Του Κωνσταντίνου Πουλή

Τι αλλάζει με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα; Δεν μιλώ για την οικογένειά του, που δεν θα συνέλθει ποτέ, αλλά για όσους κρίνουμε πολιτικά, από απόσταση. Προφανώς εμείς δεν μπορούμε να αναφωνήσουμε, μαζί με διάφορες φυλλάδες ήδη από τα επεισόδια στο Πέραμα, ότι «τώρα χτυπούν και Έλληνες!» Όπως πρέπει να δείξουμε σεβασμό στον θάνατο του Παύλου Φύσσα, οφείλουμε σεβασμό και στα προηγούμενα θύματα των φασιστών, που δεν ήταν Έλληνες. Ανακαλύπτουμε τώρα ότι η Χρυσή Αυγή είναι φονική συμμορία; Κάποιοι προσποιούνται ότι το ανακαλύπτουν τώρα. Είναι γι’ αυτό λογικό να ρωτήσουμε όλους τους «μου αρέσει ο τσαμπουκάς της», «μια πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή» κ.τ.ό. τι έχουν να πουν. Αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να παραστήσουν τους έκπληκτους. Εμείς όχι.

Αλλάζει μήπως ότι τώρα καλείται η κυβέρνηση να τοποθετηθεί σε σχέση με τη φασιστική βία, γιατί το θύμα δεν εξαφανίζεται αλλά διαθέτει κοινωνικό κύκλο που μιλάει και απαιτεί να ακουστεί; Μα η κυβέρνηση είναι λαλίστατη. Καταδικάζει το ναζιστικό μόρφωμα, υπερασπίζεται βασανιστές και στήνει στρατόπεδα συγκέντρωσης για μετανάστες. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τα λόγια είναι λόγια, ακόμη και η Χρυσή Αυγή καταδίκασε τον φόνο.

Αμφισβητείται η διαβόητη θεωρία των δύο άκρων; Όχι, αυτή ακριβώς ήταν η αναμενόμενη απάντηση του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος: ο φασίστας μαχαίρωσε, αλλά και η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι αγενής, τα γουναράδικα σημαίνουν κάτι που δεν καταλαβαίνω αλλά είναι σίγουρα κακό και πάντως εντός συνταγματικού τόξου βρίσκονται μόνο ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος. Το «συνταγματικό τόξο» περιλαμβάνει ανθρώπους που φλερτάρουν αναίσχυντα με τη Χρυσή Αυγή, που δεν τους τρομάζει και δεν τους σοκάρει τίποτα. Καλά κάνουν, δεν έχουν να φοβηθούν από τους φασίστες, γιατί οι φασίστες χτυπούν μετανάστες και αριστερούς, λοιπόν πράγματι θα τους φέρονται «με το σεις και με το σας», όπως είπε η Ντόρα Μπακογιάννη μετά το χαμούρεμα με τον Παναγιώταρο.

Αυτό που αλλάζει είναι ότι το συγκεκριμένο θύμα έχει φωνή που φτάνει στα αυτιά μας. Δεν θα πρέπει να ντρεπόμαστε που μας επηρεάζει διαφορετικά το γεγονός ότι ήταν Έλληνας. Θυμόμαστε ότι ο φόνος του Γρηγορόπουλου πυρπόλησε την Αθήνα, ενώ αυτό δεν συνέβη στις πολλαπλές περιπτώσεις αστυνομικής βαρβαρότητας ή φονικότητας απέναντι σε μετανάστες. Η αλήθεια είναι ότι ο παράγοντας της «ηθικής απόστασης», της τάσης μας να νοιαζόμαστε περισσότερο για όσα γίνονται σε κοντινούς μας, είναι ένας παράγοντας που μας επιτρέπει να ζούμε, γιατί αλλιώς τα εγκλήματα είναι τόσα ώστε δεν θα ανασαίναμε ποτέ, αν είχαμε ηθικά αντανακλαστικά ίδιας έντασης για όλους τους θανάτους. (Λεπτομέρειες στην Ηθική απόσταση, του J. Glover) Γι’ αυτό μάς σοκάρει ο θάνατος ενός κοριτσιού από πνιγμό, αν μένει στον δρόμο μας, αλλά πέφτουμε ήσυχοι για ύπνο το βράδυ αν συμβεί μια πλημμύρα στο Μπαγκλαντές. Το γεγονός αυτό είναι ηθικά αποκρουστικό και συνάμα βιωματικά αναπότρεπτο. Έτσι γίνεται να ζούμε χωρίς να αναλαμβάνουμε όλο το φορτίο του επί γης κακού, μονίμως. Η περίπτωση του Παύλου Φύσσα λοιπόν το πρώτο που κάνει είναι ότι φέρνει τη σκέψη μας αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να χαθεί κάποιος που είναι κοντινός μας. Με τη διαφορά ότι τα γεγονότα μπορεί «να είναι πιο κοντά από όσο φαίνονται», όπως προειδοποιεί ο καθρέφτης του αυτοκινήτου. Με άλλα λόγια, η απόσταση μειώνεται συνεχώς.

Ο Μάρτιν Νίμελερ (Martin Niemöller) ήταν ένας γερμανός πάστορας που επισκέφτηκε το Νταχάου μετά τον πόλεμο, βγάζοντας έναν λόγο που θα έμενε στην ιστορία ως μια από τις πιο δραματικές περιγραφές των συνεπειών της απάθειας απέναντι στον φασισμό.  Πρόκειται για ένα κείμενο που αποδίδεται εσφαλμένα ως ποίημα στον Μπρεχτ, το «Όταν ήρθαν για τους Κομμουνιστές…» που όλοι γνωρίζουμε. Ο ίδιος αναδιατύπωσε πολλές φορές σε επόμενες διαλέξεις του, συμπεριλαμβάνοντας διαφορετικές διωκόμενες ομάδες, αλλά το ενδιαφέρον είναι αλλού: ο  Νίμελερ ήταν αρχικά υποστηρικτής των ναζί. Είχε εκφωνήσει αντισημιτικούς λόγους από τον άμβωνα, εξ ου και η δραματικότητα της ομολογίας του όταν αργότερα βρέθηκε κρατούμενος στο Νταχάου. Αν το νόημα είναι πως πρέπει να φτάσει κανείς στο Νταχάου για να καταλάβει, είναι προφανές πως αυτή η γνώση είναι πια περιττή. Η δουλειά της γνώσης είναι να μας προστατεύει από τα παθήματα. Γνώση που έρχεται κατόπιν εορτής είναι άχρηστη, γι’ αυτό και οι αρχαίοι κορόιδευαν το «πάθει μάθος» λέγοντας ότι το ζητούμενο είναι να μάθει κανείς πριν να πάθει, γιατί μετά το πάθημα μαθαίνει και ο ηλίθιος. Αυτό το χιλιοφθαρμένο ρητό που λέει ότι «όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε μείνει κανείς για να μιλήσει» σημαίνει πολύ απλά ότι το φαινόμενο της ηθικής απόστασης είναι προσωρινό. Η φασιστική βία πλησιάζει, και ό,τι πλησιάζει στο μάτι μας μεγαλώνει.

Τι μπορεί να γίνει; Η συζήτηση για την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής είναι κατά την άποψή μου πολύπλοκη. Όμως υπάρχει μια πιο απλή λύση. Να ποινικοποιηθεί το μαχαίρωμα. Εδώ δεν πρόκειται για την ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος, όπου τίθενται λεπτά ζητήματα όπως είναι η στάθμιση της ελευθερίας της έκφρασης και ο κίνδυνος της φίμωσης και της άλλης πλευράς. Οι φασίστες δρουν ανεξέλεγκτα. Τα εγκλήματά τους γίνονται καθημερινά με την ανοχή της αστυνομίας. Αυτό δεν θα ήταν καθόλου πολύπλοκο να λυθεί. Η συνταρακτική φράση «όχι και μαχαίρι!» σημαίνει «σε καλύπτω να χτυπάς, αλλά αν σκοτώσεις θα με εκθέσεις». Ξέρουμε εδώ και καιρό ότι η αστυνομία ταυτίζεται ιδεολογικά με τη Χρυσή Αυγή σε ποσοστά ανατριχιαστικά. Ένα καλό ξεκίνημα λοιπόν, πριν να μπαρκάρουμε για πιο δύσκολα και απαιτητικά ζητούμενα, θα ήταν να εμποδίζονται τα κοινά εγκλήματα. Τα παραδείγματα, παλιά και πρόσφατα, τα ξέρουμε: υπάρχει πλήρης ανοχή σε ό,τι κάνουν. Όχι μόνο στο Πέραμα και στον Μελιγαλά, πάντοτε και παντού. Αυτή θα ήταν μια καλή αρχή. Το πρώτο βήμα είναι η (γελοία και φασίζουσα) δημοκρατία μας να θυμηθεί να αναστηλώσει κάποιες άμυνες. Πάει να πει, όταν κάποιος μαχαιρώνει μετανάστες, να συλλαμβάνεται. Το ίδιο όταν μαχαιρώνει Έλληνες. Η προκλητική ατιμωρησία τους, η κραυγαλέα συγκάλυψη των εγκλημάτων που διαπράττουν φασίστες με ή χωρίς στολή, έχει μόνο μία συνέπεια. Η άλλη πλευρά θα αμυνθεί. Με λίγα λόγια, απέναντι στο μαχαίρι του φασίστα αργά ή γρήγορα θα μπορεί να σταθεί μόνο ένα άλλο όπλο. Αυτό αν δεν το βγάλει η αστυνομία, γιατί είναι σύμμαχος και ομοϊδεάτρια, θα το βγάλουν οι αντιφασίστες. Αυτή τη στιγμή η Νέα Δημοκρατία φλερτάρει τόσο χυδαία με τη Χρυσή Αυγή, που είναι τελείως αδύνατο να τη φανταστεί κανείς στα σοβαρά να αναχαιτίζει τη φασιστική βία. Ο Μάκης Βορίδης, πρώην γενικός γραμματέας της ΕΠΕΝ, θέση στην οποία διαδέχθηκε τον Νίκο Μιχαλολιάκο, δεν είναι το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να μας μιλήσει για την ακροδεξιά βία. Θα έπρεπε να έχει σωπάσει στο σπίτι του από τύψεις, αν η κοινωνία μας δεν ήταν τόσο φιλοχουντική.

Ακούω τις ψύχραιμες φωνές να λένε ότι η Αριστερά δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα της βίαιης αντιπαράθεσης. Αυτή πρέπει να είναι η ευχή και επιδίωξη όλων μας. Για να γίνει αυτό όμως θα χρειαστεί κάπως αλλιώς να αναχαιτιστεί η φασιστική βία. Όσο αυτό το αλλιώς δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα, θα είναι δυστυχώς όλο και πιο δύσκολο να πείσεις τα θύματα ότι πρέπει να περιμένουν υπεράσπιση από το κράτος του Δένδια και του Χρύσανθου Λαζαρίδη.

Υ.Γ. Υστερόγραφο για τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής: Αντιμετωπίστηκαν αρχικά με κατανόηση, γιατί είναι ταλαιπωρημένοι, φτωχοί και ανυποψίαστοι. Αρκετά με την κατανόηση: όποιος θέλει μαχαιρώματα, να αναλάβει τις ευθύνες του. Η ηλιθιότητα δεν είναι δικαιολογία για πάντα.