Κατανοώ ότι ίσως σε αυτό το σημείο κάποιοι θα χασκογέλασαν ειρωνικά διότι δυστυχώς έχουμε πλέον, εδώ και δεκαετίες, μεταλλαχθεί κατά τρόπο τέτοιον ώστε τους μεν γηραιούς και άρα σοφούς ανθρώπους να ονομάζουμε ναυάγια του βίου, μη  έχοντας αυτούς σε καμία υπόληψη, τους δε σε ηλικία «παραγωγική» αρνητές του χρηματοοικονομικού συστήματος, αυτούς που βγήκαν, ή μπήκαν, από μόνοι τους στο περιθώριο της χρηματοοικονομικής κοινωνίας και, κυρίως, εργασίας, να τους ονομάζουμε τρελούς, λοξούς ή ιδιόρρυθμους, κάποιοι ακόμα και τυχερούς, λησμονώντας ή μη λαβαίνοντας διόλου υπόψιν ότι η τύχη δεν έπαιξε ρόλο καθόλου σε αυτή την επιλογή συστημικής άρνησης, επιλογή η οποία βεβαίως έχει, όπως κάθε τι, το τίμημά της.
 
Ξεκινάει λοιπόν έτσι, κι από ’δω, μια ιδιόρρυθμη, λοξή συνεργασία με το ΤΡΡ, συνεργασία δίχως χρηματική αμοιβή, όχι επειδή κάποιος από τα δύο συνεργαζόμενα μέρη είναι υπεράνω ή κατά του χρήματος αλλά, κι εδώ μιλώ για τον εαυτόν μου για τον οποίον και μόνον δικαιούμαι να ομιλώ, επειδή προφανώς για όλους αυτούς τους λοξούς ανθρώπους οι συμβολισμοί έχουν μεγαλύτερη αξία από κάποια ευτελή χαρτονομίσματα, τα οποία, παρόλα αυτά, με την έννοια του χρήματος αποτελούν μια από τις ευφυέστερες συλλήψεις του ανθρώπινου νου, μιας και είναι το πλέον εύχρηστο μέσον ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών για την εύρυθμη λειτουργία των κοινωνιών και την ικανοποίηση των αναγκών ζωής των ανθρώπων-μελών τους.
 
Παρόλον όμως το τόσον ευφυές της σύλληψης, η χρήση αυτής, που επακολούθησε, και η θεώρηση που αναπτύχθηκε επ’ αυτού του μέσου οικονομίας στην πορεία ζωής της ανθρωπότητας, μονάχα ευφυής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και μονάχα αρμόζουσα σε φυσικό ον που αυτοαποκαλείται, προφανώς βαυκαλιζόμενο, ως το ευφυέστερο και λογικότερο από τα πλάσματα της φύσης. Εξ ων, της χρήσης και της κοσμοθεώρησης λοιπόν, φτάσαμε πάλι, πολύ σύντομα, σε άλλη μια κρίση του συστήματος. Στην κρίση ενός χρηματοοικονομικού μοντέλου, το οποίο φουσκώσαμε τόσο πολύ δίνοντάς του ενέχυρο ολόκληρες τις ζωές μας ολοένα και περισσότεροι πρώην άνθρωποι, νυν καταναλωτές στον πλανήτη, ώστε να τείνει αυτό να υποκαταστήσει τη φύση αλλά και να σκάσει παίρνοντας μαζί του και τη ζωή στη γη.
 
Γι’ αυτά τα ζητήματα των αξιών αλλά και της ευτέλειας, των φυσικών πόρων αλλά και του υποκατάστατου αυτών ως μοναδικού πλέον στη συνείδηση του καταναλωτή φυσικού πόρου, της «ζωής» αλλά και της Ζωής, του οικοσυστήματος αλλά και του χρηματοοικονομικού συστήματος, του έμβιου όντος ανθρώπου αλλά και του μεταλλαγμένου «ιδιώτη καταναλωτή», της βίαιης και ανίερης «ανάπτυξης» του γιγαντισμού αλλά και της αργής φυσικής ανάπτυξης, της αποανάπτυξης ως μοναδικής πλέον πρότασης ζωής και ανάπτυξης, ακόμα και «ανάπτυξης» με τους στρεβλούς όρους του παρελθόντος, το οποίο είναι ακόμα παρόν και εκπνέει, θα λέμε από αυτή τη στήλη της λοξής πορείας, κι είπα να σας τα γράψω εξαρχής εδώ τα συστατικά της, για να ’μαστε ξηγημένοι, διότι πρέπει να ξέρετε «τι τρώτε», έτσι λένε οι νομοθεσίες των συσκευασιών, κι έτσι κατάλαβα πρόσφατα, όταν είδα, μέσα σε αεροπλάνο καθώς ερχόμουν στην Αθήνα, όλους τους επιβάτες να λαμβάνουν το συσκευασμένο κρουασάν ή σάντουιτς, να ανοίγουν με τις ίδιες κινήσεις και τους ίδιους ήχους το σακουλάκι του, να τρώνε το περιεχόμενο και ταυτόχρονα, όλοι μαζί, να διαβάζουν, μασουλώντας, τι τρώνε, τα συστατικά δηλαδή αυτού του προϊόντος διατροφής, που κάποιος άγνωστος έφτιαξε μαζικά, με υλικά άγνωστης προέλευσης ακόμα και άγνωστα ως υλικά, παρόλα αυτά να μασουλούν οι άνθρωποι ανέμελοι και να τα βάζουν εντός τους, δίχως καμία ενοχή και φόβο, επειδή το σύστημα, που και οι ίδιοι λένε σάπιο και ανήθικο, τους εγγυάται πως όλα είναι ελεγμένα, τρομάρα μας, τρέχα γύρευε, κι έμεινα ενεός από την ολοκληρωτική παραίτηση αυτού του ευφυούς και γεμάτου ζωή πλάσματος…