Ο καλόγερος

Μιαν ανάλογη διασκευή για τον 20ο αιώνα, ανέλαβε ο ανατρεπτικός θιασώτης του Θεάτρου της Βίας Αντονέν Αρτώ, με το μοναδικό ολοκληρωμένο μυθιστόρημά του. Αγαπητοί αναγνώστες, ένα από τα πλέον διαβόητα Gothic γραπτά του ύστερου 18ου, Ο Καλόγερος του Βρετανού δραματουργού Μάθιου Λιούις, που αποτελεί την επιτομή για τους θιασώτες του είδους, κυκλοφορεί από τον Gutenberg στα πλαίσια της πολύ σημαντικής σειράς Orbis Literae. Την εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις δούλεψε με μεράκι ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, ενώ τη μετάφραση των διάσπαρτων στις σελίδες του Καλόγερου ποιητικών κειμένων επιμελήθηκε ο Κυριάκος Αθανασιάδης.    
 
Στην επιφάνεια τούτου του πυκνογραμμένου υβριδικού μυθιστορήματος, που ισορροπεί θεαματικά μεταξύ μιας σκοτεινής ψυχογραφίας και μιας ηθικιστικής παρωδίας, κυριαρχούν όλα εκείνα τα στοιχεία που μαγνητίζουν στη λογοτεχνία του Κακού: θρησκευτικός δογματισμός, λαγνεία, μαύρη μαγεία, ένα φαουστιανής έμπνευσης συμβόλαιο με τον Διάβολο, ανεξέλεγκτη βία, ναρκωτικές ουσίες, φόνοι, αιμομιξία, διφορούμενες ταυτότητες των πρωταγωνιστών. Όμως στο βάθος ο Καλόγερος πραγματεύεται τη δυσώδη παρακμή που παραμονεύει σε ανίερες απεκδύσεις του Καλού και του Οικείου από την ‘’ευημερούσα’’ βιομηχανική κοινωνία του ευρωπαϊκού Βορρά, λίγο μετά μιαν ακόμη συντριβείσα ελπίδα των πολλών, αυτήν της Γαλλικής Επανάστασης. Εικονογραφώντας μεσαιωνικά κάστρα, picaresque ήρωες και ληστές, ανήλιαγα μπουντρούμια, φυλακίσεις και βασανιστήρια, γενετήσιες παραφορές κι ανομολόγητα εγκλήματα, βαμπίρ και δαίμονες, ο διεισδυτικός Μάθιου Λιούις στοχάζεται ζητήματα βεληνεκούς ισάξιου της εύθραυστης κοινωνικής σταθερότητας και των αμέτρητων περιστατικών κατάχρησης εξουσίας της Ευρώπης της Ρομαντικής περιόδου.   

Συγγραφέας: Μάθιου Λιούις
Τίτλος: Ο Καλόγερος
Κατηγορία: Ξένη πεζογραφία
Εκδότης: Gutenberg
Έτος έκδοσης: 2005
Σελίδες: 567
Τιμή: 25,00€
Κινητήριοι μοχλοί της αφήγησης και συνάμα καταραμένοι ενσαρκωμένοι φτωχοδιάβολοι είναι ο Αμβρόσιος, ηγούμενος σε μοναστήρι της Μαδρίτης κι ο συνεσταλμένος αρχικά, νεοφερμένος καλόγερος Ροζάριο. Στην αποκάλυψη της μεταμφίεσης σε νεαρό μοναχό της δαιμονικής μάγισσας Ματθίλδης, ξεχύνεται αβυσσαλέο το πάθος για σεξουαλικές εμπειρίες με το αντίθετο φύλο του επί τριάντα έτη ορκισμένου ασκητή. Στην άμπωτη της σαρκικής έλξης για τη Ματθίλδη, ο Αμβρόσιος μοχλεύει την ασίγαστη επιθυμία του, επιχειρώντας να διακορεύσει την αθώα Αντωνία. Εμπόδιο στα σχέδια του διαβολοκαλόγερου στέκεται η μητέρα της Αντωνίας, η Ελβίρα. Σύμμαχός του απρόσμενος …η Ματθίλδη, που θέτει σε εφαρμογή μια σύμπραξη με τον ίδιο τον Διάβολο, με σκοπό την ηθική και φυσική εξόντωση του Αμβρόσιου. Ο τελευταίος δολοφονεί την Ελβίρα, βιάζει και στη συνέχεια σκοτώνει την Αντωνία, που θα αποδειχθούν μητέρα και αδελφή του. Έχει διαπράξει κατά συνέπεια απανωτούς ενδοοικογενειακούς φόνους και το έγκλημα της αιμομιξίας. Σε αυτόν το ‘’μεγαλόπρεπο ουρανό της καταιγίδας, που τον συνταράζει ολόκληρο η πνοή του θαύματος’’, γράφει για τον Καλόγερο ο Αντρέ Μπρετόν, ‘’το πάθος της αιωνιότητας συνεπαίρνει αδιάκοπα τα πρόσωπα, αποσπώντας από τη συμφορά τους αξέχαστους τόνους’’. Ο Αμβρόσιος, πουλάει τη ψυχή του στον Εωσφόρο, για να αποφύγει την autodafe της Ιεράς Εξέτασης, μα ο απαγορευμένος εκμαυλιστής του τον οδηγεί στην αποκαλυπτική και εξίσου τρομακτική πτώση και συντριβή.

Ως ηθικοπλαστική αφήγηση, ο Καλόγερος είναι την ίδια στιγμή συμβατικός, προβάλλοντας την πτώση των ηθικά ακόλαστων και συνάμα νεωτερικός, αφού στερείται οποιασδήποτε θείας παρέμβασης, ενσωματώνοντας πλείστα στοιχεία, τόσο προγενέστερων όσο και επιγενόμενων gothic μυθιστορημάτων, όπως η οικτρή θυματοποίηση και απώλεια αθώων χαρακτήρων. Στο κάδρο των θλιβερών θυμάτων, την πρωτοκαθεδρία κατέχει στον Καλόγερο το γυναικείο φύλο. Οι γυναίκες εμφανίζονται να πρωταγωνιστούν σε αισθησιακές σκηνές, προσπαθώντας να  οικοδομήσουν ένα καλύτερο αύριο, αλλά πάντα καταλήγουν δυστυχείς, υποφέροντας τη βιαιότητα του δυνατού πάνω στον αδύναμο. Χαρακτηριστική είναι η παρένθετη αφήγηση της Αγνής. Στην αρχή, η έγκυος γυναίκα φυλακίζεται γιατί διαπράττει μοιχεία. Κατόπιν εξαφανίζεται από τους οικείους της, ενώ η επίκληση της Παπικής εντολής για απελευθέρωσή της αγνοείται από την Ηγουμένη της μονής. Εντέλει το νεογέννητο παιδί της και εκείνη αφήνονται να λιμοκτονήσουν. Ίσως θα παρατηρήσετε πως στον Καλόγερο, γυναίκες είναι οι υπαίτιοι της κακοτυχίας άλλων γυναικών. Η μητέρα της Αντωνίας, η Ελβίρα δύσκολα θα μπορούσε να διαλέξει χειρότερο σύμβουλο για την αθώα παιδίσκη από την αδελφή της, τη Λιονέλα, που ευθύνεται για πολλές από τις δυστυχίες που μέλλονται στην Αντωνία.   
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, το ανδρικό και το γυναικείο φύλο μπλέκονται στον ασταθή χαρακτήρα του Ροζάριο/ Ματθίλδης στον Καλόγερο. Το υπερφυσικό σώμα που προσωποποιείται στη διαβολική Ματθίλδη είναι ένα αμφιλεγόμενο όν, που χειρίζεται το σεξ ως μέσο επιβολής. Κατ’ αντιστοιχία με τα δυσδιάκριτα φύλα, ο Λιούις επιλέγει την ανατροπή των παραδοσιακών έμφυλων ρόλων. Οι άνδρες παρουσιάζονται εξαιρετικά θηλυπρεπείς με προεξάρχοντα τον Αμβρόσιο, που είναι ο πλέον αδύναμος χαρακτήρας, παραδοσιακά προορισμένος από το gothic για θηλυκές υπάρξεις, όπως η Ματίλντα από το Κάστρο των Γούλφενμπαχ της Ελίζα Πάρσονς. Επηρεασμένος από τον Φουκώ, ο κριτικός Ρόμπερτ Μάιλς υποστηρίζει πως Ο Καλόγερος είναι το μυθιστόρημα της μεταμφίεσης και της ‘’απόκρυψης’’ των χαρακτήρων, κάνοντας σαφή νύξη στην ομοφυλοφιλία του Λιούις.

Η Αμερικανίδα συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια Σούζαν Σόνταγκ μάλιστα εισάγει την αντιστοιχία του gothic με την αισθητική του camp ή άλλως τη θεατρικότητα, την υπερβολή και την παραχάραξη, ως σηματοδότηση της ένταξης του Καλόγερου στο κίνημα αμφισβήτησης της φυσικότητας και της αυθεντικότητας των φύλων του queer.H αποστροφή του queer στον Λιούις απαντάται στον τρόπο με τον οποίο το σώμα μπορεί να παρερμηνευθεί. Η φωνή και το βλέμμα των ηρώων, ως αγωγοί της επιθυμίας και του φόβου, είναι σημαίνοντα σύγχυσης της διάκρισης των δύο φύλων και κατ’ επέκταση κρίσης των νοημάτων του ίδιου του γραπτού. Αυτή η αγωνία να κατανοήσουμε την επιθυμία σε φασματικά –όχι και τόσο ορατά- σώματα (όπως είναι τα υπερφυσικά όντα) συνδέεται στον πρώιμο 19ο με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αγκυλώσεις, όταν βέβαια το Υποκείμενο του πόθου καθρεφτίζεται στην ομοφυλόφιλη επιθυμία. Οι κατηγορίες του αρσενικού και του θηλυκού εμφανίζονται ασταθείς κι εδώ ακριβώς εγείρεται το ζήτημα του queer στο gothic. Η δυνατότητα της σύγχυσης του φύλου στο gothic είναι μια συνειδητή προβολή της επιλογής του σώματος στην απαγορευμένη επιθυμία, σε μιαν εποχή επιβολής πυκνού πέπλου σιωπής, ακόμη και ποινικού κολασμού της απλής αναφοράς στη διαφορετικότητα.        

Την κοινωνιολογική προσέγγιση της Σόνταγκ, εκτιμώ ότι συμπληρώνει από μια διαφορετική οπτική η πολιτική παρέμβαση, που επιχειρεί ο ‘’Monk’’ Μάθιου Λιούις. Με αφορμή την αιώνια εχθρότητα των περιούσιων προτεσταντών /ρεπουμπλικανών του μεγάλου Νησιού για την καθολική και μοναρχική Ισπανία, ο Λιούις μπήγει βαθιά το νυστέρι της γραφίδας του στο σαπισμένο κορμί ενός φαύλου ιερατείου και μιας απάνθρωπης πολιτικής εξουσίας, επισημαίνοντας την επίγεια κόλαση που μας επιφυλάσσει ο απαίδευτος όχλος. Σε αυτήν την κατεύθυνση, ο Καλόγερος εν έτει 1796 σχηματοποιεί  το Αγγλικό ΄Εθνος, υπεραμυνόμενος μιας σειράς δυισμών και εισηγούμενος την ενοποιητική ταυτότητα των Βρετανών. Πως κατορθώνεται αυτή; Μην ξεχνάμε ότι η Αγγλία του ύστερου 18ου κινδυνεύει από τη σύγκρουση της φεύγουσας αριστοκρατίας, που συνεχίζει να κατέχει πολιτική ισχύ, με την αναδυόμενη μέση τάξη. Η αποικιοκρατική Αγγλία συνταράσσεται εσωτερικά από τις αφηγήσεις των μειονοτήτων, τις ετερογενείς ιστορίες αντιμαχόμενων λαών, τις ανταγωνιστικές περιχαρακώσεις των διακριτών πολιτισμών. Ο Λιούις δραματοποιεί τον κατακερματισμό ενός Έθνους, αλλά ταυτόχρονα υπερθεματίζει με επίταση πως η Αγγλία είναι και πρέπει να παραμείνει Μία. Αντί της αφοσίωσης στην ανάδειξη της διαφορετικότητας, η αναθεωρητική πολιτική ηγεσία μιας εύπορης και μορφωμένης αστικής ιδεολογίας οικοδομεί την ενότητα του μητροπολιτικού Εαυτού, δια της ιεραρχικής ενσωμάτωσης του εποικισμένου Άλλου.

Το gothic μυθιστόρημα αφηγείται ένα συνεκτικό εθνικό κείμενο, που μπορεί να είναι ένα τέρας, μπορεί να είναι ένα ψηφιδωτό εκλεκτών μεν, εν πολλοίς τυχαίων υπο-κειμένων αφηγήσεων, αλλά τουλάχιστον είναι ένα Αγγλικό τέρας, συνεπώς προτιμότερο έναντι του τρόμου, που συναντούμε εκτός της εθνικής υπόστασης. Εν προκειμένω στην Ίβηρα, αντίπαλη υπερδύναμη της εποχής.   
Αποτίοντας φόρο τιμής στο γενάρχη του gothic Horace Walpol και το Κάστρο του Οτράντο του 1764, ο Μάθιου Λιούις εισάγει τα ζητήματα της ταυτότητας και της gay κουλτούρας, ενσωματώνοντας στον Καλόγερο τους καλά κρυμένους ‘’σκελετούς στη ντουλάπα’’της αιμομιξίας και της παραχάραξης. Στο πρόσωπο του Θεόδωρου, υπηρέτη του Αμβρόσιου εδώ  –ιδιοκτήτη του Κάστρου στο Οτράντο- ο Λιούις οικοδομεί μια queer- αρσενική gothic παράδοση, που λειτουργεί τόσο υπονομευτικά όσο και απελευθερωτικά προς δύο κατευθύνσεις: είναι το μέσο για την απόκτηση ταυτότητας σε ατομικό όσο και εθνικό επίπεδο, ενώ διεκδικεί την καλλιτεχνική κληρονομιά, που δεν βασίζεται στην πρωτοκαθεδρία ή την ακεραιότητα της καταγωγής. Ο Καλόγερος χαράζει μια ευκρινή διαχωριστική γραμμή μεταξύ  ‘’καλής’’ και ‘’κακής’’ επιθυμίας, αφήνοντας ορισμένες από τις προσωπικές κλίσεις του συγγραφέα στη δεύτερη. Ανεξάρτητα αν επιλέξουμε να δώσουμε έμφαση στις πλέον συντηρητικές ή τις πιο ανατρεπτικές επιθυμίες της ανθρώπινης ψυχής -μια κατάσταση ανώμαλη αλλά τόσο τυπική για το gothic- ο Καλόγερος παραμένει, πάνω από 200 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, ένα μυθιστόρημα για τη διαρκή μάχη, ατομική ή συλλογική, δημιουργίας ενός ανανεωτικού Εαυτού, στα πρότυπα και την ηθική συγκρότηση, που μας κληρονόμησε η παράδοση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.  
 
Γιώργος Στυλιανού