Μιλάνε για δύο ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Το ένα θα έχει τους υποψήφιους δημάρχους / περιφερειάρχες όπου o ψηφοφόρος θα επιλέγει έναν, και το άλλο θα έχει όλους τους υποψήφιους συμβούλους μαζί, από το οποίο θα επιλέγει όποιους επιθυμεί, ανεξαρτήτως αν ανήκουν στον ίδιο συνδυασμό ή στο συνδυασμό του επικεφαλής που ψήφισε.
 
Η πρόταση έχει προκαλέσει ποικίλες κρίσεις και αντιδράσεις. Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται κυρίως ότι ανοίγει ο δρόμος για την επιλογή των «αρίστων», σπάνε τα κομματικά μαντρώματα και πλήττονται καίρια τα τοπικά μικροσυμφέροντα. Oι επικριτές της επικεντρώνονται στον κοντινό με τις εκλογές χρόνο που ανοίγει το θέμα (και έχουν σαφώς δίκιο), στην προσπάθεια των κυβερνώντων για αποπολιτικοποίηση της αυτοδιοικητικής ψήφου ώστε να μειωθεί η αναμενόμενη αποδοκιμασία των υποψηφίων τους, ενώ κάποιοι στέκονται επίσης στην πιθανή ακυβερνησία που θα προκύψει αν τυχόν εγκαταλειφθεί το μοντέλο της υπερενισχυμένης αναλογικής που στηρίζει -και- το οικοδόμημα της αυτοδιοίκησης.
 
Τα περισσότερα επιχειρήματα και των δύο πλευρών φαίνονται αστεία, ειδικά σε όποιον έχει ασχοληθεί λίγο με το άθλημα. Παραδείγματος χάριν, είναι δυνατόν να πιστεύει κάποιος ότι βάζοντας όλους τους συμβούλους μαζί λύνεται το πρόβλημα της σύνθεσης των συμβουλίων; Το πρόβλημα δηλαδή είναι τύπου Master Chef και σωστού ανακατέματος των υλικών; Γιατί δηλαδή μέχρι σήμερα, από τους δεκάδες υποψηφίους ενός συνδυασμού επικρατούν κατά κύριο λόγο γιατροί, εφοριακοί, δικηγόροι και σφραγιδοφόροι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν επιλέγονται οι «άριστοι»;
 
Τα προβλήματα της αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας είναι πολύ σοβαρά για να  μπορούν να λυθούν με νόμους. Δεν αποπολιτικοποιεί ένα εκλογικό σύστημα την αυτοδιοικητική ψήφο. Αποπολιτικοποιείται αν τους πολίτες τούς θέλουμε να είναι κάτι σαν την 29η Φεβρουαρίου, να υπάρχουν δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια. Ας είχαμε ενεργούς πολίτες, και θα βλέπαμε ποιος νόμος θα μπορούσε να τους σταθεί εμπόδιο. Αφήστε που ακόμα και ο μνημονιακός Καλλικράτης προβλέπει αρκετούς χρήσιμους θεσμούς που κατά κανόνα δεν ενεργοποιούνται: συμμετοχικούς προϋπολογισμούς, αρμοδιότητες και πόρους στις τοπικές κοινότητες, επιτροπές διαβούλευσης, λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές μεταναστών και πολλά που απλώς υπάρχουν στα χαρτιά-καλένδες και ελάχιστοι τα προτάσσουν ή τα διεκδικούν. Το ζήτημα δεν είναι νομικό -ή, καλύτερα, δεν είναι κυρίως νομικό- και δεν πρέπει να αποπροσανατολιζόμαστε. Εντάξει, η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο εκλογικό σύστημα και παραμένει ζητούμενο, αλλά αν οι πολίτες απέχουν μετά τις εκλογές, νοθεύεται κι αυτό στην πράξη.
 
Το κεντρικό πολιτικό ζήτημα -και- της αυτοδιοίκησης είναι η συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνησή τους. Όσοι από εμάς ζητάμε μια δικαιότερη κοινωνία, ανατροπές, επαναστάσεις, λαϊκές εξουσίες ή όπως αλλιώς ονομάζει ο καθένας το στόχο του , πρέπει να καταλάβουμε ότι η πρώτη ύλη είναι οι πολίτες -εμείς δηλαδή- και δυστυχώς δεν είμαστε σε τόσο καλή κατάσταση. Επί δεκαετίες αφήναμε σε άλλους τη δουλειά περιμένοντας να μας σώσουν οι «ειδικοί», με αποτέλεσμα η χρόνια πολιτική τεμπελιά να μας έχει καταστήσει δυσκίνητους.
 
Η αυτοδιοίκηση αποτελεί προνομιακό χώρο για την ίαση αυτής της παθογένειας. Είναι ο χώρος όπου μπορεί να καταπολεμηθεί πιο εύκολα η πολιτική αρτηριοσκλήρωση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτή την αρτηριοσκλήρωση στηρίζονται οι «βλαχοδήμαρχοι» και κυβερνάνε, και βέβαια αυτούς ποσώς τους νοιάζει να γιατρευτεί. Και για να συνεννοούμαστε, με τη λέξη «βλαχοδήμαρχοι» εννοούμε όλους εκείνους που αναπαράγουν σε τοπική κλίμακα το πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης και «χρειάζονται» τους πολίτες μόνο για την ψήφο τους. Μιλάμε, επομένως, για την πλειοψηφία των σημερινών αρχόντων.
 
Το πρόβλημα είναι δύσκολο. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να πείσεις τους πολίτες να συμμετέχουν. Να φανεί καθαρά ότι η πρόταση της συμμετοχικής διακυβέρνησης δεν είναι άλλη μία φάρσα ενός ψεύτη βοσκού. Να γίνει κατανοητό ότι όσο λείπουμε εμείς, «οι λύκοι» θα είναι συνεχώς παρόντες και κυρίαρχοι. Βασική προϋπόθεση για να πειστεί κάποιος να συμμετέχει είναι να υπάρχει ένα τολμηρό, ανατρεπτικό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό σχέδιο τοπικής ανασυγκρότησης, που θα συγκροτηθεί ανοιχτά και θα είναι βασισμένο στα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου. Στα ποιοτικά προϊόντα, τους ανθρώπους και κυρίως τους νέους, την ιστορία, το τοπίο, την αισθητική, την τεχνολογία, την καινοτομία, τον πολιτισμό. Για να σπάσεις τον ατομικισμό και την πελατειακή αντίληψη όλ’ αυτά πρέπει να γίνονται εκτός προεκλογικού χρόνου. Να είναι μια διαρκής διεργασία μέσα από τους υπάρχοντες θεσμούς, πολλοί εκ των οποίων είναι ουσιαστικά ανενεργοί και πρέπει να ζωντανέψουν (λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές διαβούλευσης), αλλά και μέσα από νέους που θα θεσμίσει η ίδια η τοπική κοινωνία.
 
Για παράδειγμα, οι νόμοι υποβιβάζουν τα τοπικά συμβούλια και τα κάνουν μονομελή ή τριμελή. Μπορούν όμως οι τοπικές κοινότητες να συγκαλούν πολυμελή συμβούλια με μέλη τους υποψήφιους όλων των συνδυασμών συνεδριάζοντας ανοιχτά – έτσι θα ανατραπεί στην πράξη η υποβάθμισή τους. Αν αυτό παράλληλα συνοδευτεί με την προβλεπόμενη από το νόμο χρηματοδότησή τους (πάγια προκαταβολή, τοπικός προϋπολογισμός), τότε μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε να συμμετέχουν οι πολίτες και να βλέπουν ότι η συμμετοχή τους έχει απτά και άμεσα αποτελέσματα.
 
Ακόμα και τα όρια που έχουν βάλει στους δήμους μπορούμε και πρέπει να υπερβούμε, θεσπίζοντας διαδημοτικά συμβούλια (κάτι ανάλογο με τα συμβούλια περιοχής που υπήρχαν πριν τον Καποδίστρια). Αφού πολλά προβλήματα, ίσως τα πιο σημαντικά, υπερβαίνουν τα όρια του κάθε δήμου και είναι κοινά με τους γείτονες, δεν γίνεται να μην οργανώνεται διαδημοτική συνεργασία για την αντιμετώπισή τους.
 
Είναι μονόδρομος οι λύσεις και οι ανατροπές να έρθουν από τα κάτω. Για να γίνει η μεγάλη ανατροπή πρέπει να προηγηθούν πολλές μικρότερες. Στις ερχόμενες δημοτικές εκλογές, ανεξάρτητα αν τελικά προκύψουν ένα ψηφοδέλτιο ή περισσότερα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι η επιλογή μας είναι ένα σοβαρότατο μεν, αλλά «στιγμιαίο» καθήκον. Οι μεγάλες μάχες θα δίνονται καθημερινά και πρέπει να είμαστε εκεί για να μπορέσουμε να ανατρέψουμε στην πράξη και σε τοπικό επίπεδο τα μνημόνια και την εσωτερική υποτίμηση, τον ατομικισμό, τις πελατειακές σχέσεις και τη στρεβλή αντίληψη ανάπτυξης. Εμείς είμαστε το πρόβλημα, εμείς είμαστε και η λύση. Αλλαγή πορείας χρειάζεται…