Του Χριστόφορου Παπαδόπουλου

Πριν από δύο εβδομάδες ο Κώστας Σημίτης δημοσίευσε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» άρθρο για την Ευρώπη. Η συμβολή του πήγε γενικά άπατη, ελάχιστοι ασχολήθηκαν, πλην των «διατεταγμένων», με εξαίρεση τον Γιάννη Δραγασάκη που σε συνέντευξη του το χαρακτήρισε ενδιαφέρον, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τον εγκλωβισμό του πρώην πρωθυπουργού στους ιδεολογικούς και πολιτικούς «μονόδρομους».
 
Στις αρετές του κειμένου Σημίτη είναι αφενός η διαπίστωση ότι η επίλυση του ελληνικού προβλήματος, δηλαδή της μη βιωσιμότητας του χρέους, είναι ευρωπαϊκή και πολιτική, δηλαδή ανεξάρτητη από τις «επιδόσεις» της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, και αφετέρου η αναφορά στους μηχανισμούς που έχουν δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης, προκειμένου να διατηρηθεί αναλλοίωτο το νεοφιλελεύθερο μείγμα πολιτικής στο μέλλον, αναφέροντας χαρακτηριστικά το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» και το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο».
 
Τα ίδια λόγια χρησιμοποίησε και ο Σαμαράς στη Βουλή κατά τη συζήτηση  της μομφής του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να αποδείξει ότι η πολιτική των μνημονίων είναι ο ορίζοντας της ανθρωπότητας, και σε κάθε περίπτωση της Ευρώπης. Επειδή λίγα πράγματα έχουν γραφτεί και ελάχιστα πολιτικά έχουν ειπωθεί σχετικά με την εγκαθίδρυση εκτεταμένων εξουσιών εποπτείας και επιτήρησης των κρατών από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ας το αναλύσουμε.
 
 Οι ευρωπαϊκές ελίτ, οι δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες, διάβασαν την οικονομική κρίση ως μια μεγάλη ευκαιρία για τη μακροημέρευση, για τη διαχρονική επιβίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομίας και πολιτικής στην Ευρώπη, με νέες πιο αυστηρές και αυταρχικές δομές και με κυρίαρχο στοιχείο την οικονομική και πολιτική ισχύ των πλεονασματικών χωρών και ιδιαίτερα της Γερμανίας(*).

Στην πραγματικότητα χτίζεται μια νέα μορφή πολιτικής ενοποίησης, με τρία κύρια χαρακτηριστικά: τη θεσμοποίηση, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, της λιτότητας ως της μονής επιτρεπτής δημοσιονομικής πολιτικής, την ύπαρξη ενός «τιμωρητικού» ευρωπαϊκού μηχανισμού ύστατης καταφυγής για τα κράτη μέλη και την εξαίρεση των δημοκρατικών διαδικασιών, της πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης των οικονομικών πολιτικών. Συγκεκριμένα, η νέα αρχιτεκτονική της πολιτικής ενοποίησης και της ΟΝΕ συγκροτείται και περιγράφεται μέσω των παρακάτω διαδικασιών:

– Με το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να στέλνουν για έγκριση στην Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάθε άνοιξη τα προσχέδια των εθνικών τους προϋπολογισμών, προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσο συνάδουν με τις πολιτικές κατευθύνσεις της Ε. Ε. και, σε περίπτωση αποκλίσεων, δηλαδή στην πιθανότητα άσκησης εναλλακτικής πολιτικής, θα επιστρέφονται πίσω για «διόρθωση».
 
– Με το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (Οικονομική Διακυβέρνηση) το οποίο γίνεται πιο ανελαστικό και τιμωρητικό σε σύγκριση με το παρελθόν, αφού η μη επίτευξη των ορίων του δημόσιου ελλείμματος (3% του ΑΕΠ) και του συσσωρευμένου χρέους (60% του ΑΕΠ) επιφέρουν ποινές και χρηματικά πρόστιμα (ακόμα και πάγωμα του δανεισμού) στους «παραβάτες». Οι νέες ρυθμίσεις, μάλιστα, υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τους μακροοικονομικούς δείκτες, όπως τον πληθωρισμό, το ανά μονάδα εργατικό κόστος, τις τιμές των ακινήτων, τις πιστώσεις των τραπεζών στα γερμανικά όρια, ανεξάρτητα αν οι κοινωνικοί δείκτες είναι στο κόκκινο, η ανεργία για παράδειγμα.

Η εικόνα της νέας Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης δεν περικλείεται αποκλειστικά στις δύο παραπάνω διαδικασίες, αλλά συμπληρώνεται αφενός με την πολιτική δέσμευση όλης σχεδόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πλην Αγγλίας και Τσεχίας) στις πολιτικές λιτότητας δια μέσω του Δημοσιονομικού Συμφώνου (συμφωνία Μέρκελ- Σαρκοζί) και αφετέρου με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που θα αποτελεί πλέον τον μηχανισμό τελευταίας καταφυγής για την επιβολή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας και των μνημονίων.
 
Τούτων δοθέντων, η ευρωπαϊκή Αριστερά, και ιδιαίτερα το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), επαγγέλλεται την επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, απαλλαγή από τις πολιτικές της λιτότητας και της ύφεσης, αντιστροφή στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την  ιδιωτικοποίηση των δημοσίων πόρων, μα πάνω απ’ όλα σημαίνει τη σύζευξη της δημοκρατίας με την πολιτική, δηλαδή την εγγύτητα  των ίδιων των κοινωνιών, δηλαδή των πολιτών, στη λήψη των αποφάσεων. 
 
Η εξαγγελία του ΚΕΑ, και εν πολλοίς του ΣΥΡΙΖΑ που ηγείται σήμερα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, θα θύμιζε την επαγγελία της αδύνατος επανάστασης, για να θυμηθούμε τον Άγγελο Ελεφάντη, αν δεν εδραζόταν στις πραγματικές αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αλλά και της ίδιας της κρίσης του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός της κρίσης οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις και γεννά νέες δισεπίλυτες αντιφάσεις: οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, ενώ εκτεταμένες περιοχές του κόσμου βυθίζονται στην φτώχεια, τη μιζέρια και την ανασφάλεια ακόμα και στις ίδιες τις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Στα προηγούμενα να προσθέσουμε και τα θύματα της κλιματικής αλλαγής, που απειλούν τις κοινωνίες της Δύσης με ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές.
 
Αλλά και στη Δύση το «κοινωνικό ασανσέρ» μπλοκάρεται για τα μεσαία και λαϊκά στρώματα, με συνέπεια η υπόσχεση για κοινωνική ευημερία να αφορά ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού και με αυτή την έννοια να μην υπάρχουν πλέον δυνατότητες για συναινέσεις στην αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος. Με την ίδια έννοια η δημοκρατία θεωρείται πλέον βαρίδι στην οικονομική ανάπτυξη και αντικαθίσταται από το κράτος έκτακτης ανάγκης και τη βιοπολιτική.
 
Όλα τα παραπάνω δεν αφορούν τις παλιές αναλύσεις της «Νέας Αριστεράς» για τις αντιθέσεις Μητρόπολης- Περιφέρειας, αλλά τις νέες αντιθέσεις που απειλούν το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις δεδομένες αντιθέσεις του πλεονασματικού ευρωπαϊκού Βορρά και του ελλειμματικού ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και με τις συνεχώς διευρυνόμενες νέες ανισότητες ακόμα και στον πλούσιο Βορρά. Η ανεργία ήρθε για να μείνει στην Ε. Ε. και ιδιαίτερα η ανεργία των νέων, που μετρά ήδη 5,5 εκατομμύρια ανέργους στις ηλικίες κάτω των 25 ετών.
 
Είναι χαρακτηριστικά ότι η μεγάλη Συνδιάσκεψη των 24 ηγετών των χωρών της Ε. Ε. για την ανεργία των νέων, στο Παρίσι, κατέληξε στο πενιχρό αποτέλεσμα να αποφασιστεί η δαπάνη μόλις 6 δισ. ευρώ για να «καταπολεμηθεί» ένα κοινωνικό δεδομένο που απειλεί να τινάξει στον αέρα τις προσδοκίες όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Στη Γερμανία με τα θηριώδη εμπορικά πλεονάσματα, 5 εκατομμύρια ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και άλλοι τόσοι απασχολούνται στις λεγόμενες mini jobs με μισθούς μικρότερους των 500 ευρώ και  συντηρούνται με την προσθήκη των κοινωνικών επιδομάτων, που και αυτά συρρικνώνονται.
 
Αυτά βεβαίως δεν απασχολούν ούτε τον Σημίτη ούτε τον Σαμαρά, δεν απασχολούν ούτε το ΠΑΣΟΚ, καλά-καλά ούτε και την κεντροαριστερά, αφού όλοι τους ορκίζονται στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» και θεωρούν απόλυτα λογικές τις «μεταρρυθμίσεις» στην αγοράς εργασίας και τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως θεωρούν ρεαλισμό τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την άρση της καθολικότητας των συστημάτων υγείας και παιδείας και την αντικατάστασή τους από ένα δίχτυ προστασίας για τους πιο αδύνατους και τους πιο εξαθλιωμένους. Στην καλύτερη περίπτωση αφιερώνουν λίγες γραμμές, λίγες λέξεις συμπάθειας στα κείμενα και στον  δημόσιο λόγο υπέρ αδυνάτων, το ίδιο και στα ζητήματα δημοκρατίας, όπου το αντίδοτο που προτείνουν είναι λίγες περισσότερες αρμοδιότητες στο ευρωκοινοβούλιο.
 
(*) Αναλυτικά στοιχεία για τη δομή της Νέας ΟΝΕ υπάρχουν στη σχετική έκδοση της GUE/NGL, που επιμελήθηκε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος  Χουντής.