Δήλωσε ο κ. Δασκαλόπουλος ότι «η οικονομία του παρασιτισμού και της αρπαχτής πρέπει να αντικατασταθεί…». Γενναία τοποθέτηση, αν σκεφτεί κανείς πόσο αφόρητα κρατικοδίαιτος είναι ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα, κάτι που αντιλαμβάνεται πολύ καλά ο πρόεδρος του ΣΕΒ όταν καλεί, λίγο πιο κάτω, τον κλάδο του «να ενώσουμε τη γνώση με το ρίσκο και το κέρδος με την καινοτομία, στην ίδια εξωστρεφή δυναμική».
 
Αλλά έκανα μια μικρή λαθροχειρία, την οποία ο παρατηρητικός αναγνώστης μπορεί και να έχει ήδη αντιληφθεί. Επιστρέφω λοιπόν στην αρχική διατύπωση του κ. Δασκαλόπουλου, χωρίς αυτή τη φορά να την ακρωτηριάσω κατά το δοκούν: «Η οικονομία του παρασιτισμού και της αρπαχτής πρέπει να αντικατασταθεί από σίδερα, τσιμέντο και φουγάρα, ώστε να δημιουργήσει δουλειές, παραγωγή και προκοπή».
 
«Σίδερα, τσιμέντο και φουγάρα» είναι λοιπόν, για μία ακόμα φορά, το σημερινό όραμα των Ελλήνων βιομηχάνων. Ό,τι δηλαδή θα κερδίσουμε σε αναπτυξιακό σφρίγος και εξωστρέφεια, να το θυσιάσουμε και πάλι σε περιβαλλοντική υποβάθμιση και πολεοδομική επιβάρυνση.
 
Αυτά δεν τα αναφέρω για να υποβαθμίσω το άνοιγμα της μεγαλύτερης εργοδοτικής οργάνωσης προς την Αριστερά. Όχι γιατί θα μπορούσε να επέλθει κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποιου είδους ταξική ειρήνη και να βαδίσουμε όλοι μαζί -εργοδότες και εργαζόμενοι ενωμένοι- στο κοινό πεπρωμένο και στην αναγέννηση της χώρας, αλλά γιατί είναι ανάγκη ο δημόσιος διάλογος να μπει σε νέα φάση, να απενοχοποιηθούν οι αντιμνημονιακές πολιτικές και να αναζητηθούν δρόμοι για την υπέρβαση της ύφεσης και της καταστροφής του κοινωνικού ιστού, που μόνο εκτός των μνημονίων έχουν τύχη.
 
Είναι λοιπόν ευχάριστο αν ο ΣΕΒ δείχνει διατεθειμένος να μπει σ’ αυτή τη δημόσια συζήτηση με την Αριστερά, γιατί με τις δυνάμεις που κυβερνούν προφανώς συζήτηση για υπέρβαση των μνημονιακών υφεσιακών πολιτικών δεν μπορεί να υπάρξει.
 
Από την άλλη, όμως, με σίδερα, τσιμέντα και φουγάρα ως αναπτυξιακό όραμα γυρνάμε εκατό χρόνια πίσω. Αν κάτι καλό βγήκε από την κρίση είναι η κατανόηση του γεγονότος ότι δεν γίνεται να γυρίσουμε πάλι εκεί απ’ όπου άρχισαν όλα, κι ότι αν προσπαθήσεις να φτιάξεις φαγητό με τις ίδιες συνταγές και με τις ίδιες αναλογίες, το ίδιο πιάτο θα σου προκύψει.
 
Όχι λοιπόν σίδερα, τσιμέντα και φουγάρα πάλι και, πάντως, όχι κυρίως αυτά. Έχει γίνει νομίζω πια φανερό ότι το μελλοντικό αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει οπωσδήποτε, τόσο για λόγους επιβίωσης της χώρας όσο και για λόγους ανάδειξης των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων, να έχει ήπια χαρακτηριστικά. Να σέβεται το περιβάλλον και την ανθρώπινη κλίμακα, να προβλέπει λεπτές ισορροπίες και συνέργειες μεταξύ πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα, να έχει ως μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, να επενδύει στην ποιότητα, να ενισχύει την ύπαιθρο και τις αποκεντρωμένες κοινότητες της, να δώσει ιδιαίτερο βάρος στην παιδεία και στον πολιτισμό, φυσικά και στη γνώση και στην καινοτομία – να λοιπόν ένα σημείο σύγκλισης.
 
Κομμάτι της μνημονιακής λογικής είναι και η ισοπέδωση των περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων για χάρη του κέρδους. Κομμάτι της είναι βέβαια επίσης η επιδίωξη του ίδιου του κέρδους ως αυτοσκοπού, και όχι ως μοχλού κοινωνικής ευημερίας και αειφορίας. Όποιος αποδέχεται λοιπόν, και πολύ καλά κάνει, ότι τα μνημόνια είναι τροχοπέδη, πρέπει να σχεδιάσει το πρόγραμμα εθνικής ανασυγκρότησης βάζοντας την κοινωνική ευημερία και την αειφορία στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων.
 
Αλλά και πάλι δεν θέλω να υποβαθμίσω τη στροφή του ΣΕΒ, που μοιάζει μάλιστα να παγιώνεται. Θέλω απλώς να επισημάνω ότι σ’ αυτή τη συζήτηση που μόλις αρχίζει, για το πώς η χώρα θ’ αλλάξει το παραγωγικό και το καταναλωτικό της πρότυπο και πώς θ’ αρχίσει πάλι να παράγει αξία και να διεκδικεί την καλώς εννοούμενη αυτάρκειά της, δεν πρέπει να πέσουμε και πάλι στις παγίδες της ευκολίας. Να μην υποκύψουμε στον οικονομισμό στον οποίο μας ωθεί το επείγον της οικονομικής δυσπραγίας, και να μην εκλάβουμε την ποιότητα ως πολυτέλεια, αλλά ως μέτρο -και ταυτοχρόνως ως εργαλείο- για την επιτυχία.