«Μη εποικοδομητικές και ασυνεπείς δηλώσεις μπορεί να έχουν πραγματικά και μετρήσιμα αποτελέσματα πάνω σε χώρες, στους όρους χρηματοδότησής τους και κατ' επέκταση στους κατοίκους τους, καθώς επίσης και στη συνοχή της ευρωζώνης» επισήμαναν οι οικονομολόγοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
 
Σύμφωνα με την έρευνα που επικαλείται το οικονομικό πρακτορείο Bloomberg, δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων για τη δημοσιονομική πολιτική και την κατάσταση χωρών της ευρωζώνης είχαν μετρήσιμο αποτέλεσμα στις αποδόσεις των ομολόγων (spreads) της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας σε σχέση με τις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων. Οι αρνητικές συνέπειες ήταν μεγαλύτερες για την Ελλάδα, όπως διαπιστώνει η μελέτη που βασίστηκε σε 25.000 δημοσιεύματα από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Οκτώβριο του 2011, ώστε να διερευνηθεί πως οι πολιτικές δηλώσεις επηρέασαν τις αποδόσεις των ομολόγων στη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη.
 
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδεχόμενο δημιουργίας σύγχυσης από τις δηλώσεις αξιωματούχων είναι «διαρθρωτικά υψηλότερο» στην ευρωζώνη, επειδή γίνεται διάλογος σε 17 χώρες, όπου υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται λόγω της πολυπλοκότητας λήψης αποφάσεων στην ευρωζώνη. 
 
«Η έλλειψη σαφώς καθορισμένων κέντρων πολιτικής εξουσίας (π.χ. δεν υπάρχει «υπουργός Οικονομικών της Ευρωζώνης) οδηγεί στη διασπορά της εστίασης της προσοχής των αγορών και συνεπώς σε μεγαλύτερο «θόρυβο» από τις πολιτικές δηλώσεις», τονίζουν οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ. Εκτιμούν ότι οι δηλώσεις θα μπορούσαν να γίνονται πιο αποτελεσματικά, αν και «σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε ο ανοικτός πολιτικός διάλογος στις ελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης να υποταχθεί στις φαινομενικές ανάγκες των αγορών κρατικών ομολόγων».