Του Wolfgang Munchau στους Financial Times

Γι' αυτήν τη συμφωνία τραπεζικής ενοποίησης το ποτήρι δεν είναι ούτε μισοάδειο ούτε μισογεμάτο. Όπως δηλώνουν πολλοί σχολιαστές, η συμφωνία της προηγούμενης εβδομάδας είναι φρικτά περίπλοκη, ενώ ο ενιαίος μηχανισμός δημοσιονομικής στήριξης για τις χρεοκοπημένες τράπεζες είναι άσκοπος.

 
Πέρα από αυτές τις τεχνικές ελλείψεις, η συμφωνία εγείρει δύο ευρύτερα και πιο σημαντικά ερωτήματα: γιατί εξαρχής οι χώρες εξακολουθούν να αποδέχονται τόσο πολύπλοκες συμφωνίες (ή για να το θέσω πιο μεταφορικά γιατί οι γαλοπούλες εξακολουθούν να θέλουν τα Χριστούγεννα) και ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των δράσεων;
 
Για να απαντήσει κανείς στο πρώτο ερώτημα αξίζει να δει πώς εξελίχθηκε η συζήτηση. Εν όψει των διαπραγματεύσεων, αρκετοί υπουργοί Οικονομικών ζήτησαν να υπάρξει κοινή δημοσιονομική στήριξη με την παροχή γραμμής πίστωσης στο ταμείο εκκαθάρισης. Ήταν ένα λογικό αίτημα. Κι όμως, αυτό δεν έγινε ποτέ. Το μόνο που έλαβαν ήταν κάποιες θερμές δηλώσεις από τη Γερμανία ότι θα μπορούσε να συζητηθεί ξανά το θέμα σε καμιά δεκαετία. Ορισμένοι από τους υπουργούς Οικονομικών προσπάθησαν να κρύψουν αυτήν την ταπεινωτική ήττα υποκρινόμενοι ότι ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υποχώρησε σε μία πολύ σημαντική αρχή.
 
Δεν έγινε όμως έτσι. Η τραπεζική ενοποίηση που συμφωνήθηκε ήταν η τραπεζική ενοποίηση που ο Β. Σόιμπλε πάντα ήθελε. Δεν θέλει να πληρώσουν οι Γερμανοί φορολογούμενοι για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών σε άλλες χώρες. Και δεν θέλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή οποιοσδήποτε άλλος να κλείσει γερμανική τράπεζα. Εάν υπήρξε ποτέ απόλυτη νίκη στους κόλπους της Ε.Ε., ήταν αυτή.
 
Γιατί το δέχθηκαν, όμως, οι υπόλοιποι; Θυμηθείτε την προηγούμενη συζήτηση περί δημοσιονομικής ολοκλήρωσης. Κατέληξε στο δημοσιονομικό συμβόλαιο, ένα όχημα για την απόδοση μόνιμης λιτότητας αναγκάζοντας τις χώρες να αποπληρώσουν τα πλεονάζοντα χρέη τους μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Οι χώρες της περιφέρειας δέχθηκαν τη λιτότητα, αλλά δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη δέσμευση του Βερολίνου για αμοιβαιοποίηση του χρέους ως αντάλλαγμα. Το Βερολίνο πέτυχε τα πάντα στη συμφωνία χωρίς να δώσει τίποτα: περισσότερη δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς κανένα κόστος για τη Γερμανία.
 
Μία εξήγηση είναι πως ο Β. Σόιμπλε είναι καταπληκτικός δικηγόρος και καλύτερα προετοιμασμένος από τους συνομιλητές του στη διαπραγμάτευση. Η θεμελιώδης αιτία, όμως, είναι πως οι χώρες της περιφέρειας ποτέ δεν κατάφεραν ή δεν ήθελαν να σχηματίσουν έναν αποτελεσματικό συνασπισμό απέναντι στη Γερμανία. Πόσο μάλλον να θέσουν μία αξιόπιστη απειλή ότι θα φύγουν από την ευρωζώνη εάν δεν υπάρξουν τέτοιες εγγυήσεις. Ίσως να μην εμπιστεύονται η μία την άλλη. Έχω, όμως, πειστεί ότι η Γερμανία θα είχε υποχωρήσει σε ορισμένα από αυτά τα ζητήματα εάν βρισκόταν αντιμέτωπη με μία τέτοια υπαρξιακή επιλογή. Δεν βρέθηκε, όμως, ποτέ και πιθανότατα δεν θα συμβεί ποτέ στο μέλλον.
 
Όταν έγινε σαφές ότι καμία από τις χώρες της περιφέρειας δεν θα διακινδύνευε τέτοια αντιπαράθεση, η θέση της Γερμανίας έγινε ανίκητη. Οι κυβερνήσεις της περιφέρειας με χαρά στήριζαν ό,τι ζητούσε το Βερολίνο ενόσω οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων δεν ήταν πολύ υψηλές. Η πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης ήταν να σκύψουν το κεφάλι. Και το έκαναν ψηφίζοντας υπέρ σε σειρά κακών συμφωνιών.
 
Αυτή η πολιτική, όμως, είναι πολύ κοντόφθαλμη, με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
 
Κι έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα. Το δημοσιονομικό σύμφωνο και οι προκάτοχοί του έφεραν τη λιτότητα η οποία επέφερε καταστροφικό και διαρκή αντίκτυπο στο ΑΕΠ. Η τραπεζική ενοποίηση θα επιφέρει το αντίστοιχο της λιτότητας στον χρηματοοικονομικό κλάδο – μία πιστωτική κρίση.
 
Για να το δει κανείς αυτό θα πρέπει να κατανοήσει πώς θα λειτουργήσει η τραπεζική ενοποίηση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τον εποπτικό της ρόλο ξεκινά εκτενή εκτίμηση του τραπεζικού κλάδου. Στο πλαίσιο αυτής της άσκησης, εξετάζει τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, κοιτάζει ενδελεχώς τους ισολογισμούς και υποβάλλει τις τράπεζες σε στρες τεστ. Αυτή η άσκηση θα καταλήξει ζητώντας από ορισμένες τράπεζες να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους.
 
Χωρίς ενιαία δημοσιονομική στήριξη, όμως, δεν έχει αξιοπιστία. Η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να απαιτήσει αύξηση κεφαλαίων από τις τράπεζες εάν δεν υπάρχει στήριξη. Θα διακύβευε τη χρηματοοικονομική σταθερότητα εάν εξέθετε μία τράπεζα χαρακτηρίζοντάς την υποκεφαλαιοποιημένη εάν δεν έχει πρόσβαση σε άλλα κεφάλαια. Το ταμείο εκκαθάρισης δεν θα μπορεί να βοηθήσει επειδή δεν θα είναι πλήρως αμοιβαιοποιημένο για μία δεκαετία.
 
Στην αρχή όλοι οι κίνδυνοι θα παραμείνουν στους ώμους των κρατών-μελών.
 
Εν αντιθέσει με τη Federal Deposit and Insurance Corporation στις ΗΠΑ, το ταμείο εκκαθάρισης της ευρωζώνης δεν θα έχει γραμμή πίστωσης.
 
Η ΕΚΤ κατά συνέπεια έχει κάθε κίνητρο να μαγειρέψει τα αποτελέσματα. Κι αυτό είναι εφικτό καθώς η αναθεώρηση ενός τραπεζικού ισολογισμού ή τα στρες τεστ δεν είναι ακριβώς επιστημονική διαδικασία. Η βασική μεταβλητή είναι η εκτίμηση που διατυπώνεται για το μέλλον.
 
Δυστυχώς, το μαγείρεμα δεν αλλάζει την οικονομική πραγματικότητα. Η άσκηση που θεωρητικά σκόπευε τον τερματισμό της πιστωτικής κρίσης στον τραπεζικό κλάδο τελικά θα την παρατείνει επειδή η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στην περιφέρεια θα παγώσει λόγω έλλειψης κεφαλαίων.
 
Οικονομικά, ξαναζούμε την Ιαπωνία στη δεκαετία του 1990, ενδεχομένως χειρότερα δεδομένης της κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η περιφέρεια. Το τραπεζικό σύστημα στην ευρωζώνη δεν θα μπορεί να παράσχει επαρκή πίστωση στην οικονομία, παρά μόνο στις χώρες πιστωτές. Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτού που οι υπουργοί Οικονομικών χαρακτήρισαν ιστορική απόφαση θα είναι τεράστιες.
 
Οι υπουργοί Οικονομικών της περιφέρειας που δέχθηκαν αυτήν τη συμφωνία το ξέρουν αυτό. Δεν είναι χαζοί. Και εξακολουθούν να μην ενεργούν προς το συμφέρον της. Εάν η πολιτική που ακολουθείς είναι να σκύβεις το κεφάλι, τότε μάλλον αυτήν την τραπεζική ενοποίηση αξίζεις.

(Απόδοση στα ελληνικά: Euro2day)