Τα τελευταία χρόνια έχουμε συνηθίσει να (αυτο)χαρακτηρίζονται ως «ρεαλιστές» όσοι συμβιβάζονται με την κατάσταση, όσοι προφασίζονται ότι μάχονται για να την κάνουν πιο υποφερτή, πιο βιώσιμη και πιο δίκαιη έχοντάς την όμως αποδεχτεί πλήρως, καθώς βέβαια και όσοι τη δημιούργησαν και συνεχίζουν να την υπηρετούν τυφλά.

Όλοι αυτοί είναι οι ρεαλιστές της πολιτικής ζωής και της κοινωνίας, ενώ η άλλη όχθη, όσοι αντιδρούν και υποστηρίζουν διαφορετικές πολιτικές κατάργησης μνημονίων και καταγγελίας δανειακών συμβάσεων, είναι στην καλύτερη περίπτωση ουτοπιστές, ανεύθυνοι, τυχοδιώκτες επικίνδυνοι για την χώρα. Ας μην πούμε για όσους ονειρεύονται και θέλουν άλλου είδους κοινωνίες, άλλου είδους οικονομίες, άλλο πολιτικό σύστημα με διαφορετική εκπροσώπηση, άλλου είδους σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο οικοσύστημα, σχέσεις σεβασμού και ταπεινότητας. Αυτοί κατατάσσονται σε κατηγορίες κλίμακας από ονειροπόλοι έως αλαφροΐσκιωτοι.

Ρεαλισμός λοιπόν σήμερα είναι η αποδοχή του έως χθες αδιανόητου. Μπορούμε πολύ εύστοχα να δώσουμε τον σύγχρονο ορισμό της έννοιας «μέλλον» κάπως έτσι: Μέλλον είναι το αδιανόητο του παρόντος.

Ας δούμε όμως μια μικρή λεπτομέρεια που κατεδαφίζει πλήρως τον ισχυρισμό ότι η πορεία που διαγράφει η ανθρωπότητα μέσω του καπιταλισμού αποτελεί τη μοναδική πραγματικότητα.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, και νιώθουμε κάποιες στιγμές ελπίζω, η ανθρωπότητα είναι ένα από τα υποσύνολα που συναποτελούν το οικοσύστημα, την διέπουν λοιπόν οι ρυθμοί του και ακολουθεί, όπως κάθε σύνολο εμβίων όντων, την Οικονομία του, η οποία με σοφία εκατομμυρίων ετών τείνει πάντοτε προς την απόλυτη ισορροπία (όσο κι αν προσπαθούμε να τη διαταράξουμε τον τελευταίον αιώνα). Με λίγα λόγια, όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά και όλοι έχουμε νιώσει τη ματαιότητα της ζωής που φτιάξαμε ο καθένας μες στον μικρόκοσμό του, με τις δουλειές μας, με την ανεργία μας, με τα προβλήματά μας, αφού είμαστε βέβαιοι ότι η μόνη αλήθεια είναι πως μία των επόμενων ημερών όλοι θα αποχωρήσουμε από τη ζωή, θα επιστρέψουμε στο χώμα, ακολουθώντας αυτή την ατέρμονη προαιώνια φυσική διαδικασία του θανάτου. 

Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι κάποιος που αγνοεί καθημερινά και επιδεικτικά το ευρύτερο σύστημα στο οποίο ανήκει, το οποίο τον γέννησε και από τις βασικές αρχές του οποίου καθορίζεται και εξαρτάται πλήρως ως ύπαρξη, και αντ’ αυτού ταυτίζεται με ένα σαφώς πιο περίκλειστο, πιο μικρής εμβέλειας σύστημα, το οποίο ο ίδιος, με εικονικούς όρους, συμβιβασμούς, αναγωγές και αντιστοιχίες έφτιαξε και το όρισε ως καθοριστικό του βίου του παράγοντα, κάποιος δηλαδή που αγνοεί τον ρεαλισμό του αυθύπαρκτου και συντάσσεται απόλυτα με την ουτοπία του πλασματικού δημιουργήματός του, τότε αυτός ο κάποιος είναι σαφέστατα υπερφίαλος, το λιγότερο ουτοπιστής και σίγουρα ένας δραστήριος βλάκας ή ακόμα και αδίστακτος τυχοδιώκτης.

Βλέπουμε δηλαδή πόσο λανθασμένα, ακριβώς αντίθετα, ορίζουμε στην εποχή μας  τους όρους του ρεαλισμού και της ουτοπίας, κι αυτό αποτελεί τη λάθος βάση επί της οποίας στηρίζουμε όλη τη ζωή μας δίνοντας εντελώς αντίθετους ορισμούς σε κάθε τι πλέον.

Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, όπως η έννοια της λιτότητας, η οποία είναι αρετή και την οποίαν υμνεί κάθε φιλοσοφία και κάθε θρησκεία αλλά εμείς την ορίζουμε ως κατάρα, όπως η έννοια της ανάπτυξης, η οποία είναι μια αρμονική φυσική διαδικασία αλλά εμείς την ορίζουμε ως βία, γιγαντισμό και καταστροφή, όπως είναι η ζωή, η οποία είναι ένα εφήμερο και μοναδικό φυσικό δώρο αλλά εμείς την ορίζουμε ως βίο, το αρσενικό της βίας, την κλείνουμε μέσα σε βιογραφικά και την σπαταλούμε μέρα προς μέρα απερίσκεπτα μέσα σε αφύσικα περιβάλλοντα.

Όλη αυτή η πορεία μας λοιπόν, η οποία έχει ξεκινήσει από λάθος βάση αντίθετου ορισμού των εννοιών, μας οδήγησε πολύ γρήγορα, σε λιγότερο από έναν αιώνα, στο ένα και μοναδικό τέλος της λανθασμένης αυτής διαδρομής, το οποίο δεν είναι άλλο από τη διατάραξη της φυσικής διαδικασίας του θανάτου. Έτσι, βρισκόμαστε πλέον στην αρχή του τελικού σταδίου κατά το οποίο πεθαίνουν, κυρίως από ασθένειες λόγω όξινης διατροφής και βίου αλλά και από δυστυχήματα, οι νέοι πριν από τους γηραιότερους, τα παιδιά πριν από τους γονείς, πριν και από τους παππούδες πολλές φορές. Κάθονται οι γέροντες στα καφενεία και ατενίζουν τις κηδείες των νεαρών να περνούν από μπροστά τους, κι αυτό είναι αποτέλεσμα μιας τελείως λανθασμένης πορείας της ανθρωπότητας, η οποία στηρίζεται σε μια τελείως στρεβλή θεώρηση της πραγματικότητας, του ρεαλισμού και της ουτοπίας.

Και έπεται δραματική η συνέχεια, αφού οι αμέσως επόμενες γενιές ανθρώπων θα το ζουν ως καθεστώς αυτό το αφύσικο «φαινόμενο», θα το βιώνουν ως ρεαλισμό στο μέλλον αυτό το απευκταίο και αδιανόητο του παρόντος.