Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, εκ των ιδρυτικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, διετέλεσε βουλευτής από το 1974 έως το 2007, συμμετείχε σχεδόν σε όλα τα υπουργικά συμβούλια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ από την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 μέχρι και το τέλος της πρωθυπουργίας του Σημίτη το 2004, ενώ για λίγες μόλις ψήφους δεν διαδιέχθηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην ηγεσία του κόμματος το 1996.
 
Ο Α. Τσοχατζόπουλος διετέλεσε Υπουργός Εθνικής Άμυνας στην πρώτη κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, από τον Σεπτέμβριο του 1996 μέχρι και τον Απρίλιο του 2000, ενώ σε αυτό το αξίωμα παρέμεινε για περίπου ενάμισι χρόνο και στην δεύτερη τετραετία του K. Σημίτη. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σε αυτό το υπουργείο, ο Τσοχατζόπουλος εμφανίζεται να δέχεται μίζες πολλών εκατομμυρίων ευρώ για την υπογραφή συμφωνιών, που αφορούσαν την αγορά οπλικών συστημάτων και υποβρυχίων, χρήματα τα οποία στην συνέχεια διακίνουσε μέσω offshore εταιρειών, σε μια πρόσπαθεια να αποκρύψει την παράνομη προέλευσή τους.
 
Συγκεκριμένα, κατά το εισαγγελικό πόρισμα, ο πρώην υπουργός από τον Μάιο του 1998 ως τις 7/6/2001 απέκρυψε περιουσία συνολικού ύψους 16.202.000 ελβετικών φράγκων και 1.748.000 δολαρίων ΗΠΑ, χρήματα τα οποία αποτελούν προϊόν παθητικής δωροδοκίας του ίδιου σχετικά με τις συμβάσεις προμήθειας των οπλικών συστημάτων TOR M1. Στις 2/12/2002 ο Τσοχατζόπουλος απέκρυψε εκ νέου περιουσία συνολικού ύψους 2.960.225 ελβετικών φράγκων σχετικά με τις συμβάσεις ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ και ΠΟΣΕΙΔΩΝ 2, τα οποία και αποτελούν την παράνομη αμοιβή, που κατέβαλε μέσω τρίτης εταιρείας, η γερμανική Ferrostaal για τα υποβρύχια που πούλησε στο ελληνικό κράτος.
 
Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, ωστόσο, περιλάμβανει νέα στοιχεία που δείχνουν πως τα χρηματικά ποσά, που δέχτηκε ως αντάλλαγμα για την υπογραφή των παραπάνω συμβάσεων, ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Συγκεκριμένα, για τα οπλικά συστήματα TOR-M1 φέρεται πως δέχτηκε από την ρωσική ΑΝΤΕΥ τουλάχιστον 32.404.000 ελβ. φράγκα, 1.748.000$, 98.500.000 δρχ. και 75.285.041 δρχ(1997). Από την γερμανική Ferrostaal τα ποσά ανέρχονται σε τουλάχιστον 2.960.225 ελβ. φράγκα και 7.300.547$, ενώ και από τις δύο εταιρείες δέχτηκε επιπλέον ωφελήματα που ανέρχονται σε τουλάχιστον 11.582.000$ και 11.411.00$.
 
Ο Τσοχατζόπουλος, όμως, δεν δικάζεται για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, γιατί πολύ απλά οποιοδήποτε αδίκημα επί υπουργίας του έχει πλέον παραγραφεί. Η υπόθεση των υποβρυχίων έχει κλείσει και κανείς από τους εμπλεκόμενους στην Ελλάδα δεν αντιμετώπιζει σήμερα κατηγορίες για απιστία εις βάρος του δημοσίου ή παθητική δωροδοκία, αν και σε Γερμανία και Ρώσια έχουν υπάρξει στο πρόσφατο παρελθόν καταδικαστικές αποφάσεις για τα υψηλόβαθμα στελέχη των εταιρειών που προχώρησαν στην εξαγορά Ελλήνων αξιωματούχων.
 
Ο πρώην υπουργός δικάζεται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από το έγκλημα της κατ’εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας, με επαρκείς ενδείξεις ότι υπήρξε ο πραγματικός ιδιοκτήτης τουλάχιστον τριών offshore εταιρειών, που εμπλέκονται κυρίως σε εικονικές και μη αγοραπωλησίες ακινήτων, με σκοπό να σβήσουν τα ίχνη του παράνομου χρήματος. Εκπρόσωποι και διαχειριστές των οffshore, καθώς  και λοιπά εμπλεκόμενα μέρη στην υπόθεση είναι συγγενείς και συνεργάτες του Τσοχατζόπουλου, συγκατηγορούμενοι του σήμερα.
 
Σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα: «Δραστηριοποιήθηκαν με μεθοδικό τρόπο επί σειρά ετών και πέτυχαν να πραγματοποιηθούν πλήθος συναλλαγών για τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων του πρώην υπουργού και να διακινηθούν, σε μια δαιδαλώδη διαδρομή, τεράστια χρηματικά ποσά μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου εταιριών, τραπεζικών λογαριασμών, παρένθετων προσώπων και εξωχώριων εταιρειών, με σκοπό να συγκαλύψουν την αληθινή προέλευση της περιουσίας εν γνώσει τους ότι τα έσοδα αυτά προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα, μεγάλο μέρος των οποίων τοποθετήθηκαν στην αγορά περιουσιακών στοιχείων, αλλά προδήλως αποβλέποντας και σε δικό τους οικονομικό όφελος».