Του Κώστα Εφήμερου

Στις 9 Δεκεμβρίου ξεκινάει η δίκη του Θεόδωρου Σίψα, ο οποίος κατηγορείται για τον εμπρησμό της Marfin στις 5 Μαΐου του 2010. Ήταν τότε που τρείς άνθρωποι (η μία έγκυος) έχασαν τη ζωή τους μετά τη δολοφονική επίθεση με μολότοφ στο υποκατάστημα της τράπεζα το οποίο βρισκόταν επί της οδό Σταδίου. Η τραγωδία αυτή άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της και αποτέλεσε μοχλό πόλωσης στην ελληνική κοινωνία, αφού προσέφερε τα πρώτα θύματα «αριστερής» βίας μετά από πολλά χρόνια. Αυτοί όμως που βίωσαν εντονότερα τις συνέπειες είναι φυσικά οι οικογένειες των θυμάτων.
 
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ρολάν Μπάρτ έλεγε ότι «ο καθένας μας έχει τον δικό του ρυθμό στο πένθος» και οι οικογένειες των θυμάτων σίγουρα χρειάζονται την τιμωρία των ενόχων προκειμένου να μπορέσουν -αν γίνεται στην πραγματικότητα αυτό- να προχωρήσουν παρακάτω. Όχι όμως την τιμωρία οποιουδήποτε «ενόχου» αλλά του πραγματικού. Και εδώ τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας περιπλέκουν πολύ την κατάσταση 
 
Το ιστορικό της σύλληψης

Λίγες μέρες πριν από την πρώτη μαύρη επέτειο της Marfin, φτάνει στην αστυνομία μια ανώνυμη επιστολή που κατονομάζει τρεις ανθρώπους ως υποκινητές των όσων συμβαίνουν στην Κερατατέα (η ορθογραφία από το πρωτότυπο) οι οποίοι, σύμφωνα πάντα με την επιστολή, εμπλέκονται και στην υπόθεση της Marfin. Το τυπωμένο σημείωμα περιλαμβάνει επίσης στοιχεία για τους υποτιθέμενους υπόπτους, όπως τα κινητά τους τηλέφωνα, τις διευθύνσεις κατοικίας τους και τις πινακίδες κυκλοφορίας των οχημάτων τους. Η αστυνομία δεν φαίνεται να κάνει καμία προσπάθεια να ανακαλύψει ποιος είναι αυτός που κάνει την καταγγελία, αναζητώντας π.χ. δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά όπως είναι φυσιολογικό προχωράει την έρευνα για τους υπόπτους. Η εσωτερική αυτή διαδικασία θα κρατήσει ελάχιστα, και λίγες μέρες πρίν την επέτειο γίνονται οι συλλήψεις. Ο κρατικός μηχανισμός γιορτάζει την 5η Μαΐου επιδεικνύοντας την επιτυχία του και τα ιδιωτικά κανάλια σέρνουν τον χορό.
 
Όταν όμως η υπόθεση φτάνει στην προανάκριση εμφανίζονται τα πρώτα σημεία προχειρότητας της αστυνομικής έρευνας. Ο ένας από τους τρεις απαλλάσσεται αμέσως από τις κατηγορίες, αφού οι αυτόπτες μάρτυρες τον αναγνωρίζουν 100% ως έναν απ' αυτούς που προσπαθούσαν να αποτρέψουν τους δράστες από το σπάσιμο των βιτρινών και τη ρήψη μολότοφ. Αλλά για τον Σίψα προκύπτει διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα και η απόφαση προφυλάκισης παραπέμπεται στο συμβούλιο, το οποίο αφού εξετάζει την υπόθεση τους αφήνει ανήμερα της μαύρης επετείου ελεύθερους με περιοριστικούς όρους.
 
Κάτι δεν πάει καλά με τον φάκελο της αστυνομίας

Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποια ήταν η διαφωνία μεταξύ εισαγγελέα και ανακριτή, αλλά από τα στοιχεία που έχουμε μπορούμε να σημειώσουμε μερικά ενδιαφέροντα σημεία που προκύπτουν από τις φωτογραφίες της ίδιας της αστυνομίας. Ο ταυτοποιημένος ως δράστης, όχι απλώς φοράει άλλα παπούτσια (αθλητικά Adidas αντί για Puma) όπως είχε συμβεί σε παλιότερο περιστατικό αστυνομικής αυθαιρεσίας, αλλά είναι εντελώς διαφορετικά ενδεδυμένος. Φοράει διαφορετικό παντελόνι τζιν, έχει περασμένο στην πλάτη σακίδιο (ο Σίψας δεν είχε σακίδιο και κρατούσε στο χέρι κράνος), φοράει γάντια, άλλο χρώμα τζόκεϊ καπέλο, και κοντομάνικο αντί για το πουκάμισο που φορούσε ο κατηγορούμενος. Επιπλέον ο Σίψας δεν φοράει σε καμία φωτογραφία γυαλιά (φορούσε φακούς επαφής), ενώ ο δράστης στις φωτογραφίες της αστυνομίας φαίνεται να φοράει γυαλιά μυωπίας και μπαντάνα που δυσχεραίνει την ταυτοποίησή του.
 
Η αστυνομία δεν έχει πρόβλημα με όλ' αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία αφού, όπως διαβάζουμε σε ένορκη κατάθεση αστυνομικού, «οι αναρχικοί συνηθίζουν να αλλάζουν ρούχα για να μην ταυτοποιούνται». Κι αν όμως υποθέσουμε ότι αυτό είναι πάγια πρακτική των αναρχικών, θα πρέπει ο δράστης να κουβαλούσε μαζί του ολόκληρη γκαρνταρόμπα, και μάλιστα να πέταξε και τα γυαλιά οράσεως που έφερε μαζί του. Αυτό όμως που δεν εξηγεί η κατάθεση του αστυνομικού είναι γιατί είναι ανάποδες οι ώρες στις φωτογραφίες της αστυνομίας. Παρατηρώντας το υλικό και τις ώρες που αναγράφονται πάνω στις φωτογραφίες με βάση τις οποίες αναγνωρίζεται ο Σίψας, φαίνεται ότι ο κατηγορούμενος φορούσε τα διαφορετικά ρούχα πριν το χτύπημα. Δηλαδή αυτό που ισχυρίζεται ο αστυνομικός είναι ότι ο Σίψας πήγε στην πορεία με άλλα ρούχα, πριν φτάσει μπροστά από τη Σταδίου σταμάτησε, άλλαξε όλα του τα ρούχα, ξεφορτώθηκε το κράνος του, χτύπησε την τράπεζα και μετά έφυγε φορώντας τα ρούχα με τα οποία είχε πετάξει τις μολότοφ στη Marfin! Σας φαίνεται κάπως παράλογο; Περιμένετε λίγο ακόμα, οι αστυνομικές καταθέσεις γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέρουσες.
 
Σε άλλο σημείο, όταν ο αστυνομικός καλείται να εξηγήσει τη διαφορά στα παπούτσια διαβάζουμε ότι «ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί την προτίμησή του στα ακριβά παπούτσια», ενώ ακόμα παρακάτω, όταν φτάνουμε στο θέμα των γυαλιών οράσεως ο σουρεαλισμός χτυπάει κόκκινο, αφού «ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι έχει μυωπία». Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί επίσης ότι έχει δύο πόδια, αλλά αυτό σπάνια είναι αρκετό για να παραπέμψεις κάποιον για δολοφονία.
 
Ακόμα πιο περίεργη είναι η στάση της ειδικής υπηρεσίας σήμανσης της ΓΑΔΑ (του ελληνικού CSI): Όταν ο ανακριτής στέλνει εκ νέου τις φωτογραφίες του υπόπτου για ταυτοποίηση με τις φωτογραφίες του δράστη, σε λίγες ώρες ο φάκελος επιστρέφεται με τη σημείωση ότι η κακή ποιότητα των φωτογραφιών δεν επιτρέπει να γίνει ταυτοποιητική ανάλυση. Και όμως, οι φωτογραφίες που έχουμε στη διάθεσή μας από το αρχείο της αστυνομίας δεν φαίνονται τόσο κακής ποιότητας. Αφού η υπόθεση δεν έχει φτάσει στο ακροατήριο αποφασίσαμε να μην τις δημοσιεύσουμε, ωστόσο απευθυνθήκαμε σε ιατροδικαστή ο οποίος μας ανέφερε ότι συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά «βιομετρικά δείχνουν να έχουν απόκλιση μεταξύ των δύο ανδρών». Για τον λόγο που αναφέραμε παραπάνω δεν θα μπούμε αυτή τη στιγμή σε λεπτομέρειες.
 
Ένα ακόμα περίεργο περιστατικό

Την ημέρα που γίνεται η σύλληψη του Σίψα για τη δολοφονία των υπαλλήλων της Marfin, η αστυνομία καταγράφει ότι ο ύποπτος έφερε μαζί του κινητό τηλέφωνο της τάδε εταιρίας κινητής τηλεφωνίας που έφερε τον τάδε δεκαεξαψήφιο κωδικό SIM που αντιστοιχεί στο τάδε νούμερο κινητού τηλεφώνου. Βάσει αυτού του εγγράφου ζητείται από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, αλλά η απάντηση της εταιρείας προκαλεί πολλά ερωτηματικά. Σύμφωνα μ' αυτήν, το συγκεκριμένο νούμερο (καρτοκινητό) άνηκε όντως στον ύποπτο αλλά ήταν ανενεργό ήδη ένα χρόνο πριν από την υπόθεση της Marfin. Έφερε ο Σίψας μαζί του τηλέφωνο που ήταν απενεργοποιημένο; Γιατί; Δεν βρίσκουμε κάποια προφανή απάντηση.
 
Πώς φτάνουμε στην δίκη

Θα περάσει ένας ακόμα χρόνος μέχρι να προχωρήσει η δικαστική διαδικασία, και θα μεσολαβήσει η δολοφονία του Παύλου Φύσσα που θα πυροδοτήσει εκ νέου πόλωση στην ελληνική κοινωνία. Ο Σίμος Κεδίκογλου έρχεται σε δύσκολη θέση όταν η αστυνομία επιτίθεται στα «σταγονίδια» της Χρυσής Αυγής και χρειάζεται επειγόντως κάτι και από το άλλο άκρο. Σε τηλεοπτική του εμφάνιση αναφέρει ότι ή ελληνική αστυνομία κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι όπως στη Marfin όπου συνελήφθησαν οι τρεις ένοχοι, έτσι και στην υπόθεση της Χ.Α. η αστυνομία θα κάνει τη δουλειά της. Όταν η δημοσιογράφος εξανίσταται αναφέροντας ότι δεν έχουν συλληφθεί οι ένοχοι της Marfin, ο κ.Κεδίκογλου επιμένει στη δική του ενημέρωση. Το περίεργο δεν είναι ότι ο υπουργός δεν ξέρει ότι ο ένας εκ των τριών έχει απαλλαγεί οριστικά, ούτε οτι την επομένη ο Αντώνης Σαμαρας μιλώντας στην Κ.Ο. της Ν.Δ. μιλάει για τους ενόχους της Marfin που θα τιμωρηθούν αυστηρά. Το περίεργο είναι ότι λίγες ημέρες αργότερα, η εφημερίδα Real News δημοσιεύει με διαρροή το παραπεμπτικό βούλευμα της δικαιοσύνης με το οποίο παραπέμπονται οι Θεόδωρος Σίψας και Παύλος Αντρεεβ, για την υπόθεση της Marfin και του Ιανού αντιστοίχως.
 
Το δημοσίευμα βρίθει ανακριβειών. Αναφέρει ότι οι δράστες έχουν αναγνωριστεί 100% από αυτόπτες μάρτυρες που βρίσκονταν εντός του βιβλιοπωλείου Ιανός, ωστόσο η μοναδική αναφορά από τις καταθέσεις σε ποσοστό 100% φαίνεται να είναι υπέρ του τρίτου συλληφθέντα ως αθώου για τα συμβάντα, ο οποίος και απαλλάχθηκε οριστικά. Η δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ Ιωάννα Μάνδρου βγαίνει στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ και λέει ότι «τώρα το μόνο που μένει να δούμε είναι οι ποινές». Φαίνεται έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στις αστυνομικές διαδικασίες και στις δημοσιογραφικές πληροφορίες. Όμως θα ήταν καλύτερα να περιμένει λίγο, γιατί στο δημοσίευμα της Real News διαβάζουμε ακόμα ότι οι ύποπτοι είναι γνωστοί αναρχικοί και έχουν απασχολήσει αρκετές φορές στο παρελθόν την αστυνομία, ενώ ο δικηγόρος του Σίψα μας διαβεβαιώνει ότι ουδέποτε έχει προσαχθεί ο πελάτης του.
 
Ο Δημήτρης Κατσαρής, ο οποίος εκπροσωπεί τον Θεόδωρο Σίψα, δεν θέλει να μας πει λεπτομέρειες και αρνείται να σχολιάσει τα στοιχεία του ρεπορτάζ μέχρι να φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, αλλά καταγγέλλει ότι έχουν γίνει παρατυπίες και αφαιρέσεις σε όλη τη διαδικασία και αναφέρεται σε «άθλιο πολιτικό παιχνίδι που έχει παιχτεί πάνω στους τάφους τριών ανθρώπων».
 
Με ποιο ρυθμό θα πενθήσουν οι οικογένειες;

Η αστυνομία έχει σταματήσει τις έρευνες, έχοντας υποδείξει ως ένοχο τον Θεόδωρο Σίψα. Για λόγους που δεν έχουν γίνει ακριβώς κατανοητοί, η δικαιοσύνη έχει εμπλέξει τις δύο υποθέσεις (δολοφονία στη Marfin και επίθεση στον Ιανό), παρόλο που πρόκειται για δύο διαφορετικά περιστατικά, όπως φαίνεται και από την ίδια την αντιμετώπιση της αστυνομικής έρευνας.

Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας είναι απλώς ένα κομμάτι του πάζλ. Δεν μπορούμε καν να γνωρίζουμε πόσο μεγάλο είναι αυτό το κομμάτι, αφού δεν έχουμε μπροστά μας την μεγάλη εικόνα. Η υπόθεση θα φτάσει σύντομα στο ακροατήριο κι εκεί θα παρουσιαστούν όλα τα στοιχεία μπροστά στους ενόρκους, προκειμένου να πέσει φως στην στυγερή δολοφονία που διαπράχθηκε το απόγευμα της 5ης Μαΐου του 2010.  

Από την άλλη μεριά, αυτά που είδαμε μας δημιούργησαν έντονες αμφιβολίες για το κατά πόσον η αστυνομία έχει εκτελέσει το καθήκον της. Έχοντας μάλιστα στο μυαλό μας περιπτώσεις όπως αυτές του Ζέρβα και των «πράσινων παπουτσιών» θεωρήσαμε ότι ήταν σωστό να δημοσιεύσουμε τις παρατηρήσεις μας, αφού εδώ και περίπου ένα μήνα αναπαράγονται δημοσιεύματα που προδικάζουν την ενοχή του Θεόδωρου Σίψα, ενός ανθρώπου που αν είναι αθώος (και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται μέχρι το πέρας της δίκης) θα έχει ήδη τιμωρηθεί για κάτι που δεν έχει κάνει (σύμφωνα με τον δικηγόρο του έχει ήδη χάσει τη δουλειά του).

Ωστόσο, ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε το ρεπορτάζ δεν είναι μόνο το μέλλον του Σίψα, αλλά πρώτα και κύρια των οικογενειών των θυμάτων. Αυτοί έχουν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν από την αστυνομία να διαθέσει το μέγιστο των δυνάμεών της προκειμένου να βρεθεί ο άνθρωπος που έφερε απότομο τέλος στις ζωές των δικών τους ανθρώπων. Θα πρέπει χωρίς αμφιβολίες να τιμωρηθεί ο πραγματικός ένοχος, και όχι κάποιος αποδιοπομπαίος τράγος χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων.