από τους μηχανισμούς καταστολής των κοινωνικών αγώνων, όπως ακριβώς γίνεται στην Τουρκία σήμερα. Σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές ο φόβος άλλαξε πλευρά και το μέγεθος της λαϊκής αυτής ανάτασης δεν αφορούσε μόνο την μαζικότητα των διαδηλώσεων. Αφορούσε επίσης την ανθρωπογεωγραφία των διαδηλωτών, τα συνθήματα και τις αφηγήσεις αντίστασης και κινητοποίησης της κοινωνίας, καθώς και τα μέσα οργάνωσης του αγώνα και ενίσχυσης του βαθμού συνειδητοποίησης της ταξικότητας και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού της σημερινής κρίσης. Το κίνημα των αγανακτισμένων και της κατάληψης συμβολικών χώρων είχε παλλαϊκό χαρακτήρα και την ικανότητα να συσπειρώνει ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Έτσι για παράδειγμα στις διαδηλώσεις στο Σύνταγμα συναντήθηκαν στους δρόμους, για πρώτη ίσως φορά σε τέτοια έκταση μετά την μεταπολίτευση, οι εργαζόμενοι με τους άνεργους, οι νέοι με τους ηλικιωμένους, οι δημόσιοι με τους υπάλληλους στον ιδιωτικό τομέα, οι αυτόνομοι ακτιβιστές με τα μέλη διαφορετικών κομμάτων και κοινωνικών συσσωματώσεων κτλ.

Το κίνημα των πλατειών δημιούργησε όρους πρωτοφανούς κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής νομιμοποίησης της αντίστασης στις μνημονιακές πολιτικές. Η διαταξικότητα της επίθεσης στην ελληνική κοινωνία έλαβε διαταξική απάντηση χωρίς όμως να χαθεί ο ταξικός χαρακτήρας της κινητοποίησης τουλάχιστον στο λεγόμενο κάτω μέρος της πλατείας. Το κίνημα των αγανακτισμένων βασίστηκε στο όραμα της ανατροπής των πολιτικών λιτότητας και στην εγκαθίδρυση συνθηκών αυθεντικής δημοκρατίας. Η δομή του ήταν οριζόντια και η συμμετοχή στο κίνημα ήταν άμεση και χωρίς ιεραρχίες και μεσάζοντες. Οι συνεχείς αναφορές στα banners, στις ανακοινώσεις και στις συνελεύσεις στο Σύνταγμα παρείχαν όχι μόνο ενημέρωση, αλλά και πολιτική εκπαίδευση μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και επίπονες συζητήσεις για το ρόλο των τραπεζών, την ικανότητα της εγχώριας οικονομίας να παρέχει δυνατότητες ανάπτυξης, τα χαρακτηριστικά της πολιτικής διαφθοράς και το ρόλο των αγορών και του ευρώ στην εμφάνιση της κρίσης κτλ. Πρόκειται για την αναβίωση, έστω και σε εμβρυακό στάδιο, της άμεσης δημοκρατίας και την ανάδειξη ενός ακτιβισμού με υψηλή διανοητική ζωτικότητα που δεν εξαντλείται στην απόρριψη του συστήματος, επειδή είναι άδικο και άσχημο, αλλά ενός ακτιβισμού που δεν είναι πάντοτε αντισυστημικός, αλλά είναι σίγουρα αντιμνημονιακός, κοινωνικά και τεχνολογικά δικτυωμένος και αναζητεί τρόπους δημοκρατικής συμβίωσης και επίτευξης κοινωνικής δικαιοσύνης στο άμεσο μέλλον.

Το κίνημα της αγανάκτησης στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις δικές του δυνάμεις, καθώς ξεπήδησε από τα υπαρκτά καθημερινά προβλήματα επιβίωσης και ποιότητας ζωής που αγγίζουν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου της εργασίας (ανεργία, φτώχεια, υπερχρεωμένα νοικοκυριά, περιβαλλοντική υποβάθμιση κτλ.). Το κίνημα αυτό δεν ήταν μια πρωτοβουλία ‘πεφωτισμένων’ κομματικών ή συνδικαλιστικών ηγεσιών ούτε μια οργανωμένη εκστρατεία υποστηριζόμενη από θεσμικούς πολιτικούς φορείς, διαφημιστικούς συμβούλους και ΜΜΕ. Αν και σε κάποιο, ίσως, βαθμό το κίνημα της κατάληψης συμβολικών δημόσιων χώρων μπορεί να προέκυψε εξαιτίας και άλλων συγκυριών, όπως η συρρίκνωση του οικογενειακού εισοδήματος στη νότια Ευρώπη και η ύπαρξη ενός μεγάλου αποθέματος μορφωμένων νέων ανέργων και η υιοθέτηση ενός επαναστατικού lifestyle, όπως τονίζει ο Paul Mason. Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή, η αντίσταση στα σύμβολα της εξουσίας προήλθε από μια βαθύτερη κατανόηση της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας και της προφανούς αδικίας που προκαλεί η απληστία των μηχανισμών παραγωγής κέρδους. Η κοινωνική δικτύωση διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διάχυση και την ανταλλαγή πολιτικών θέσεων χωρίς περιορισμούς και κομματικά ή ιεραρχικά σκαναρίσματα.

Η ενεργοποίηση επίσης των δικτύων αλληλεγγύης σε παγκόσμιο επίπεδο διευκόλυνε την υπεροχή των αγανακτισμένων στην μάχη των ιδεών. Οι επιδράσεις των τοπικών κινητοποιήσεων αποκτούν παγκόσμιο χαρακτήρα, το Σύνταγμα όπως προηγουμένως η Ταχριρ και η Πουέρτα ντελ Σολ έγιναν αυτομάτως παγκόσμια γεγονότα, όπου χιλιάδες εργαζόμενοι λάμβαναν άμεση χρονική ενημέρωση μέσω των δωρεάν livestream facilities στο διαδίκτυο. Στις περιπτώσεις της κοινωνικής έκρηξης τύπου αγανακτισμένων στο Σύνταγμα τα συμβατικά κανάλια και εφημερίδες έχασαν την προνομιακή τους θέση. Η λεγόμενη κοινή γνώμη απελευθερώθηκε προσωρινά από τους δημοσιογραφικούς αστέρες των μεγάλων καναλιών και διαμορφώθηκε από ανθρώπους που συνήθως δεν προσκαλούνται στα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά βιώνουν τα ίδια σχεδόν προβλήματα, έχουν κοινές εμπειρίες και χρησιμοποιούν κοινά γλωσσικά σύμβολα και αναφορές με τον μέσο εργαζόμενο και τη νεολαία.

Σε κάθε περίπτωση το κίνημα της πλατείας και της κατάληψης δημόσιου χώρου αποτέλεσε μια πρωτοβουλία από τα κάτω, η οποία ενισχύονταν, ενισχύεται και θα ενισχύεται από την αυτενέργεια, τη δημιουργικότητα και την ανάγκη αντίστασης που αισθάνεται ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της εργασίας από τη συνειδητοποίηση της ταξικής και κοινωνικής αδικίας που πραγματοποιείται. Συνεπώς, το κίνημα της αγανάκτησης στις πλατείες και τους δημόσιους χώρους άφησε πίσω του μια μεγάλη κληρονομιά και οι σύγχρονες εξελίξεις στην Τουρκία επιβεβαιώνουν ότι το συγκεκριμένο κίνημα δεν έκλεισε τον κύκλο του. Στο πλαίσιο αυτό, τα συνδικάτα θα πρέπει να βρουν ένα τρόπο να συμβαδίσουν μαζί του, να αντιληφθούν το βηματισμό του και σε κάθε περίπτωση να μην το αγνοήσουν, γιατί μπορεί οι αγανακτισμένοι να μην βγαίνουν στις πλατείες, αλλά το φάντασμα της πλατείας πλανάται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι προοπτικές και η πορεία του συνδικαλισμού βάσης

Η αύξηση της ανεργίας, ως το πιο έκδηλο σύμπτωμα της κρίσης, καθώς και η μεγαλύτερη ευχέρεια των εργοδοτών να αναπροσαρμόζουν την οργάνωση της εργασίας με βάση τις ανάγκες της παραγωγής συμβάλλουν στην μείωση των διαθέσιμων ευκαιριών απασχόλησης και στην αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στο εργατικό δυναμικό. Με βάση τους υπολογισμούς του Δεδουσόπουλου για το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, η απώλεια των θέσεων εργασίας κατά την περίοδο του μνημονίου αντιστοιχεί σε όρους απασχόλησης και με βάση το ρυθμό αύξησης των θέσεων εργασίας της πριν την κρίση (1983-2008) σε περίπου 15 χρόνια ή κάτι λιγότερο από 900.000 θέσεις εργασίας. Σε περιόδους σαν και αυτή, όπου η ανεργία και η απελπισία αυξάνεται και το κράτος υλοποιεί πολιτικές απελευθέρωσης και διευκόλυνσης των αγορών (ιδιωτικοποιήσεις, περιορισμός του δημόσιου τομέα, μείωση στον κατώτατο μισθό, χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας κτλ.) τα συνδικάτα συνήθως μπαίνουν σε μια φάση αμηχανίας ως προς το διεκδικητικό τους πλαίσιο και το ποιους κυρίως εκπροσωπούν. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αμηχανία αυτή εκφράζεται με το μανιχαϊστικό δίλημμα αποκλεισμός ή ένταξη συγκεκριμένων ομάδων εργαζομένων και των οργανώσεων τους (αν υπάρχουν). Τα συνδικάτα δηλαδή καλούνται να επιλέξουν το πεδίο της μάχης και να αναλογιστούν ποια απόφαση θα έχει το χαμηλότερο κόστος.

Η περίπτωση αυτή ωστόσο ισχύει μόνο για τα συνδικάτα που όπως θα αναλύσουμε παρακάτω είναι σοσιαλδημοκρατικά, δηλαδή συνδικάτα των οποίων η δράση περιορίζεται από έναν ‘πολιτικό οικονομισμό’, ο οποίος εδράζεται στη στενή σχέση με κόμματα εξουσίας και νεοκορπορατιστικού θεσμούς. Στο πλαίσιο αυτό, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες βάζουν όρια στις μισθολογικές και θεσμικές διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, ώστε τα συνδικάτα να έχουν την απαιτούμενη λειτουργικότητα στην οικονομική συγκυρία και να μην προκαλούν ριζικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Από την άλλη πλευρά, οι ηγεσίες των συνδικάτων αυτών χρειάζονται την ύπαρξη δυναμικών στελεχών βάσης για να προετοιμάζουν το έδαφος και να επηρεάζουν τον τόνο της συλλογικής διαπραγμάτευσης, ώστε να έχουν την απαιτούμενη αποδοχή από την πλειοψηφία των εργαζομένων. Ο διπλός αυτός ρόλος (καταστολή/ ενίσχυση μαχητικού συνδικαλισμού ανάλογα με τις συγκυρίες και τους συσχετισμούς επηρεασμού της συλλογικής διαπραγμάτευσης και την συμμετοχή σε θεσμούς διαλόγου) καθίσταται εξαιρετικά δύσκολος σε περιόδους κρίσης και αποδόμησης των κοινωνικών θεσμών. Στις περιόδους αυτές (πχ. Μετά το τέλος του Α παγκοσμίου πολέμου στην Ευρώπη ή στα τέλη της δεκαετίας του 60) ενισχύονται οι φωνές των συνδικαλιστών βάσης που επιδιώκουν πιο ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο επίλυσης των εργατικών διαφορών. Αντίστοιχη εξέλιξη είχαμε και στην Ελλάδα της κρίσης με τον πολλαπλασιασμό των αντιδράσεων εντός και κυρίως εκτός του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος.

Οι ηγεσίες των μεγάλων συνδικάτων αδυνατούν ή δεν θέλουν να συσπειρώσουν τα μέλη τους και να αυξήσουν τον αριθμό των μελών τους σε μια κατεύθυνση διαρκούς και ολομέτωπης επίθεσης με τις εργοδοτικές πολιτικές και το κράτος σε αντίθεση με αρκετά μικρά και μαχητικά συνδικάτα που χρησιμοποιούν πληθώρα δράσεων και στρατηγικών και διαθέτουν έναν πιο έντονα ανατρεπτικό λόγο που βάζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ζητήματα αλλαγής των σχέσεων παραγωγής. Παρόλα αυτά, ο μαχητικός και μη-γραφειοκρατικός συνδικαλισμός δεν θα πρέπει να θεωρείται πανάκεια για την ανασυγκρότηση και την ενδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Επίσης στο βαθμό που ο αριθμός των εργαζομένων σε αυτά τα σωματεία παραμένει εξαιρετικά μικρός στο σύνολο των εργαζομένων θα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί μια νησίδα αισιοδοξίας σε έναν ωκεανό απορρύθμισης και εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων, η οποία όμως παράγει ιδέες, αντιστάσεις, μεμονωμένες περιπτώσεις ανάκλησης εργοδοτικών αποφάσεων και κυρίως προκαλεί το ενδιαφέρον ολοένα και περισσότερων εργαζόμενων που είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν δραματικά και προς το χειρότερο μέσα σε λίγους μήνες.

Την ίδια στιγμή όμως δεν θα πρέπει να υποεκτιμάται ο δυναμισμός του. Η βασική πηγή ενίσχυσης του συγκεκριμένου συνδικαλισμού άλλωστε προκύπτει από μια βασική συνθήκη. Η συνθήκη αυτή σχετίζεται με την εμβάθυνση των κατατμήσεων στην αγορά εργασίας και την δημιουργία νέων, η οποία συνάδει με την ανικανότητα του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος να προστατέψει τον κόσμο της εργασίας από τον κίνδυνο της φτώχειας και της περιθωριοποίησης.

Επιπλέον άλλοι παράγοντες και χαρακτηριστικά της κρίσης και του εθνικού συστήματος των εργασιακών σχέσεων υποβοηθούν την εμφάνιση του μαχητικού συνδικαλισμού σε μεγαλύτερη κλίμακα. Πρώτα από όλα η ίδια η κρίση φαίνεται να μην έχει τελειωμό και να είναι πολυεπίπεδη και συνεχής. Αφορά δηλαδή όλες τις πτυχές της εργασιακής σχέσης και του εργατικού εισοδήματος και η κρίση φαίνεται να έχει αόριστη και μακρά διάρκεια. Στο βαθμό που το ένα μνημόνιο διαδέχεται το άλλο και η οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε βαθιά και χρόνια ύφεση ο αριθμός των εργαζόμενων με επισφαλείς και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, αλλά και ο αριθμός των ανέργων αυξάνεται. Με μοιραίο τρόπο η έξαρση της φτωχοποίησης και της εργασιακής επισφάλειας αυξάνει τη ζήτηση για έναν πιο ριζοσπαστικό και μαχητικό συνδικαλισμό από αυτόν της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Σε ορισμένες περιπτώσεις (πχ. Εργαζόμενοι σε αγροτικούς συνεταιρισμούς ή στον κλάδο της εστίασης) η μη-υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας μετά τις νομοθετικές αλλαγές για τον κατώτατο μισθό και την επέκταση και ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας εξαφανίζουν κάθε θεσμική δυνατότητα του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος να παρέμβει στον καθορισμό των αμοιβών και των συνθηκών εργασίας. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι επομένως δεν βλέπουν κανένα λόγο πλέον να δίνουν τις εισφορές τους σε μια συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τους ίδιους.

Αντίθετα, ο μαχητικός συνδικαλισμός βασίζεται στη δράση ισχυρών και έντονα πολιτικοποιημένων δικτύων εργαζομένων και συνδικαλιστών, οι οποίοι έρχονται σε άμεση επαφή με τους εργαζόμενους. Η ύπαρξη διαθεσιμότητας συνδικαλιστικής υποστήριξης (είναι εκεί αν χρειαστείς τη βοήθεια τους) αποτελεί μια ειδοποιό διαφορά συγκριτικά με τα στελέχη των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η αμεσότητα αυτή διαμορφώνει συνθήκες ικανές να δημιουργηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στα συνδικάτα βάσης και στους εργαζόμενους. Οι διευρυμένες δυνατότητες συμμετοχής στη διοίκηση των σωματείων αυτών (πχ. εναλλαγή ηγεσίας, ανοιχτές και τακτικές συνελεύσεις κτλ.), αλλά και η ταύτιση της συνδικαλιστικής ηγεσίας με τα απλά μέλη και τους εργαζόμενους προσφέρουν ένα διαφορετικό και σαφώς πιο δημοκρατικό πρότυπο συνδικαλιστικής οργάνωσης για τα ελληνικά δεδομένα. Οι ηγέτες των συνδικάτων αυτών είναι σε τελική ανάλυση απλοί εργαζόμενοι χωρίς ειδικά προνόμια, παχυλούς μισθούς και συνδέσεις με φορείς εξουσίας.

Το πιο αξιοσημείωτο όμως στοιχείο της δράσης των συνδικάτων αυτών είναι ότι η μαχητικότητα τους δεν εξαντλείται σε μια εφημερίδα τοίχου και μια κατάληψη ενός εργασιακού χώρου, αλλά συνοδεύεται από άλλες στρατηγικές, όπως η σύναψη συμμαχιών με άλλους συνδικαλιστικούς και τοπικούς φορείς/ συλλογικότητες και η ανάληψη κοινών δράσεων, η εφαρμογή στρατηγικών κινητοποίησης και προσέλκυσης νέων μελών μέσα από καμπάνιες ενημέρωσης και αλληλεγγύης, η χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η συνεργασία με τα ΜΜΕ και την ακαδημαϊκή κοινότητα, η συνεργασία με εργατολόγους για την επίλυση των εργατικών διαφορών μέσω των δικαστηρίων κτλ.

Συνεπώς ο μαχητικός και γραφειοκρατικός συνδικαλισμός καλύπτει σημαντικά κενά εκπροσώπησης που άφησε ο επίσημος συνδικαλισμός με τις αποφάσεις ένταξης ή αποκλεισμού μεγάλων κατηγοριών του εργατικού δυναμικού (πχ. Άνεργοι, νέοι, μετανάστες, γυναίκες, εργαζόμενοι με μπλοκάκια και άλλες ευέλικτες μορφές εργασίας κτλ.). Παράλληλα ο μαχητικός και γραφειοκρατικός συνδικαλισμός χρησιμοποιεί πολύ μεγαλύτερο εύρος δράσεων και στρατηγικών από τον επίσημο παρά τους περιορισμένους πόρους που διαθέτουν τα σωματεία αυτά. Για τους λόγους αυτούς ο συνδικαλισμός αυτός είναι επικίνδυνος για την ηγεμονία των αγορών. Τόσο οι διώξεις όσο και οι απολύσεις των συνδικαλιστικών στελεχών βάσης αυξήθηκαν έντονα με την κρίση. Σε κάποιες περιπτώσεις τα συνδικάτα αυτά αντιστάθηκαν με σθεναρό τρόπο (πχ. περίπτωση Παλαιστίδη), ενώ σε άλλες η μάχη δεν κερδήθηκε.  

Ιδιαίτερα αισιόδοξο όμως είναι το γεγονός της σύναψης συμμαχιών και της ανάληψης κοινών δράσεων από τα συνδικάτα βάσης σε επίπεδο που ενδεχομένως θα μπορούσε να διαμορφώσει μια νέα συνδικαλιστική συνομοσπονδία ή ένα πιο προηγμένο μόρφωμα από αυτό του Συντονιστικού των Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Συναφές με αυτό και εξίσου ελπιδοφόρο γεγονός είναι η αύξηση του αριθμού των μαχητικών συνδικάτων (πάνω από 45 στα αστικά κυρίως κέντρα της χώρας) και των δομών αλληλεγγύης σε γειτονιές (πχ. Εργατική λέσχη Νέας Σμύρνης, Κοινωνικό Φροντιστήριο Αιγάλεω), η μνημειώδης αντίσταση σε επιμέρους χώρους εργασίας και τοπικές κοινότητες (πχ. Κερατέα, Ιερισσός, ΒΙΟΜΕ, νοσοκομείο Κιλκίς) και φυσικά η σταδιακή ανατροπή των συσχετισμών στα σωματεία που εντάσσονται στις δυνάμεις της ΓΣΕΕ. Για παράδειγμα τα ψηφοδέλτια που στηρίζουν υποψήφιους της ριζοσπαστικής αριστεράς στο πρόσφατο συνέδριο του ΕΚΑ σχεδόν διπλασίασαν τις έδρες τους, ενώ οι βασικές δυνάμεις του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού (ΠΑΣΚΕ) κατέρρευσαν.

Ακριβώς για αυτό ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός προσπαθεί να αντεπιτεθεί με την σταδιακά μετατροπή του σε μηχανισμό παραγωγής υπηρεσιών (πχ. κατάρτιση, απασχόληση μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας και επιταγών μαθητείας, παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης ανέργων). Το νέο κράτος φιλανθρωπίας (και όχι πρόνοιας) και η απόλυτα ελαστική αγορά ανεργίας, που υλοποιούνται από την εφαρμογή των μνημονίων θα προσπαθήσει να διατηρήσει ένα λόγο και πλαίσιο ύπαρξης των συνδικάτων πάντα σε λειτουργικά επίπεδα με το σύστημα και για λόγους εκτόνωσης της εργατικής αντίδρασης. Επιπλέον, σε ένα επόμενο στάδιο και αν το λεγόμενο servicing model δεν είναι αρκετό για να διατηρήσει τις δυνάμεις του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού τότε είναι πολύ πιθανό να δούμε και την ανάληψη άλλων πρωτοβουλιών από τη ΓΣΕΕ/ ΑΔΕΔΥ, όπως η συγχώνευση κλαδικών/ ομοιοεπαγγελματικών σωματείων, η πρόσληψη εμψυχωτών και οργανωτών, η σύναψη τοπικών συμφώνων απασχόλησης με μεμονωμένους εργοδότες ή ακόμη και η θεσμική παροχή οικονομικής βοήθειας από τον ΟΑΕΔ ή άλλους φορείς με στόχο την προσωρινή ανακούφιση ανέργων και επισφαλών εργαζόμενων. Η αλλαγή αυτή βέβαια δεν θα θέσει ζητήματα δικαιοσύνης και αλλαγής των σχέσεων παραγωγής, αλλά μπορεί όμως να παρασύρει μέρος των απογοητευμένων συνδικαλιστών και εργαζόμενων που συνδέονται με τις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ ότι υπάρχει μεγαλύτερη διάθεση και θέληση σύγκρουσης με τις κυρίαρχες πολιτικές υποβάθμισης της εργασίας. Παράλληλα, οι θεσμικές αλλαγές των μνημονίων επιτρέπουν την μεταφορά της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε επίπεδο επιχείρησης ακόμη και με την παράκαμψη ή την ανυπαρξία σωματείων μέσω της ένωσης προσώπων δημιουργεί ένα νέο συνδικαλιστικό πόλο. Πρόκειται για την μαζικοποίηση του λεγόμενου κίτρινου ή εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Η κρίση του Σοσιαλδημοκρατικού Συνδικαλισμού

Κατά τη δεκαετία του ’90 ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση από ακαδημαϊκούς και συνδικαλιστικούς κύκλους για το μέλλον του συνδικαλισμού. Αναρίθμητα, σεμινάρια, ερευνητικά προγράμματα, συνέδρια, συναντήσεις και άλλες δράσεις έγιναν σταδιακά μέρος μιας agendas των συνδικάτων και επιμέρους ακαδημαϊκών σχετικά με την πορεία, την εξέλιξη και σε τελευταία ανάλυση το ενδεχόμενο της μη ύπαρξης των συνδικάτων στο μέλλον ή της ριζικής αναπροσαρμογής και μεταμόρφωσης τους. Πετυχημένα παραδείγματα κινητοποίησης εργαζομένων στις ΗΠΑ, όπως the Justice Campaign, έδωσαν το έναυσμα για την εμφάνιση μιας βιβλιογραφίας για τη συνδικαλιστική ανασυγκρότηση και τους τρόπους επίτευξης της.

Στην Ευρώπη, η οποία μέχρι τότε προσέφερε περισσότερες ελπίδες ανανέωσης του σοσιαλδημοκρατικού μεταπολεμικού συμβολαίου (κράτος πρόνοιας και μοντέλο πλήρους και σταθερής εργασίας κυρίως για τους μέσης και ώριμης ηλικίας άνδρες εργαζόμενους) η ανάλυση για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν λιγότερο ένα ζήτημα στρατηγικών χειρισμών (union revitalisation strategies) από την ηγεσία ή ενός συνδυασμού γεγονότων που συμβάλλουν στην προσέλκυση νέων μελών ή την κινητοποίηση των ήδη υπαρχόντων. Αντίθετα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία η απαισιοδοξία πολιτικής αλλαγής στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού έδωσαν χώρο στην μεγαλύτερη επικέντρωση των συνδικάτων στους  τρόπος και τα μέσα οργάνωσης των εργαζόμενων (organising strategies) και κυρίως εκείνων των τμημάτων του εργατικού δυναμικού που είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη η ένταξη τους στην αγορά εργασίας και κατά συνέπεια στο συνδικαλιστικό κίνημα (hard-to-organize workers). Στις ΗΠΑ και γενικότερα στις χώρες του Αγγλοσαξονικού κόσμου δηλαδή η πολιτική απαισιοδοξία (κατά τον Hyman) τροφοδότησε τη συνδικαλιστική εμπειρία με υψηλότερο νομικό ρίσκο και περισσότερη μαχητική δράση σε τοπικό/ επιχειρησιακό επίπεδο. Η συζήτηση αντίθετα στην Ευρώπη αφορούσε θεσμικού χαρακτήρα ζητήματα και παρεμβάσεις σε πιο κεντρικό επίπεδο (εθνικές συλλογικές συμβάσεις, συμφωνίες σε επίπεδο κλάδου παραγωγής, περιφέρεια κτλ.)

Η θέση για την κρίση του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού αποτελεί μια από τις πιο σύγχρονες απόπειρες ερμηνείας της κρίσης των συνδικάτων, η οποία νομίζω ταιριάζει απόλυτα με την περίπτωση της Ελλάδας μετά τη συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης του ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως της Νέας Δημοκρατίας συγκριτικά με τις εκλογές του 2009. Η εκλογική αυτή καταρράκωση έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζεται και στις εκλογές των σωματείων βάσης αν και θα ανέμενε κανείς πολύ μεγαλύτερους εσωτερικούς και τριγμούς της ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ εξαιτίας της εφαρμογής των μνημονίων και της έκτασης των αλλαγών στα εργασιακά και στην κοινωνική ασφάλιση.

Με βάση τους εμπνευστές της θέσης για την κρίση του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού (Upchurch & Mathers & Taylor, 2010) τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα είναι συστημικά και βασίζονται στην ύπαρξη διαπραγματεύσεων εντός του συστήματος και των κανόνων του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα επομένως δεν μπορούν να είναι φορείς ριζικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων γιατί δεν αμφισβητούν τη νομιμότητα ύπαρξης των ταξικών διαφορών. Η δύναμή τους εδράζεται στην θεσμική τους υπόσταση και στις σχέσεις συνεργασίας και διαλόγου που αναπτύσσουν με τα κόμματα εξουσίας που εξυπηρετούν το εκάστοτε μόρφωμα σοσιαλδημοκρατίας.

Για τους Upchurch & Mathers & Taylor το καθήκον των συνδικάτων αυτών είναι να συντηρούν την εργασιακή διαμάχη σε επίπεδα ανεκτά για το σύστημα. Αυτό το μοντέλο συνδικαλισμού μπόρεσε να εφαρμοσθεί με διαφορετικό τρόπο στην μεταπολεμική Ευρώπη. Η σταδιακή όμως απώλεια της ικανότητας των εθνικών κυβερνήσεων εξαιτίας της κρίσης κερδοφορίας του κεφαλαίου, η οποία με τη σειρά της διόγκωσε τον διεθνή ανταγωνισμό και οδήγησε το πιο δυναμικό τμήμα του κεφαλαίου στην αναζήτηση νέων αγορών και κοιτασμάτων εργασιακής εκμετάλλευσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εμφάνιση συμπτωμάτων κρίσης του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού. Οι σοσιαλδημοκρατικές εκφάνσεις του συνδικαλισμού όφειλαν να προσαρμοστούν στη νέα οικονομική πραγματικότητα, γεγονός το οποίο οδήγησε με τη σειρά του στη σταδιακή αποδοχή επιμέρους μορφών ευέλικτης εργασίας, στη διακριτική διευθέτηση της μείωσης των καθαρών μισθών και του μερίδιού της εργασίας και στην ανάπτυξη ενός συναινετικού και αμοιβαίου οφέλους υποτίθεται χαρακτήρα διαπραγματεύσεων (win-win situations) προκειμένου να μην χαθούν θέσεις εργασίας και ιδιωτικές επενδύσεις. Για τον Castells (1996)  η διάβρωση των συνδικάτων ήταν τέτοια, ώστε να θεωρούνται ντεμοντέ (passé) πολιτικά υποκείμενα έντονα εθισμένα στην γραφειοκρατία. Η ανικανότητα έκφρασης ενός νέου προτάγματος από τα συνδικάτα και η έντονη διαχειριστική λογική τους στα πλαίσια της σύγχρονης οικονομίας προκαλεί μια σοβαρή κρίση πολιτικής και εργατικής εκπροσώπησης.

Σε αντίθεση με το εξωτερικό, στην Ελλάδα τα ζητήματα αυτά, όπως και τα ζητήματα της εσωτερικής λειτουργίας των συνδικάτων δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης και του επιστημονικού διαλόγου στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Απουσιάζουν (με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις βεβαίως πχ. μελέτη για την σκανδαλώδη υπόθεση Κούνιεβα) οι εμπειρικές και βιωματικού χαρακτήρα μελέτες σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των συνδικάτων και κυρίως των σωματείων βάσης. Σε σχέση δηλαδή με αυτό που ισχύει διεθνώς, η συζήτηση για το μέλλον του συνδικαλισμού και τα συνδικάτα στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο περιορισμένη και αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τα τριτοβάθμια σωματεία, την υπογραφή και το παζάρι διαπραγμάτευσης για την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας και τα συνδικάτα που εντάσσονται στις δυνάμεις της ΓΣΕΕ/ ΑΔΕΔΥ. Η ανάλυση για τις εργασιακές σχέσεις ήταν τις περισσότερες φορές θεσμικού χαρακτήρα και αφορούσε κυρίως τα αποτελέσματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων ή βασίζονταν στις αναλύσεις από τα δευτερογενή στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την απασχόληση, την μετανάστευση, την  φτώχεια κτλ.

Οι κεντρικές συνδικαλιστικές ηγεσίες στα πλαίσια του υφιστάμενου πλαισίου λειτουργίας του συνδικαλιστικού κινήματος αυτονομήθηκαν από τη δράση και τη λειτουργία των σωματείων βάσης και, ίσως, αγνοούσαν τις αόρατες και αθέατες πλευρές των εργασιακών σχέσεων και το τί πραγματικά συνέβαινε στους χώρους εργασίας σε καθημερινή βάση. Μέσα από ένα απρόσωπο σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης τα εργασιακά ζητήματα διευθετούνταν με κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμφωνίες, οι οποίες μαζί με την ανυπαρξία/ ανικανότητα του ΣΕΠΕ και την απρονοησία του νομοθέτη (πχ. Δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο προστασίας για χιλιάδες εργαζόμενους με μπλοκάκι) αναπαρήγαγαν έντονους και μακροχρόνιους κατακερματισμούς στην ελληνική αγορά εργασίας (πχ. Άντρες υπεραπασχολούμενοι-γυναίκες υποαπασχολούμενες, διαφορετική αποζημίωση εργατών και υπαλλήλων, διαφορετικά ωράρια εργασίας και υπερωριακές αμοιβές στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ειδικές παροχές στις ΔΕΚΟ-περιορισμένες επιδοματικές παροχές στον ιδιωτικό τομέα  κτλ.). 

Στο πλαίσιο αυτό, οι μεμονωμένοι εργαζόμενοι συνήθως δεν έρχονταν σε απευθείας επαφή με τους ανθρώπους που τους εκπροσωπούσαν και καθόριζαν την μοίρα τους πριν την υπογραφή της νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ενδεχομένως να μην γνώριζαν καν το όνομα τους αν δεν εμφανίζονταν ορισμένοι συνδικαλιστές στα κανάλια κυρίως πριν ή μετά από κάποια απεργία. Πρόκειται για προφανή περίπτωση κρίση αντιπροσώπευσης των εργαζομένων από τα συνδικάτα. Όσοι εργαζόμενοι επιδίωκαν μεγαλύτερη εμπλοκή με το σωματείο τους θα έπρεπε πρώτα να διασφαλίσουν την ένταξη τους στις κομματικές συνδικαλιστικές παρατάξεις και κυρίως στις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ (για λόγους συντομίας δεν θα αναφερθώ στο ΠΑΜΕ). Σε περιπτώσεις, όπου η απαιτούμενη πλειοψηφία ενός σωματείου δεν ήταν εξασφαλισμένη ή πολιτικά ελεγχόμενη δεν έλειπαν και οι γραφικότητες στον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών και τα εκατοντάδες ‘σωματεία σφραγίδες’ σε μια τόσο μικρή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αγορά εργασίας.

Με τον τρόπο αυτό, οι ταγοί του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος έσκαψαν τον λάκκο στον οποίο οι προασπιστές των νεοφιλελεύθερων πολιτικών θέλουν να μπει οριστικά και αμετάκλητα το εργατικό κίνημα. Η εγκαθίδρυση ενός παθολογικού μορφώματος συνδικαλιστικής και κομματικής πολυθεσίας και ελέγχου της μελλοντικής ηγεσίας των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η Τρόικα το 2010 και τα μιντιακά παπαγαλάκια της για να στηρίξουν απόψεις περί εργατικής αριστοκρατίας ή ρετιρέ, την ύπαρξη μεγάλου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων, τα αδικαιολόγητα και αστεία επιδόματα προσέλευσης στην εργασία κτλ. Την ίδια στιγμή η εναλλαγή ηγεσίας σε σύντομο χρονικό διάστημα ή με βάση την αξιολόγηση των πεπραγμένων έγιναν έννοιες άγνωστες στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας. Ουσιαστικά, οι κομματικές συνδικαλιστικές νομενκλατούρες μεταμόρφωσαν τα συνδικάτα σε συστηματικούς βραχίονες κομματικών και ενίοτε κυβερνητικών γραμμών και αγνόησαν συστηματικά τις ανάγκες της βάσης των εργαζομένων, ενώ έδωσαν όλο τους σχεδόν το βάρος στις ‘ανταλλαγές δώρων’ στα πλαίσια άτυπων συζητήσεων ή και επίσημων συλλογικών διαπραγματεύσεων με τους εκάστοτε παράγοντες του Υπουργείου Εργασίας και άλλους θεσμικούς φορείς.

Στη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική αυτό ονομάζεται Lobbying/ Partnership strategies, δηλαδή στρατηγικές που ευνοούν τη θέση των εργαζομένων και των μελών μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης μέσα από τον επηρεασμό των αποφάσεων για τη ρύθμιση της εργασίας στα πλαίσια συμμετοχής των συνδικάτων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στις διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου. Στην Ελλάδα όμως η στρατηγική αυτή δεν ευνόησε την συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου της εργασίας, καθώς ούτε τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες μείωσε, ούτε την ταξική πόλωση και την εισαγωγή στοιχείων ευελιξίας στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις (με φωτεινή εξαίρεση την περίπτωση του νόμου Γιαννίτση για το ασφαλιστικό) απέτρεψε, ούτε τέλος αντιμετώπισε το πρόβλημα της έλλειψης συνδικαλιστικής εκπροσώπησης σε επίπεδο επιχείρησης. Παράλληλα, η συνδικαλιστική πυκνότητα ακολουθούσε σταθερή καθοδική πορεία παρά την αύξηση της απασχόλησης και την εισροή χιλιάδων αλλοδαπών μεταναστών που χρειάζονταν συνδικαλιστική κάλυψη και προστασία, ενώ η συμμετοχή των νέων και των γυναικών στα συνδικάτα ήταν εξαιρετικά μειωμένη.
Ελάχιστα πράγματα όμως έγιναν στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και ήδη πριν από το θλιβερό Μάιο του 2010 τα συνδικάτα αναγκάστηκαν να λειτουργήσουν ως πυροσβέστες σε μια πύρινη λαίλαπα με πολλά και ταυτόχρονα μέτωπα. Συνεπώς, ενώ υπήρχαν σοβαρές ανάγκες ανασυγκρότησης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, τις οποίες τόνιζε το ίδιο το επιστημονικό δυναμικό της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ μέσα από την παρακολούθηση των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, η ηγεσία του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος παρέμεινε πιστή στις στρατηγικές του lobbying με τα κόμματα εξουσίας, την υπογραφή συναινετικού χαρακτήρα συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την εξάντληση της μαχητικότητας των συνδικάτων στην κήρυξη γενικών απεργιών. Για παράδειγμα μεταξύ 1980-2003 το 48% των γενικών απεργιών στην Ευρώπη πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, ενώ σε ένα κρεσέντο εθνικής ευθύνης η ΓΣΕΕ υπέγραψε μορατόριουμ εργασιακής ειρήνης με την ‘αμαρτωλή’ επιτροπή του Αθήνα 2004, όταν τουλάχιστον 13 εργάτες έχασαν τη ζωή τους σε θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα στις υπερτιμολογούμενες ολυμπιακές εγκαταστάσεις, ενώ είναι άγνωστο πόσοι άλλοι είχαν εργατικό ατύχημα ή απέκτησαν επαγγελματικές ασθένειες.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η αναποτελεσματικότητα των λεγόμενων Lobbying/ Partnership strategies προετοίμασε το έδαφος για τον ερχομό της Τρόικα και την μετέπειτα εφαρμογή των μνημονίων για δυο λόγους: Πρώτον, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τραυμάτισαν πολλαπλώς την εμπιστοσύνη των εργαζόμενων στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Τα συνδικάτα έγιναν ένας θεσμός διαβούλευσης και κοινωνικού διαλόγου και όχι ένα εργαλείο παραγωγής ταξικής πολιτικής. Τα λεγόμενα street politics είχαν χαθεί από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα και αυτό φάνηκε ακόμη και στις μεγαλειώδεις και μαζικές κινητοποιήσεις του 2010 και 2011. Δεύτερον, το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα περιορίστηκε στις παραδοσιακές του δυνάμεις, κυρίως στις ΔΕΚΟ και στο δημόσιο, σε μεμονωμένους χώρους εργασίας και κλάδους παραγωγής. Επιπλέον, η εσωστρέφεια και το έλλειμμα δημοκρατίας στον τρόπο λειτουργίας των σωματείων τόσο ως προς τον τρόπο εκλογής και ανανέωσης της θητείας της ηγεσίας, όσο και ως προς την οργάνωση των μη συνδικαλισμένων εργαζόμενων και τον περιορισμό του διευθυντικού δικαιώματος σε επίπεδο επιχείρησης, συνέβαλε στην ύπαρξη προβλημάτων μειωμένης ελκυστικότητας των συνδικάτων από τους νέους εργαζόμενους. Η τελευταία φορά που η συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ (και όχι το επιστημονικό της δυναμικό) άσκησε ουσιαστική πολιτική οργάνωσης και εκπροσώπησης των νέων εργαζόμενων ήταν επί εποχής Παυλόπουλου με τους συμβασιούχους.

Η εφαρμογή των μνημονιακών νόμων και η αλλαγή του εργασιακού προτύπου στα πρότυπα της χαμηλόμισθης και εύκολα αναλώσιμης εργασίας και των ατομικών συμβάσεων εργασίας λειτούργησαν ως καταλύτης για την αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι δομές του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα δημογραφικής γήρανσης και ένα σοβαρό έλλειμμα εμπιστοσύνης από τους εργαζόμενους. Τα ευρήματα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας και η ηλικιακή κατανομή των μελών των συνδικάτων της ΓΣΕΕ είναι εξόχως αποκαλυπτικά ως προς αυτό το ζήτημα. Η ζήτηση για συνδικαλιστική κάλυψη και συμμετοχή είναι υψηλότερη στην Ελλάδα συγκριτικά με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Οι Έλληνες όμως με βάση τα στοιχεία άλλων ερευνών εκφράζουν την ίδια στιγμή χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς θεσμούς και τα συνδικάτα. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες εργαζόμενοι συμφωνούν και επιθυμούν την ύπαρξη συνδικαλισμού, αλλά έχουν σοβαρά ζητήματα με τις παρούσες συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις ηγεσίες τους. Η ΓΣΕΕ πάντως εξέλεξε πρόσφατα νέα ηγεσία με ορισμένους εκπροσώπους σωματείων που είχαν εκλεγεί πριν το πρώτο μνημόνιο και μέχρι σήμερα αγνοεί και κυρίως δεν ενδιαφέρεται να μάθει πόσοι νέοι άνθρωποι είναι μέλη της ή γιατί περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι δεν εντάσσονται στα συνδικάτα.

Στο πλαίσιο αυτής της οργανωτικής και στρατηγικής αδράνειας από τα μεγάλα συνδικάτα η ριζοσπαστικοποίηση ή ακόμη και η δημιουργία μιας (και όχι περισσοτέρων) νέας ΓΣΕΕ με κουράγιο και όρεξη να δώσει την μάχη της διάσωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας είναι αναπόφευκτη. Καθίσταται επιπλέον επιτακτική στο βαθμό που το κίνημα της κατάληψης συμβολικών χώρων και η εμφάνιση ενός μαχητικού συνδικαλισμού τροφοδοτούν μεν την κοινωνική εμπειρία της αντίστασης με μεμονωμένες αφηγήσεις νίκης, αλλά δεν δείχνουν έτοιμα να βελτιώσουν τη θέση του κόσμου της εργασίας συνολικά και να αντισταθμίσουν την τάση αύξησης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ανισοτήτων. Η παραχώρηση των θεσμών στις αγορές, επειδή δεν λειτουργούν όπως πρέπει και η ρομαντικοποίηση της ριζοσπαστικής δράσης του μη-γραφειοκρατικού συνδικαλισμού και του κινήματος της πλατείας θα ήταν ένα ακόμη στρατηγικό λάθος για τον κόσμο της εργασίας, ιδιαίτερα τώρα που οι αποφάσεις των δικαστηρίων προκαλούν ενδιαφέρουσες εξελίξεις.



[1] Ο Λευτέρης Κρέτσος διδάσκει Εργασιακές Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Greenwich, [email protected]