Άκουγα τόσον καιρό να μιλάνε για τις θυσίες του ελληνικού λαού που πρέπει να αναγνωριστούν, που δεν πρέπει να πάνε χαμένες, που τις αναγνωρίζουν οι άλλοι Ευρωπαίοι και άλλα πολλά μελιστάλαχτα. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά σε όλο αυτό το λιβανιστήρι. Ώσπου γυρίζοντας την κασέτα πίσω στα στερεότυπα των εορταστικών δηλώσεων, κατάλαβα ακριβώς τι με ενοχλούσε.
 
Τι πάει να πει θυσία; Έχω, ας πούμε, ένα κριάρι και αποφασίζω να το θυσιάσω στους θεούς για να έχω καλή σοδειά και για να υπάρχει ειρήνη. Το κριάρι είναι δικό μου και αποφασίζω οικεία βουλήσει να το θυσιάσω για να πνεύσουν ούριοι άνεμοι για τα καράβια μου, για να πέσει βροχή στα χωράφια μου, για να αποκτήσω καλούς απογόνους ή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό της επιλογής μου. Αν το κράτος έρθει υποχρεωτικά να μου πάρει το κριάρι και να το σφάξει πάνω στο βωμό (και φάει και τα κοψίδια από πάνω) αυτό δεν το λες θυσία. Πες το κεφαλικό φόρο, πες το χαράτσι, πες το απαλλοτρίωση ή επίταξη ή αρπαγή – θυσία πάντως δεν είναι αυτό το πράγμα.
 
Η συζήτηση δεν τελειώνει εδώ. Ακόμα και στο υπόδειγμα που επικαλέστηκα, υπάρχει μια δεύτερη κρίσιμη απορία: Το κριάρι το ρώτησε κανείς;
 
Το ερώτημα δεν επιδέχεται εύκολη απάντηση, οπότε ανατρέχω στη βιβλιογραφία. Το Ευαγγέλιο μιλάει για τη θυσία του Αβραάμ – όχι του Ισαάκ. Κοίτα να δεις, όμως, παραπληροφόρηση. Ενώ ο Αβραάμ έκανε όλες τις σχετικές διαπραγματεύσεις, ο Ισαάκ ήταν εκείνος που βρέθηκε στον βωμό.
 
Οι αρχαίοι, σε μια παρόμοια περίσταση, το είχαν διατυπώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια: Η θυσία της Ιφιγένειας είπαν, όχι του Αγαμέμνονα.
 
Όταν λοιπόν ξανακούσεις να μιλάνε για «τις θυσίες του ελληνικού λαού», για τις οποίες ουδέποτε ερωτήθηκες, στις οποίες ουδέποτε συναίνεσες και στις οποίες απλώς δεν γίνεται να φέρεις εις πέρας, να θυμάσαι, ό,τι κι αν σου λένε, ότι δεν είσαι εσύ εκείνος που πραγματοποιεί τη θυσία. Όταν ακούς να μιλάνε για «τις θυσίες του ελληνικού λαού», να θυμάσαι πάντα ότι εσύ είσαι το κριάρι. Το οποίο, βέβαια, δεν έχει λαλιά να μιλήσει ούτε χέρια για να αντιδράσει.
 
Εσύ, πάλι, έχεις…