του Νίκου Βεντούρα

1. Κάθε ιστορική εποχή διχάζεται από μια κύρια και πολλές δευτερεύουσες αντιθέσεις.

Στην περιπτωσή μας, η κύρια αντίθεση είναι αυτή που αφορά στην νεο-αποικιακού τύπου εξάρτηση μας και που εκφράζεται στο δίπολο «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο».

Η προτεραιότητα της συγκεκριμένης αντίθεσης αποδεικνύεται από το ότι αναδύθηκε αυθόρμητα (αντί να προκύψει ως ιδεολογικό πρόταγμα ή να επιβληθεί εκ των άνωθεν) και ως διαχωριστική γραμμή καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό. 

Αυτή την αντίθεση, η εξουσία, αλλά και όλοι οι «πωλητές παρελθόντος», έχουν κάθε συμφέρον να την αποκρύψουν θολώνοντας τα νερά ― και σε αυτό ακριβώς το σημείο πρόσεφερε τη μεγαλύτερη υπηρεσία της η Χρυσή Αυγή στο σύστημα. Πράγματι, είναι σε αυτά τα θολά νερά που ψαρεύει σήμερα αφελείς το «συνταγματικό τόξο».

2. Η Χρυσή Αυγή, από την ιδρυσή της, υπήρξε ένα freak show της ελληνικής ακροδεξιάς. Καθώς δεν αντιπροσώπευε καμία μαζική κοινωνική πραγματικότητα, διατήρησε καθ' όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης την ίδια ασήμαντη απήχηση με τα άλλα αντίστοιχα της μορφώματα (ΕΠΕΝ, Ελληνικό Μέτωπο, κ.α.).

Η από το πουθενά άνοδός της στις εκλογές του 2012 δεν οφείλεται ούτε σε κάποια φασιστική στροφή, ούτε στο λεγόμενο μεταναστευτικό, αλλά στην μετα-Μνημονιακή απαξίωση του όλου πολιτικού σκηνικού.

Με τον ίδιο τρόπο που οι ΠΑΣΟΚοι, ΚΚΕδες και Νεοδημοκράτες που κατέφυγαν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν το έκαναν επειδή διάβασαν αίφνης Naomi Klein ή έγιναν στα γεράματα ευρωκομμουνιστές, έτσι και το μέγα μέρος όσων ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή δεν το έκαναν από μια ξαφνική αγάπη προς το ναζισμό (πράγμα που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ο καθένας, αν αντί να κρίνει με βάση την ετοιματζίδικη ιδεολογία του ρωτούσε απευθείας τον κόσμο).

Ως προς το δεύτερο, αρκεί να παρατηρήσει κανείς ότι από το 1990 έως το 2012, ενώ το πλήθος των μεταναστών αυξάνονταν ραγδαία και το ζήτημα δέσποζε στις δημοσκοπήσεις, η Χρυσή Αυγή παρέμενε στα ίδια ασήμαντα εκλογικά ποσοστά, για να πετύχει τελικά την εισοδό της στη Βουλή μόνο ως αντιμνημονιακό αντεγαμηθητικό κόμμα.

3. Παρόλη την νεότητα του φαινομένου, η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, έγινε κατά κύριο λόγο με όρους του παρελθόντος ― είτε αυτούς της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», είτε τους γνώριμους εμφυλιοπολεμικούς (στο οποίο άλλωστε συνεισέφεραν και τα ιδεολογικά κολλήματα του οργανωτικού πυρήνα της).

Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας κριτικής στο ζήτημα έχει κατεβάσει τα ρολά στον έξω κόσμο και τον αντιμετωπίζει με άκαιρες ιστορικές αναλογίες που αδυνατούν να δούν τις πτυχώσεις του παρόντος.

Αυτή η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα δεν είναι πάντα αθώα. Αντίθετα, εξυπηρετεί όλους τους πολιτικούς φορείς, με τον δικό του τρόπο τον καθένα.

Τη μεν κυβέρνηση επειδή τη συμφέρει η καλλιέργεια του κλίματος «Σαμαράς ή τανκς» (λες και η ίδια η κυβέρνηση δεν συνιστά αντισυνταγματικό τανκ με συνεχή εφαρμογή ακροδεξιών πρακτικών, από την «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» άσκηση πολιτικής έως τη γενικευμένη αστυνομική καταστολή και τα «στρατόπεδα συκεντρώσεως» μεταναστών).

Την δε αξιωματική αντιπολίτευση επειδή το στήσιμο ενός δεύτερου πεδίου θεαματικής διαπάλης λειτουργεί ως αντιπερισπασμός για την χλιαρή, αμήχανη και διεκπεραιωτική της στάση στο ζήτημα του Μνημονίου. [1]

Όσο για το ΚΚΕ, αυτό απλά κάνει εκείνο στο οποίο ειδικεύεται καθ' όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης: ερμηνεύει την πραγματικότητα με φακούς που έχουν να καθαριστούν πριν από το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ.

4. Αντιμέτωπα με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, τα κόμματα της αριστεράς προσπαθούν να λύσουν ένα ιστορικό φαινόμενο με εξωιστορικό τρόπο (με ειδικές νομοθεσίες και δικαστήρια). 

Παραχωρούν έτσι στη μνημονιακή κυβέρνηση εξουσίες πρωτοφανούς αυθαιρεσίας, με την ψευδαίσθηση πως αυτές θα πλήξουν μόνο τους φασίστες.

Πέραν του μεγάλου δώρου που αποτελεί για την κυβέρνηση η εξάλειψη μιας ενοχλητικής μαύρης τρύπας ψηφοφόρων στα δεξιά της, της προσφέρουν έτσι ό,τι ακριβώς επιθυμεί περισσότερο: τη νομιμοποίηση μιας σειράς υπερεξουσιών και την κατάργηση κεκτημένων δημοκρατικών δικαιωμάτων. 

Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία ούτε τώρα ξεκίνησε, ούτε βέβαια έχει ως τελικό της στόχο την Χρυσή Αυγή. [2]

Είναι πράγματι απίθανο φαινόμενο συλλογικής αμνησίας, το ότι σε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της σύγχρονης «δημοκρατίας» μας, στην οποία εμπλέκεται μια οργάνωση με παρακρατικό παρελθόν, ελάχιστοι σκέφτηκαν την πιθανότητα «προβοκάτσιας». Λες και ξέχαστηκαν οι δεκάδες στημένες υποθέσεις της μεταπολίτευσης, από τους εμπρησμούς σε Μινιόν και Κατράντζο έως την υπόθεση Ντάνου Κρυστάλλη.

Ασφαλώς, με την τσαμπουκαλίδικη συμπεριφορά μελών της Χρυσής Αυγής, ένα τέτοιο περιστατικό θα συνέβαινε αναπόφευκτα κάποια στιγμή. Δεν είναι άλλωστε λογικό ένας «βαλτός» να προβεί σε δολοφονία ανάμεσα σε πλήθος μαρτύρων, εξασφαλίζοντας βαριά ποινή κάθειρξης. Αυτό όμως δεν αποκλείει την πιθανότητα το κλίμα να οξύνθηκε σκόπιμα σε αυτή και σε άλλες περιπτώσεις (θυμίζουμε τις πρόσφατες συμπλοκές στο Πέραμα), ώστε να προκληθεί ένα οποιοδήποτε αξιοποιήσιμο επεισόδιο, και ο φόνος να προέκυψε αναπάντεχα ως «κερασάκι στην τούρτα».

5. Όλες οι καθησυχαστικές απαντήσεις και διαβεβαιώσεις ότι το σχετικό πολιτικό και νομικό προηγούμενο που προκύπτει από τη δίωξη της Χρυσής Αυγής δεν θα αξιοποιηθεί και για άλλους στόχους, δεν αξίζουν απολύτως τίποτα.

Καταρχήν, επειδή η κυβέρνηση θα κρατάει και το μαχαίρι και το πεπόνι ― και έχει πολλαπλώς αποδείξει ότι δεν έχει κανένα σχετικό ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο μέσο (από τα βασανιστήρια συλληφθέντων και τις «μηνύσεις στο Guardian» έως τις επιστρατεύσεις απεργών και τις εισβολές στα σπίτια στις Σκουριές).

Δεύτερον, επειδή το δηλώνει απερίφραστα. Από τον Λαζαρίδη έως το Βενιζέλο, και από το Βορίδη έως το Φαήλο Κρανιδιώτη, όλοι συνδύασαν την κριτική στην ΧΑ με χαρακτηρισμούς ως ακραίων ακόμη και των ιδιαίτερα ήπιων ενεργειών διαμαρτυρίας στις οποίες συνήθως επιδίδονται ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΜΕ.

Τρίτον και κυριότερον, όσοι δέχονται τις διαβεβαιώσεις παίρνουν ως δεδομένο το σημερινό, άτονο, αντιπολιτευτικό κλίμα, χωρίς να αναρωτηθούν τι θα συμβεί έτσι και «χοντρύνει το πράγμα» ― αν δηλαδή αναδειχθεί ένα λαϊκό κίνημα αντίστασης α λα Αργεντινή, αν ο κόσμος επιστρέψει στο Σύνταγμα, αν υπάρξουν νεκροί σε διαδηλώσεις κλπ. 

Κοντόφθαλμα θεωρούν ότι το σημερινό «πάγωμα» της κοινωνίας θα διαρκέσει επ' αόριστον, χωρίς να σκεφτούν το πού μπορεί να οδηγηθεί ένας λαός ο οποίος ζει υπό ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες, με 60% ανεργία στους νέους, πλήρη αποτυχία των νεοφιλελεύθερων συνταγών και μια ισχνή πιθανότητα ανάκαμψης να τοποθετείται στο «2020 και βλέπουμε».

6. Η λεγόμενη «θεωρία των δυο άκρων» δεν είναι εφεύρεση του Σαμαρά ― προς τον οποίο βλακωδώς απευθύνει τις σχετικές ενστάσεις της η Αριστερά. 

Αποτελεί βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρώπη υπάρχει ως ένωση που την ορίζει ο αντιφασισμός και ο αντικομμουνισμός.

Πάνω σ' αυτό το δίπολο στήθηκε αρχικά ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα με τη Συνθήκη της Ρώμης, το 1957. Από τη μια ως ψυχροπολεμικός αντίποδας του κομμουνισμού και του τότε «ανατολικού μπλόκ» και από την άλλη ως ένα (γαλλικού σχεδιασμού) ανάχωμα ενάντια στον κίνδυνο επανενδυνάμωσης της Γερμανίας.[3]

Έξι κράτη, όλα του πρώην υπαρκτού, έχουν ήδη ζητήσει να γίνει νόμος της ΕΕ η ποινική δίωξη όσων αρνούνται τα εγκλήματα του κομμουνισμού ― να αντιμετωπίζονται, δηλαδή, όπως οι αρνητές του Ολοκαυτώματος. 

Αν η Ε.Ε. τους το αρνήθηκε προσωρινά είναι επειδή δεν βλέπει κάποιο όφελος από αυτό, δεδομένου ότι τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη είναι ασήμαντα σε μέγεθος και χωρίς καμμία επιρροή ― όπως ήταν άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2012. 

Αυτή η αντιμετώπιση θα αλλάξει εν μια νυκτί, αν, μεσσούσης της κρίσης, ανάκαμψει στην Ευρώπη μια δυναμική αριστερή πρόταση.

7. Ενώ η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτελεί μια ανεξίτηλη κηλίδα η οποία θα απομάκρυνε τον κόσμο από την Χρυσή Αυγή, οι ανεγκέφαλοι όλων των κομμάτων έπιασαν να δουλεύουνε, από την επόμενη κι όλας μέρα, για τη συγχώρεση και τον θριαμβό της.

Ο κόσμος που επί 40 χρόνια δεν είδε κανέναν πολιτικό να συλλαμβάνεται και να λογοδοτεί για οικονομικά, πολιτικά και εθνικά σκάνδαλα μεγατόνων (εκτός από ορισμένα καμμένα χαρτιά, τύπου Άκη), βλέπει ξαφνικά τη σύλληψη «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, και μάλιστα με κουκούλες, χειροπέδες και στήσιμο αντιτρομοκρατικού τσίρκου.

Αντίστοιχα, τα κόμματα που ζητάνε να καταργηθεί η χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής και θα ψηφίσουν να επιστρέψει χρήματα που πήρε, είναι τα ίδια κόμματα που χρωστάνε εκατομμύρια, που λαμβάνουν με απάτη (δηλαδή με βάση ποσοστά περασμένων εκλογών) εκατομμύρια, και που χρηματοδοτήθηκαν με βαλιτσάκια εκατομμυρίων από τη Siemens. Τα βρώμικα κόμματα της διαπλοκής που φέρανε την πληγή των μνημονίων πάνω μας.

Στο μεγάλο πλήθους του κόσμου, τους νεόπτωχους, άνεργους, απολυμένους και «αγανακτισμένους» (απείρως περισσότερο από ό,τι το 2010), αυτή η υποκρισία αφήνει το εντελώς αντίθετο συναίσθημα από αυτό της «νίκης της Δημοκρατίας», την οποία έσπευσε να πανηγυρίσει ο Μαλέλης του ΣΚΑΙ και της Πετρούλας.

8. Η Χρυσή Αυγή είναι η χουλιγκανικού τύπου έκφραση μιας υπαρκτής απελπισίας.

Η απελπισία δεν εξαφανίζεται με πολιτικές αποφάσεις ή νομικά διατάγματα (όπως ο αείμνηστος υπουργός Εργασίας της ΝΔ, ο Λάσκαρης, είχε δηλώσει ότι θα «καταργήσει την ταξική πάλη»).

Ο μόνος τρόπος είναι να την εκφράσεις αυθεντικά και αληθινά δίνοντας ελπίδα ― ανάβοντας ένα φως στο σκοτάδι.

Η Χρυσή Αυγή, όχι ως κόμμα αλλά ως κοινωνική καταφυγή, θα πεθάνει όταν πυροβολήσουμε τα μνημόνια και τα κόμματά τους στο δόξα πατρί και μετά τα θάψουμε.

Όσοι επιμένουν στο λόγο του παρελθόντος δεν θα κάνουν τίποτα άλλο από να συντηρούν τα ζόμπι της μεταπολίτευσης, ανάμεσα στα οποία η Χρυσή Αυγή νιώθει σαν στο σπίτι της. 

 – – –

[1] Η τελευταία πηγάζει από την αδυναμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει μια ρεαλιστική λύση εξόδου από την κρίση, δεδομένου ότι επιμένει στον αδύνατο στόχο να θέλει και την πίτα ολόκληρη -επιστροφή σε επίπεδα δικαιωμάτων και παροχών προ μνημονίου- και τον σκύλο χορτάτο – απουσία ρήξης με την Ε.Ε. και πάση θυσία παραμονή στο ευρώ.

[2] Πόσοι π.χ. θυμούνται ότι λίγο μετά το πρώτο μνημόνιο, η κυβέρνηση Παπανδρέου μετέτρεψε τη μη συμμόρφωση σε διαταγή επίταξης σε κακούργημα το οποίο επισύρει βαρύτατες ποινές; (διάταξη με την οποία αντιμετωπίστηκε τότε η απεργία των φορτηγατζήδων, για να αξιοποιηθεί στη συνέχεια για τους υπαλλήλους του μετρό και τους απεργούς καθηγητές).

Πόσοι επίσης θυμούνται ότι η ίδια κυβέρνηση, επίσης λίγο μετά το μνημόνιο, φρόντισε να επεκτείνει την εμβέλεια του επονομαζόμενου τρομονόμου σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί ακόμη και εναντίον απλών διαδηλωτών;

[3] Ειρωνικά, σήμερα είναι η Γερμανία που έχει το γενικό πρόσταγμα στην Ε.Ε., αποδεικνύοντας για δεύτερη φορά, μετά τη γραμμή Μαζινό, πως οι Γάλλοι δεν έχουν ιδέα από αναχώματα.