Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου (ή Μαΐου) 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής. Η οικογένειά του ήταν μία από εκείνες της αργεντινής ολιγαρχίας, με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές, ωστόσο, οι γονείς του υπήρξαν προοδευτικοί, ενώ διατηρούσαν και επαφές με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, προκαλώντας τις αντιδράσεις των μελών της τάξης τους.

Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα, ασθένεια που τον συνόδευσε καθόλη τη διαρκεια της ζωής του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού.

Το 1947 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την πρακτική άκηση, που ήταν απαραίτητη για να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.

Μεταξύ 1951 και 1952 ο Γκεβάρα ταξίδεψε για επτά μήνες με μοτοσικλέτα και ωτοστόπ στη Λατινική Αμερική (Αργεντινή, Χιλή, Βολιβία, Περού, Κολομβία, Βενεζουέλα) μαζί με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο.

Αφού πήρε το πτυχίο του στην ιατρική, ξεκίνησε το δεύτερο μεγάλο ταξίδι του στη Λατ. Αμερική: Βολιβία, Περού, Ισημερινός, Παναμάς, Κοστα Ρίκα, Ονδούρα και Σαλβαδόρ. Το Δεκέμβριο του 1953 φτάνει στη Γουατεμάλα. 

Στις 27 Ιουνίου του 1954, πραξικόπημα στη Γουατεμάλα, σχεδιασμένο από τις ΗΠΑ, ανατρέπει τον πρόεδρο Χακόμπο Αρμπένς Γκουσμάν και εγκαθιδρύει στρατιωτική χούντα. Το πραξικόπημα θα μείνει γνωστό ως «Πραξικόπημα της Μπανάνας», αφού πραγματοποιήθηκε από την CIA προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των αμερικανικών μονοπωλίων και ιδιαίτερα της United Fruit Company, που ήλεγχε το 42% της καλλιεργήσιμης γης της χώρας. Το πραξικόπημα οργανώθηκε αφού η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Γουατεμάλας ψήφισε νόμο για την αναδιανομή της γης που ανήκε σε ξένες πολυεθνικές στους αγρότες της χώρας.

Ο Γκεβάρα μετέχει στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας, που επιχειρεί να αντισταθεί στους εισβολείς. Καταζητούμενος από την αστυνομία του νέου καθεστώτος, ζητά στα τέλη Ιουλίου άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής, ενώ το Σεπτέμβριο καταφεύγει στο Μεξικό. Το φθινόπωρο του 1954, η CIA ανοίγει ατομικό φάκελο για τον Ερνέστο.

Το 1955 γνωρίζει τον εξόριστο Φιντέλ Κάστρο και τους συντρόφους του, ενώ μετέχει και στην ανασυγκρότηση του Κινήματος της 26ης Ιουλίου, επαναστατικής ομάδας με ηγέτη τον Κάστρο, η οποία τίθεται υπέρ μίας γεωργικής μεταρρύθμισης αναδιανομής της γης. Τότε λαμβάνει και το προσωνύμιο «Τσε». Τον ίδιο χρόνο παντρεύεται την περουβιανή Ιλντα Γκαντέα και ταξιδεύει στη Τσιάπας και το Γιουκατάν του Μεξικού. 

Το 1956, έτος γέννησης της κόρης του, αφού συληφθή από την αστυνομία του Μεξικού και κρατηθεί για 57 ημέρες, επιβιβάζεται με μέλη του Κινήματος της 26ης Ιουλίου στο πλοιάριο Γκράνμα. Κατά την απόβασή τους στην Κούβα στις 2 Δεκεμβρίου, δέχονται επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος του Μπατίστα, από την οποία επιζούν τελικά 15-20 αντάρτες. Ο Τσε τραυματίζεται και με τους υπόλοιπους 21  επιζήσαντες καταφεύγουν στη Σιέρα Μαέστρα.

Το 1957 σημειώνονται οι πρώτες επιτυχίες των ανταρτών. Ο Τσε προβιβάζεται σε κομαντάντε κι αναλαμβάνει τον Ιούλιο τη διοίκηση της δεύτερης επαναστατικής φάλαγγας.

Το 1958 οι αντάρτες περνούν στην επίθεση, με τη φάλαγγα του Τσε να διασχίζει  την ανατολική Κούβα και να καταφεύγει στα βουνά του Εσκαμπρέ στο κέντρο του νησιού.

Τις τελευταίες ημέρες του 1958 σημειώνεται η τελική νίκη των επαναστατών στη μάχη της Σάντα Κλάρα.

Την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο Φουλχένσιο Μπατίστα ανατρέπεται από τους επαναστάτες. Ο Γκεβάρα αναλαμβάνει διοικητής της στρατιωτικής ακαδημίας, αποκτά την κουβανική υπηκοότητα και οργανώνει τις δίκες των βασανιστών του παλιού καθεστώτος.

Μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου, προχωρά στην πρώτη διεθνή περιοδεία του σε Αίγυπτο, Σουδάν, Ινδία, Ινδονησία, Γιουγκοσλαβία και Κεϋλάνη, για τη δημιουργία δεσμών ανάμεσα στην Κούβα και το Μπλοκ των Αδεσμεύτων. Τον Οκτώβριο αναλαμβάνει διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης, και το Νοέμβριο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας.

Την ίδια χρονιά παίρνει  διαζύγιο και παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του, Αλέιδα Μάρτς. Τον επόμενο χρόνο γεννιέται το δεύτερο παιδί του, η Αλέιδα.

Το 1960 εκδίδει το βιβλίο του “Ο Ανταρτοπόλεμος”. Ακολουθεί δεύτερη περιοδεία του  σε Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Κίνα, Β. Κορέα και Αν. Γερμανία.

Το 1961 αναλαμβάνει υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας. Το Μάρτιο του ίδιου έτους ακολουθεί απόβαση μισθοφόρων της CIA στον Κόλπο των Χοίρων, η οποία και αποκρούεται από τους Κουβανούς.

Τον ίδιο χρόνο, απορρίπτει  σε ομιλία του στην οικονομική διάσκεψη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, την `Συμμαχία για την Πρόοδο' που εισηγούνται οι ΗΠΑ για τη Λατινική Αμερική. Το 1962, η Κούβας εκδιώκεται από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών, ενώ οι ΗΠΑ επιβάλλουν πλήρη εμπορικό αποκλεισμό εις βάρος της.

Επιπλέον, το 1962 ακολουθεί η «Δεύτερη διακήρυξη της Αβάνας», υπέρ του επαναστατικού αγώνα σε παναμερικανική κλίμακα, ενώ ο Τσε επισκέπτεται και την ΕΣΣΔ, όπου και υπογράφει συμφωνία για οικονομική συνεργασία. Ακολουθεί η Κρίση των πυραύλων (22-28/10), με τους Κουβανούς να εξοργίζονται για το «πούλημα» του Χρουστσόφ.

Το 1963 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται η μητέρα του στην Αργεντινή.  Ο ίδιος ταξιδεύει στην Τσεχοσλοβακία και την Αλγερία και κυκλοφορεί το κείμενό του «Ο ανταρτοπόλεμος: μια μέθοδος», στο οποίο υποστηρίζει την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης σε πανηπειρωτική κλίμακα.

Το 1964 εκπροσωπεί την Κούβα στην παγκόσμια διάσκεψη για το εμπόριο και την ανάπτυξη, στη Γενεύη. Ακολουθεί τρίτη και τελευταία επίσκεψή του στη Μόσχα. Το Νοέμβριο, σε ομιλία του στο Σαντιάγο της Κούβας, καταγγέλλει την «ηττοπάθεια» των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Λατ. Αμερικής. Το Δεκέμβριο επισκέπτεται τη Ν. Υόρκη, όπου και αφιερώνει την ομιλία του στη ΓΣ του ΟΗΕ στην υπεράπιση των απελευθερωτικών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου.  Ακολουθεί τρίμηνη περιοδεία του στην Αφρική (Αλγερία, Μαλί, Κονγκό-Μπραζαβίλ, Γουϊνέα, Γκάνα, Δαχομέη, Αίγυπτος, Τανζανία) και την Κίνα, που θα διαρκέσει μέχρι το Μάρτιο του 1965.

Το 1965 γεννιέται και το πέμπτο παιδί του. Το Φεβρουάριο θα δώσει την τελευταία δημόσια ομιλία του στο Αλγέρι, στο 2ο Οικονομικό Σεμινάριο Αφροασιατικής Αλληλεγγύης. Καλεί σε ενιαίο ιμπεριαλιστικό αγώνα σε παγκόσμια κλίμακα, και ασκεί έντονη κριτική στις άνισες ανταλλαγές μεταξύ του “σοσιαλιστικού μπλόκ” και του Τρίτου Κόσμου. Μετά την επιστροφή του στην Κούβα, προχωρά στην τελευταία δημόσια εμφάνισή του στο αεροδρόμιο της Αβάνας.

Το Μάρτιο του 1965, παραιτείται από όλα τα επίσημα αξιώματα και την κουβανική υπηκοότητα και αναχωρεί μυστικά για την Αφρική. Φτάνει στο Νταρ-Ες- Σαλάμ της Τανζανίας και μαζί με περίπου 150 Κουβανούς εθελοντές μετέχει στο επαναστατικό κίνημα του Κονγκό-Ζαϊρ (Μάιος-Νοέμβριος). Μετά την ήττα των επαναστατών, αποχωρεί από το Κονγκό.

Το 1966 παραμένει ινκόγκνιτο στο Νταρ-Ες-Σαλάμ. Εκεί προχωρά στη συγγραφή μιας φιλοσοφικής πραγματείας και μιας οξείας κριτικής του σοβιετικού Εγχειριδίου Πολιτικής Οικονομίας, που μένει αδημοσίευτη μέχρι σήμερα. Ακολουθεί ταξίδι του στην Πράγα, όπου παραμένει επίσης ινκόγκνιτο, προετοιμάζοντας την επικείμενη επιχείρησή του στη Λατ. Αμερική. Ο Τσε επιλέγει τη Βολιβία για τη δημιουργία αντάρτικης εστίας με στόχο τον ανταρτοπόλεμο σε παναμερικανική κλίμακα. Τον Ιούλιο επιστρέφει κρυφά στην Κούβα για τις προετοιμασίες.

Το Νοέμβριο φτάνει στη Λα Πας με το ψευδώνυμο Αδόλφο Μένα Γκονσάλες, και εγκαθίσταται στην αντάρτικη βάση του Νακαχουασού. Ακολουθεί ρήξη με το γενικό γραμματέα του ΚΚ Βολιβίας, Μάριο Μόνχε, για το ζήτημα της καθοδήγησης του ένοπλου αγώνα.

Το 1967, το Κομμουνιστικό Κόμμα Βολιβίας καταγγέλει το αντάρτικο και προχωρά σε διαγραφή των μελών της νεολαίας του που ακολούθησαν τον Γκεβάρα. Το Μάρτιο ο στρατός ανακαλύπτει την παρουσία των ανταρτών και καταλαμβάνει τη βάση του Νακαχουασού.  
 
Στις 23 Μαρτίου πραγματοποιείται η πρώτη επιθετική ενέργεια του Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού (ELN) του Τσε. Στις 16 Απριλίου δημοσιεύεται το μήνυμα του Τσε προς την Τριηπειρωτική: «Εμπρός για 2,3, πολλά Βιετνάμ».

Οι συγκρούσεις του ELN με τον βολιβιανό στρατό ήταν τακτικές. O Τσε Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία κατέληξε σε αποτυχία. 

Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε Γκεβάρα, περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στην περιοχή του φαραγγιού του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του αχρηστεύτηκε από έναν πυροβολισμό.

Τελικά συνελήφθη και αργότερα μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες, ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα.

Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1967 στις 13:00, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού, Μάριο Τεράν.

«Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις», φέρεται να είπε στο δολοφόνο του, ο οποίος στην αρχή δίστασε να εκτελέσει την εντολή της δολοφονίας.
 

Το πτώμα του έπρεπε  να εξαφανιστεί, για αυτό και θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέρα. Νωρίτερα, στο νοσοκομείο, είχαν κοπεί τα χέρια του, τα οποία διατηρήθηκαν σε φορμόλη προκειμένου να γίνει αργότερα η οριστική αναγνώρισή του.

Το πτώμα του έμεινε στον μυστικό του τάφο μέχρι που ανακαλύφθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας. Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα, την πόλη που ο ίδιος είχε κατακτήσει το 1958 ανοίγοντας το δρόμο για την τελική νίκη του Κάστρο.