Όταν ο ποιητής έγραφε το 1953 «πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας θα ’χει πολλή ξηρασία»[1], το βλέπω τώρα, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε.

Όχι πως υπαινισσόταν την ανάγκη αποταμίευσης ή την αποφυγή σύναψης επισφαλών δανείων ενόψει της κρίσης που θα ερχόταν μετά από πενήντα έξι χρόνια, όχι. Είναι απολύτως βέβαιο ότι ο ποιητής είχε κατά νου άλλου είδους ελλείμματα. Ότι το χρέος για εκείνον ήταν άλλης υφής και οι αξίες -υποτιμημένες ή υπερτιμημένες- εντελώς άλλης τάξεως απ’ αυτές που σήμερα βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής μας. Η προνοητικότητά του ήταν φτιαγμένη από διαφορετικό μέταλλο.

Τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό τον πρόλαβα. Πένης, ζούσε σε μια χαμοκέλα, έδινε ποιήματα σε περιθωριακά περιοδικά κι όσα έλεγε στις λιγοστές συνεντεύξεις του ηχούσαν στ’ αυτιά μας ως εκκεντρικότητες. Τον θυμάμαι να μπαίνει σε κάτι μαγαζιά στην περιοχή της πλατείας Ομονοίας, φτωχικά ντυμένος αλλά με στυλ, πάντα με ψηλά το κεφάλι και με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν. Φαινόταν αλλοπαρμένος, αλλά -παρά τη φαινομενική τάξη των πραγμάτων- εμείς ήμασταν οι τρελοί κι εκείνος ο γνωστικός. Αν και υποπτεύομαι ότι είχε το μεγαλείο να μην κατακρίνει τη δική μας τρέλα όπως εμείς την υποτιθέμενη δική του, έτσι καθώς τρέχαμε βιαστικοί, με πολιτικά συνθήματα στο στόμα, με σημαίες και με ταμπούρλα, έτοιμοι ωστόσο να υποκύψουμε στις επερχόμενες αλλαγές των καιρών, στο κυνήγι των μπόνους, της αναγνωρισιμότητας, του εύκολου πλουτισμού κι ενός φτηνού λάιφ στάιλ, πανάκριβα εισαγόμενου. Τον βλέπαμε, λοιπόν, αλλά δεν τον κοιτούσαμε. Τον ακούγαμε χωρίς να τον καταλαβαίνουμε. Διαβάζαμε ίσως τα κείμενά του, αγνοώντας ωστόσο την ποιητική του.

Αν και προέρχομαι από οικογένεια ποιητών -ή, το πιθανότερο, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο-, από ποίηση δεν σκαμπάζω ούτε διαβάζω, άρνηση που επί χρόνια ήταν το σήμα κατατεθέν της χειραφέτησης και της αυτονομίας μου. Και βέβαια, όταν χάσεις αυτού του είδους τα τρένα δύσκολα τα ξαναπετυχαίνεις. Αλλά την ώρα της κρίσης, λόγια Ελλήνων ποιητών επανέρχονται στο μυαλό μου, όπως τα θυμάμαι και όχι όπως καταχωρήθηκαν σε τόμους ανθολογίας και σε επετειακά αφιερώματα. Σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και όχι του Όμηρου, όπως ίσως θα περίμενε ο ξένος αναγνώστης κι όπως υπαγορεύουν και τα δικά μας -εσωτερικής κατανάλωσης- στερεότυπα. Αλλά είπαμε, αφήστε με να σας δείξω τη δική μου Ελλάδα. Αφήστε με να σας απαγγείλω κάτι από τους ποιητές μας: «Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι»[2], «Ο τόπος μας είναι κλειστός, τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες»[3], «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»[4], «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν»[5], «Οι βάρβαροι σαν έρθουν θα νομοθετήσουν»[6], «Μιλώ για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα, σαν κρανία ξεδοντιασμένα»[7], «Μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου»[8], «Σώπα  όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες»[9], «Δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλή»[10] και, βέβαια, «Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει καλά είμ’ εδώ»[11]. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει. Αντισταθείτε! «Ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ, αντισταθείτε»[12].




[1] Μιχάλης Κατσαρός, «Θα σας περιμένω», 1953.
[2] Κ.Π. Καβάφης, «Περιμένοντας τους Βαρβάρους».
[3] Γιώργος Σεφέρης, «Ο τόπος μας είναι κλειστός», 1935.
[4] Ανδρέας Κάλβος, «Εις Σάμον», 1826.
[5] Μιχάλης Κατσαρός, «Υστερόγραφο», 1953.
[6] Κ.Π. Καβάφης, «Περιμένοντας τους Βαρβάρους».
[7] Μανόλης Αναγνωστάκης, «Μιλώ», 1956.
[8] Οδυσσέας Ελύτης, «Άξιον εστί», 1959.
[9] Γιάννης Ρίτσος, «Ρωμιοσύνη», 1945.
[10] Διονύσιος Σολωμός, «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», 1823.
[11] Μιχάλης Κατσαρός, Η διαθήκη μου, 1953.