Του Δημήτρη Χριστόπουλου

Η φωτιά έχει μπει και η στρατηγική δεν είναι να παρακολουθούμε με τα κιάλια μήπως δούμε καπνό αλλά να τρέξουμε άμεσα με όσες δυνάμεις και σχέδιο έχουμε προκειμένου να τη σβήσουμε διότι εξαπλώνεται: δεν το προλάβαμε.
 
Φοβούμαι πως η ελληνική κοινωνία πλέον δεν αντιμετωπίζει ενδεχόμενο ανάφλεξης. Αντιμετωπίζει ανάφλεξη. Αλλάξαμε πίστα. Ήταν θέμα τύχης ότι τόσο καιρό δεν είχε συμβεί το κακό και αντίστροφα, θέμα χρόνου να συμβεί.  Η -κατά κανόνα- ωριμότητα με την οποία ομολογουμένως αντιμετωπίστηκε το θέμα δεν πρέπει να μας εφησυχάζει. Σ’ αυτό εξάλλου αποσκοπούσε και η στρατηγική της έντασης http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-neonazistiki-stratigiki-tis-entasis-toy-dimitri-xristopoyloy που είχε υιοθετήσει η Χρυσή Αυγή ανάμεσα στις εκλογές του 2012: να προκληθεί ο αντίπαλος να απαντήσει, και φυσικά τότε η οργάνωση θα αναλάμβανε να επιβάλει την τάξη εδραιώνοντας την ασθενή διείσδυσή της στα μεσοαστικά στρώματα. Τα στρώματα αυτά θα συμβιβάζονταν με τον εκφασισμό τους ενώπιον του χάους όπου ναζιστές, αναρχικοί, ακροαριστεροί, φρικιά, μετανάστες, υπόκοσμος, αφηνιασμένη νεολαία κ.τ.λ. θα γδέρνονταν και θα σκοτώνονταν για ψύλλου πήδημα στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.
 
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, σε συνδυασμό με τα επεισόδια που προκάλεσε η Χρυσή Αυγή στο Μελιγαλά λίγες μέρες πριν, στρεφόμενη εναντίον του πενθούντος μεσσηνιακού παλαιοδεξιού κατεστημένου, δημιούργησαν προϋποθέσεις αποκλιμάκωσης της έντασης που είχε θέσει σε εφαρμογή η οργάνωση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πλέον το σχέδιο δεν μπορούσε να υλοποιηθεί, κατά την αρχική του σύλληψη. Ας αναλογιστούμε μόνο τι θα γινόταν αν η διπλή δολοφονία της 1ης Νοεμβρίου είχε προηγηθεί των γεγονότων του Σεπτεμβρίου… Μια πιθανή δικαστική απαγόρευση της Χρυσής Αυγής ενώπιον των ερχόμενων εκλογών θα ωθήσει ένα τμήμα, το πιο ασυμμάζευτο της οργάνωσης, στη συνθήκη της παρανομίας, άρα και σε λιγότερο έλεγχο. Εκεί δηλαδή που θα έπρεπε να είναι ήδη καταχωρημένο αν το ελληνικό κράτος έκανε τόσα χρόνια σωστά τη δουλειά του, ώστε να προλαμβάναμε και τα χειρότερα που ήρθαν.
 
Διαβάζουμε πλέον ανησυχίες πιθανής επιστροφής στα «μολυβένια χρόνια»[1] της ελληνικής μεταπολίτευσης. Μα αν ήταν μολυβένια τα χρόνια του ’80 και του ’90, τώρα τι έπεται; Η ομάδα-στόχου είναι προφανώς μεγαλύτερη ένθεν και ένθεν, με εμφανείς τάσεις διεύρυνσης. Απλή αριθμητική θέλει. Άρα, οι εύστοχοι παραλληλισμοί δεν έχουν να κάνουν με την Ελλάδα του ’80 και του ’90, όπου η 17Ν σκότωνε για να διαβάζονται οι κοινότοπες προκηρύξεις της. Ούτε  με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης…[2]  Ούτε φυσικά με τον ελληνικό εμφύλιο, τον κίνδυνο του οποίου πρώτοι επισείουν αυτοί που έχουν στραμπουλίξει τις ελευθερίες μας.
 
Υπάρχουν παραδείγματα κρατών στα οποία η σκληρή πολιτική βία απέκτησε χαρακτηριστικά ρουτίνας, και μάλιστα σε ικανά χρονικά βάθη τα οποία θέτουν εν αμφιβόλω τη μανιχαϊστική αντίθεση πολέμου – ειρήνης στη διεθνή πολιτική. Μια εκδοχή διαρκούς βίαιης πολιτικής σύγκρουσης είναι η Ιταλία σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 με 25 νεκρούς ετησίως (από το 1969 ως το 1982), με κάτι λιγότερο από τους μισούς να αποδίδονται στην ακροαριστερή τρομοκρατία και το μεγαλύτερο τμήμα στους νεοφασίστες. Μια πιο εφιαλτική γειτονική εκδοχή είναι η Τουρκία στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70. Από το 1976 ως το 1980, περισσότεροι από πέντε χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε μια συγκυρία ολικής πολιτικής τρομοκρατίας με ετερόκλητους πρωταγωνιστές σε εκατοντάδες επεισόδια. Η κρίση αυτή έχει αυτοτελώς μελετηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία[3] και θεωρείται ως η κατεξοχήν αιτία που οδήγησε στο πραξικόπημα του Εβρέν σε μια, ούτως ή άλλως, πολύ καχεκτική δημοκρατία. Οι συγκρίσεις θέλουν φυσικά προσοχή. Τίποτε δεν συγκρίνεται χωρίς ερμηνεία.[4]
 
Η Ελλάδα, λοιπόν, αρχίζει πάλι να τοποθετείται στο χάρτη κάπου ανάμεσα σε χώρες που μετρούν νεκρούς κάθε λίγο και λιγάκι στο όνομα αντικρουόμενων κινήτρων και σκοτεινών στρατηγικών, πλην όμως κοινών αποτελεσμάτων: την αποσταθεροποίηση. Και όταν συζητάμε για αποσταθεροποίηση, ας μην πάει το μυαλό μερικών σε αποσταθεροποίηση ενός άδικου συστήματος από την οποία κάτι καλό μπορεί να βγει. Διότι απ’ αυτό το κακό, καλό δε βγαίνει. Μόνο χειρότερο.  Κάτι ξέρει ο αριστερός πολιτικός http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=537747 που αφοπλιστικά λέει πως αν «διαβούμε το Ρουβίκωνα του αίματος, αυτόν που θέτει κάποια όρια στην όποια αντιπαράθεση, είναι συγκλονιστικό πραγματικά. Δημιουργεί τομή».  Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μετά την τομή. Η ζημιά έγινε και όχι απλώς δεν διορθώνεται με τις προσφιλείς συζητήσεις στα αριστερά καφενεία περί «προβοκάτσιας» αλλά επιτείνεται κιόλας. Στην πολιτική, λίγη σημασία έχουν τα κίνητρα. Στα αποτελέσματα πρέπει να επικεντρωθούμε και όχι σε συζητήσεις περί της ταυτότητας των δραστών. Είτε είναι φασίστες που θέλουν να θυματοποιήσουν τη Χρυσή Αυγή και θυσίασαν τους ανθρώπους τους, είτε είναι αναρχικοί ή ακροαριστεροί -τιμωροί των Χρυσαυγιτών, είτε είναι μπράβοι ή παρακρατικοί που θέλουν να λύσουν βρώμικους λογαριασμούς, το αποτέλεσμα είναι το αυτό. Η ταυτότητα των δραστών, όσο και αν ενοχλεί μερικούς, είναι πρωτίστως δουλειά των διωκτικών αρχών. Των αρχών εκείνων στις οποίες θα πρέπει να στηριχθεί όποιος και να κυβερνήσει μεθαύριο, αρέσει ή όχι.
 
Ας μου επιτραπεί όμως: η ανέφελη απόδοση του φονικού σε «προβοκάτσια» (και η ανάλωση δυνάμεων και χρόνου σ’ αυτή τη συζήτηση) δείχνει πόσο ουσιωδώς ανέτοιμο είναι ένα τμήμα της αριστεράς να αντιληφθεί τις ευθύνες όλων μας ενώπιον ενός επιτελούμενου πολιτειακού εκτροχιασμού της Ελλάδας, μετά τον δημοσιονομικό. Την ίδια στιγμή μάλιστα που είναι ιστορική πλέον ευθύνη της ίδιας της Αριστεράς στο κεντρικό προγραμματικό πεδίο να παλέψει για τη Δημοκρατία, τη δυνατότητά μας να διαφωνούμε συντεταγμένα αυτοκαθοριζόμενοι. Διότι, κακά τα ψέματα, και γι’ αυτό καλείται.
 
Τι κάνουμε
Αφού την κάτσαμε τη βάρκα, πλέον καλούμαστε να την ανασηκώσουμε. Να πετάξουμε τα βαρίδια. Αλλιώς, αργά και βασανιστικά για τις ζωές μας,  θα βουλιάζει κι άλλο. Να το πω με παράδειγμα. Η ιστορική παράταξη της Δεξιάς στην Ελλάδα δεν μπορεί να μην επιθυμεί να αποφύγει τις περιπέτειες του ασύντακτου κυνηγητού που περιγράψαμε προηγουμένως. Εφόσον λοιπόν η Δεξιά παράταξη θέλει σοβαρά να συμβάλει ώστε να ανασυνταχτεί η πολιτική κοινότητα και να μην οδηγηθούμε στα χειρότερα, καλείται πρωτίστως να κοιτάξει το άκρο της. Να το απομονώσει πολιτικά και να το οδηγήσει εκεί που πρέπει να είναι, εφόσον θέλουμε ειρήνη: στο περιθώριο της πολιτικής.
 
Δηλαδή, δεν νοείται άνθρωπος του πρωθυπουργού και αξιωματούχος της ΝΔ να λέει  δημόσια: «Εγώ δεν βρίζω πατριώτες, δεν βρίζω εθνικιστές, Φυλάω τις “σφαίρες” μου για τον αληθινό αντίπαλο. (…) Το σκυλολόι του ΣΥΡΙΖΑ, των αντεξουσιαστών και τ’ αρχίδια μου τα δυο, μου επιτίθενται με μίσος γιατί δεν βρίζω, γιατί απευθύνομαι στην βάση της ΧΑ, γιατί δηλώνω και είμαι Εθνικιστής, γιατί δεν νοιώθω ΚΑΝΕΝΑ δέος για όλους αυτούς τους μαλάκες». http://www.tanea.gr/news/politics/article/5044298/ybreis-fahloy-sto-facebook-eimai-ethnikisths-to-skyloloi-toy-syriza-moy-epitithetai/
 
Δεν γίνεται έτσι. Είναι μερικά πράγματα που δεν χωράνε με τίποτε.  Αν υποθέσουμε ότι πριν μερικά χρόνια η ελληνική δημοκρατία είχε αντοχές για τέτοιον λόγο, σήμερα δεν έχει. Φυσικά θα μου αντιτείνει κανείς πως όταν είχε αντοχές τέτοιος λόγος δεν εκφέρονταν. Σωστό… Δε λέω να πάνε στη φυλακή αυτοί που μιλάνε έτσι. Ελευθερία της έκφρασης έχουμε. Αλλά πέραν του ποινικού κολασμού, υπάρχει και η πολιτική απομόνωση αυτής της έκφρασης. Απλό είναι. Από την άλλη, αντιλαμβάνομαι ότι ο πρωθυπουργός έχει οφειλές στην ομάδα που τον έκανε αρχηγό της ΝΔ. Τώρα όμως, στα πολύ δύσκολα, έχει κι άλλους συμμάχους, πραγματικούς δημοκράτες και φιλελεύθερους -και το εννοώ- που τρέχουν να συνδράμουν στο σισύφειο έργο του ενώπιον του τρόμου που τους προκαλεί το ενδεχόμενο μιας αριστερής διακυβέρνησης. Αυτούς να αξιοποιήσει. Τόσο δύσκολο είναι;  Το ελληνικό tea party ας βάλει λίγο νερό στο τσάι του. Του προσφέρεται δωρεάν.  Θα δηλητηριάζει λιγότερο την κοινωνία, καθώς θα χάσει κάτι από τη σκληρή δεξιά γεύση του και πιθανώς να αντέξει, επειδή θα αντέχεται, περισσότερο. Περί ορέξεως όμως τι να πει κανείς; 
 
Έρχομαι τώρα στα πιο καθ’ ημάς. Είναι γεγονός ότι ο πρωθυπουργός, ανέκαθεν τοποθετημένος κοντά στο δεξί άκρο, (κάνει πως) νομίζει ότι η Αριστερά είναι το ένα άκρο, η Χρυσή Αυγή το άλλο, και αυτός, ως καλός πατερούλης, στο κέντρο που θα σώσει τη χώρα. Αυτό ορθώς στηλιτεύεται, διότι είναι πολιτειακά επικίνδυνη ολίσθηση. Προσοχή όμως: το γεγονός ότι η «θεωρία των άκρων» χρησιμοποιείται τόσο αυθαίρετα και τυχοδιωκτικά για να εξυπηρετηθεί η σκοπιμότητα της ταύτισης της Αριστεράς με την Ακροδεξιά, δεν σημαίνει ότι καταργήθηκαν τα άκρα στον πολιτικό ορίζοντα. Αυτός έχει δύο σημεία, και άρα, δύο άκρα. Λογικά πράγματα… 
 
Η Αριστερά καλείται κι αυτή να πετάξει τα όποια βαρίδια της, ανεξαρτήτως από το αν η Δεξιά εξαντλήσει τις λιγοστές πιθανότητές της να τα καταφέρει. Το ότι δεν έχει αντίστοιχο Φαήλο, Χρύσανθο, Άδωνι, Σίμο, Μάκη, Τάκη κ.τ.λ. δεν πρέπει να την εφησυχάζει. Μακριά από την ανάλωση σε εικοτολογίες περί προβοκάτσιας, μια Αριστερά «εθνικού ακροατηρίου» μιας χώρας που καταρρέει οφείλει να επενδύει εκτεταμένα σε μια μακρόπνοη προσπάθεια συγκρότησης ενός διακριτού συλλογικού πολιτικού υποκειμένου που ευχερώς διακρίνει την αποσταθεροποίηση ως αποτροπή της αδικίας από την αποσταθεροποίηση ως ανατροπή της δημοκρατίας. Που– παραβολικά θα το πω – απωθεί τα μπάχαλα πριν έρθουν τα ΜΑΤ, διότι ξέρει ότι πρωτίστως εκείνο βλάπτεται. Διότι αυτοτελώς πιστεύει στην αξία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, ακόμη και του αντιπάλου. Διότι ξέρει ότι η ιστορία της Μαρφίν κόστισε όσο τίποτε άλλο στους αγώνες της κοινωνίας. Διότι, συν τοις άλλοις,  έχει μάθει καλά πλέον πως όταν έρθουν τα ΜΑΤ, το ξύλο θα το φάμε εμείς και όχι οι άλλοι που εξαφανίζονται διότι παρανομούν.[5]
 
Αυτό είναι ο αναγκαίος κριτικός αναστοχασμός στην πολιτική. Δυστυχώς, την καλή αυτή λέξη την πήρε το ΠΑΣΟΚ, πνέοντας τα λοίσθια, και την έκανε να μην πω πώς. Εν πάση περιπτώσει… Αναστοχασμός είναι, πριν σκεφτείς τι κακό σου επιφέρει ο αντίπαλος, να σκεφτείς τι κακό έχεις ο ίδιος κάνει ή ανεχθεί στον εαυτό σου. Δύσκολες ασκήσεις στους καιρούς που ζούμε…  Οι καιροί όμως είναι πιο δύσκολοι.



[1] Πρωτοσέλιδο του Βήματος της Κυριακής, 3 Νοεμβρίου 2013.
[2] Ειδικά αυτήν, κάποιοι με ελαφρά καρδιά έχουν σπεύσει να ανασύρουν στην προσπάθεια τους να φανεί η ελληνική δημοκρατία διωκομένη αφηρημένα από τα άκρα, συγκαλύπτοντας την ευθύνη του καθώς πρέπει κέντρου για την άνοδο του ναζισμού.

[3] Sayari S., “Political Violence and Terrorism in Turkey, 1976–80: A Retrospective Analysis”, σε: Terrorism and Political Violence,  vol. 22, Issue 2, 2010, σ. 198-215.

[4] Είναι δηλαδή αυτονόητο ότι ένα σημαντικό ποσοστό της πολιτικής βίας στην Τουρκία τότε, αποδίδεται στο αποσχιστικό κίνημα των Κούρδων αλλά το υπόλοιπο – εξ ίσου σημαντικό – στα άλλα,  οικεία και σε μας, κίνητρα
[5] Λέγοντας αυτό – και για να είμαστε δίκαιοι – είναι αναγκαίο να αναγνωρίσει κανείς ότι ένα τμήμα του χώρου που κατατάσσεται στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος ή στην αναρχία έχει μπει σε μια διαδικασία ωρίμανσης που το οδηγεί σε μια συλλογική κινηματική λογική αλληλεγγύης μακριά από την ατομική βία. Ωστόσο, αυτή η ωρίμανση έχει ακόμη δρόμο.