Αισθήματα δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση υπάρχουν βέβαια – και έντονα  μάλιστα. Για την ακρίβεια ο όρος είναι επιεικής. Το θέμα είναι πότε και με ποιον τρόπο εκφράζει κανείς τα αισθήματά του.
 
Στην προκειμένη περίπτωση, ο χρόνος μετράει πολύ. Μετράει επίσης ο τρόπος με τον οποίο τα διαφορετικά ανοιχτά πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα αλληλοεπηρεάζονται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, επί παραδείγματι, ότι η ιστορία της μικρής Μαρίας θα ήταν υπό άλλες συνθήκες αφορμή για γόνιμες συζητήσεις. Στη συγκυρία όμως μέσα στην οποία δημοσιοποιήθηκε, ευλόγως θεωρήθηκε ως ένα καλό κόλπο αντιπερισπασμού προκειμένου να παραμεριστούν τα επικείμενα σκληρά αντικοινωνικά μέτρα.
 
Φυσικά, στη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η κυβέρνηση είναι δύσκολο να πει κανείς ποιο θα μπορούσε να είναι το προνομιακό μέτωπο στο οποίο θα επιχειρούσε να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης προκειμένου να αποφύγει ένα άλλο δυσμενέστερο.
 
Ωστόσο, με την τρόικα στην Αθήνα και με το μέτωπο έναντι των νεοναζί να έχει περιπλακεί λόγω της διπλής δολοφονίας στο Νέο Ηράκλειο, η επέμβαση στην ΕΡΤ δεν μοιάζει να είναι σ’ αυτή τη φάση ο πιο αδύνατος κρίκος της κυβερνητικής πολιτικής. Ειδικά σε σύγκριση με το δημοσιονομικό πρόβλημα, όπου υπάρχουν τόσα επιμέρους θέματα ανοιχτά: Ο ενιαίος φόρος ακινήτων και η κατανομή του, η απειλή για άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία, το ασφαλιστικό, το ύψος του χρηματοδοτικού κενού, η ελάφρυνση του χρέους, η τύχη των αμυντικών βιομηχανιών, το πρόγραμμα των απολύσεων στο Δημόσιο, ο ΦΠΑ για την εστίαση, ο φόρος για το πετρέλαιο θέρμανσης.
 
Φυσικά, το θέμα της ΕΡΤ -ζήτημα δημοκρατίας πρωτίστως- είναι επίσης σημαντικό. Αν όμως ήταν το κρισιμότερο όλων, θα ’πρεπε λογικά η πρόταση μομφής να είχε υποβληθεί τον περασμένο Ιούνιο. Εφόσον δεν επελέγη τότε -μάλλον ορθώς κατά τη γνώμη μου- η όψιμη υποβολή της δεν δικαιώνεται.
   
Γενικά δεν πολυπιστεύω στα κοινοβουλευτικά τερτίπια, στη συνεχή προβολή του αιτήματος για εκλογές, στους νομικισμούς, στην εμμονή γύρω από θέματα εφαρμογής του κανονισμού της Βουλής, στις προτάσεις δυσπιστίας. Ίσως να είναι καλά για τα αστικά κόμματα που εναλλάσσονταν έως τώρα στην εξουσία, δεδομένου ότι οι διαφορές τους ούτως ή άλλως δεν ήταν ιδιαιτέρως σημαντικές και ήταν απαραίτητα  για να προσδώσουν κάποια κινητικότητα στο πολιτικό παιχνίδι. Για την Αριστερά, ωστόσο, θα ’πρεπε αυτοί οι τακτικισμοί να παίζουν δευτερεύοντα ρόλο ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος αποπροσανατολισμού από την ουσία και τα αποτελέσματα της πολιτικής σύγκρουσης.
 
Οι δικηγόροι λένε ότι ποτέ δεν κάνεις μια ερώτηση αν δεν ξέρεις από πριν την απάντηση. Η πρόταση υπονοεί επίσης ότι ποτέ δεν κάνεις μια ερώτηση αν η απάντηση που θα πάρεις δεν εξυπηρετεί τη στρατηγική σου. Ε, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις προτάσεις δυσπιστίας. Τα τελευταία 35 χρόνια δεν θυμάμαι -τις λίγες φορές που χρησιμοποιήθηκε το υποτιθέμενο υπερόπλο- να έφερε σημαντικά αποτελέσματα.
 
Αλλά στην προκειμένη περίπτωση άλλο είναι το μείζον πρόβλημα. Ο κ. Πολ Τόμσεν φέρεται να είπε χθες, ενώπιον πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων: «Μη λέτε εκεί έξω ότι δεν θα πάρετε μέτρα, γιατί απλώς θα τα πάρετε».
 
Λοιπόν, προτού κατατεθεί η πρόταση δυσπιστίας θα ήταν πολύ χρήσιμο να μάθουμε αν θα συνέχιζαν να λένε εκεί έξω ότι δεν θα πάρουν μέτρα. Πολύ περισσότερο θα ήταν χρήσιμο να επιβεβαιωθεί (ή να διαψευστεί) εμπράκτως αυτή η πρόβλεψη, καθώς  και σε τι ακριβώς μέτρα πρόκειται να μεταφραστεί.
 
Θα ήταν χρήσιμο να πληροφορηθεί πρώτα ο ελληνικός λαός την τύχη της πρόσφατης νέας προγραμματικής συμφωνίας των κυβερνητικών εταίρων. Τον τρόπο με τον οποίο θα επιλύσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα με τον ενιαίο φόρο ακινήτων. Το είδος των «διαρθρωτικών μέτρων» που θα σκαρφιστούν για να μπαλώσουν τα ανοίγματα των ασφαλιστικών ταμείων, που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει με τις πολιτικές τους. Πώς θα αποφασίσουν να εκκαθαρίσουν εν λειτουργία τις αμυντικές βιομηχανίες. Ποια άλλη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων θα ενοχοποιήσουν προκειμένου να την πετάξουν απ’ το καράβι. Πώς θα κάνουν γαργάρα το «όχι άλλα νέα μέτρα».
 
Αυτά και άλλα πολλά θα ήθελα να έχουν εκδηλωθεί προτού η αξιωματική αντιπολίτευση δοκιμάσει να χρησιμοποιήσει το «υπερόπλο» της – και πάλι υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα διέβλεπε ισχυρές πιθανότητες αποσκιρτήσεων από το κυβερνητικό μπλοκ, πράγμα που με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία δεν φαίνεται πιθανό. Μακάρι να πέφτω έξω, φυσικά, αλλά δεν το βλέπω.
 
Τελικά, το μόνο όφελος που διαφαίνεται απ’ αυτόν τον ελιγμό είναι ότι θα εξαναγκαστεί ο πρωθυπουργός να εμφανιστεί στη Βουλή έπειτα από μακρά περίοδο αγρανάπαυσης και να δοκιμαστεί έξω από το προστατευμένο περιβάλλον των διαγγελμάτων και των συνεντεύξεων. Δεν είναι ασήμαντο, αλλά δεν είναι και τόσο καθοριστικό.
 
Φυσικά, και η κυβέρνηση ας μη χαίρεται και τόσο. Και κυρίως ας μη βαυκαλίζεται ότι τάχα θα τους δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσουν «τον καθημερινό αγώνα και το στρατηγικό σχέδιο της κυβέρνησης για την έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια». Η  ευκαιρία θα τους δοθεί μεν, μονάχα που δεν έχουν τίποτα τέτοιο να παρουσιάσουν. Αντιθέτως, την ίδια ώρα που θα παριστάνουν ότι απαντάνε στη Βουλή, θα υλοποιούν τη μόνη στρατηγική που διαθέτουν: την υλοποίηση των μνημονίων και το βάθεμα της κρίσης, σε αγαστή συνεργασία με την τρόικα.