Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση 

Στα τέλη του 1990 και επί πρωθυπουργίας Κ. Μητσοτάκη, ο τότε υπουργός Παιδείας, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος προωθεί στη Βουλή πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία, που περιλαμβάνει πλήθος ρυθμίσεων για τη δευτεροβάθμια  και τριτοβάθμια εκπαίδευση .


Μεταξύ αυτών, η κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, η επιβολή «ομοιόμορφης» ενδυμασίας και «πειθαρχικού ελέγχου» της εξωσχολικής ζωής, η επανακαθιέρωση της προσευχής, της έπαρσης της σημαίας και του εκκλησιασμού (για τους μαθητές), αλλά και η λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, η επιβολή χρονικού ορίου σπουδών και οι περικοπές των κοινωνικών παροχών των φοιτητών.

Το κίνημα

Οι πρώτες καταλήψεις ξεκινούν στα τέλη Οκτωβρίου του 1990, και μέχρι τα μέσα του Δεκέμβρη, το 70% των γυμνασίων και λυκείων τελούν υπό κατάληψη. Την ίδια ώρα, τα δημοσιεύματα της εποχής κάνουν λόγο για μεγαλειώδεις πορείες διαμαρτυρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας (10.000 – 30.000 διαδηλωτές), ενώ το πολιτικό σκηνικό είναι κάτι παραπάνω από πολιτικά έκρυθμο, με την κυβέρνηση να συγκεντρώνει τα πυρά σύσσωμης της αντιπολίτευσης.

Το δεξιό παρακράτος

«Αγανακτισμένοι» γονείς και κατά βάση στελέχη της ΝΔ και της ΟΝΝΕΔ ζητούν να σταματήσουν οι καταλήψεις και επιχειρούν παρεμβάσεις σε σχολικούς χώρους, προσπαθώντας να «σπάσουν» τις καταλήψεις.

Συγκεκριμένες ομάδες τραμπούκων της ΟΝΝΕΔ είναι γνωστές για τη δράση τους στην Πάτρα (επιθέσεις, προπηλακισμοί) ήδη από το 1987.

Κατ' αντιστοιχία με τις ομάδες που μεγαλούργησαν κυρίως στο διάστημα από τα τέλη του '70, σε όλη τη δεκαετία του '80, και σποραδικά το '90 σε ολόκληρη τη χώρα: «Κένταυροι» και «Ρέιντζερς» είναι δύο μόνο από τις πλέον αναγνωρίσιμες «ομάδες κρούσης» της ΟΝΝΕΔ, δημιούργημα του Αβέρωφ, υπό την καθοδήγηση των Μιχαλολιάκου (βουλευτή Πειραιά) και Μανωλάκου.

Οι καταλήψεις συνεχίζονται

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση προχωρά σε μια μικρή αναδίπλωση τον Δεκέμβρη, με τον υπουργό Παιδείας να δηλώνει ότι τα προεδρικά διατάγματα δεν θα εφαρμοστούν για ένα τρίμηνο, έως ότου γίνουν «πλήρως κατανοητά» από μαθητές και καθηγητές. Σύντομα, οι τρεις μήνες γίνονται δώδεκα και το νομοσχέδιο τροποποιείται μερικώς, χωρίς όμως αλλαγές σε σημαντικά σημεία, όπως είναι οι πειθαρχικές διατάξεις, οι περικοπές κ.ά.

Το υπουργείο πιστεύει πως οι γιορτές των Χριστουγέννων θα λειτουργήσουν πυροσβεστικά. Με την έλευση του νέου χρόνου, ωστόσο, θα διαψευστεί, καθώς μαθητές και φοιτητές αποφασίζουν τη συνέχιση των καταλήψεων στα ΑΕΙ, τα ΤΕΙ, αλλά και σε 1.800 από τα 3.014 γυμνάσια και λύκεια της χώρας.

Ο υπουργός, Β. Κοντογιαννόπουλος, απειλεί πως όσοι συμπληρώνουν 50 απουσίες θα χάνουν τη χρονιά τους, αλλά η ΟΛΜΕ με την επανέναρξη της χρονιάς, στις 7 Ιανουαρίου του 1991, κηρύσσει στάση εργασίας, καλώντας τους καθηγητές να βρίσκονται έξω από τα σχολεία «για να συμβάλουν στην αποτροπή προκλήσεων που ίσως επιχειρηθεί να δημιουργηθούν».

Οι καθηγητές έχουν πλήρη επίγνωση των μεθόδων που χρησιμοποιεί ο κομματικός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας, καθώς οι επιθέσεις από ροπαλοφόρους σε καταληψίες και οι τραμπουκισμοί είναι κάτι παραπάνω από συχνοί.

Η βρώμικη αντικατάληψη του 3ου Λυκείου Πατρών

Στις 08 Γενάρη, στις 19.30 το απόγευμα, στην Πάτρα περίπου τριάντα στελέχη της ΟΝΝΕΔ Πάτρας, με επικεφαλής τον τοπικό πρόεδρο της οργάνωσης Ιωάννη Καλαμπόκα, επιτίθενται οπλισμένοι κατά των μαθητών στην κατάληψη του Πολυκλαδικού Λυκείου. Δεν καταφέρνουν να τους εκδιώξουν και μια ώρα αργότερα επιτίθενται στους ελάχιστους μαθητές που βρίσκονταν στο χώρο του 3ου λυκείου Πάτρας, καταφέρνοντας να τους απωθήσουν. 
 
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, συγκεντρώνονται έξω από το λύκειο δεκάδες μαθητές, καθηγητές, γονείς, δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης καθώς και ο δήμαρχος Πάτρας, Α. Καράβολας και ο βουλευτής Αχαΐας του ΠΑΣΟΚ, Α. Φούρας.
 
Τα στελέχη της ΟΝΝΕΔ αρνούνται να υποχωρήσουν από την «αντικατάληψη» και δηλώνουν ότι θα παρατείνουν την κατάληψη του λυκείου μέχρι αυτό να λειτουργήσει ξανά κανονικά.

Σύντομα, τα πνεύματα οξύνονται και αρχίζουν οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών με εκσφενδονίσεις αντικειμένων, ενώ σημειώνονται και οι πρώτοι τραυματισμοί.

Η δολοφονική επίθεση

 
Γύρω στις 23.30 το βράδυ, ομάδα καθηγητών και γονέων επιχειρεί να μπει στο κτίριο. Με το άνοιγμα της πόρτας τα μέλη της ΟΝΝΕΔ επιτίθενται στον κόσμο με σιδερολοστούς, καδρόνια και τσιμεντόλιθους.

Ο καθηγητής μαθηματικών και μέλος του Εργατικού Αντι-ιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ), Νίκος Τεμπονέρας, που είχε προστρέξει σε στήριξη της μαθητικής κατάληψης, πέφτει θανάσιμα τραυματισμένος, με ανοιγμένο το κρανίο από το σιδερολοστό του Ι.Καλαμπόκα.

Μεταφέρεται στο νοσοκομείο κλινικά νεκρός και το πρωί της 09 Ιανουαρίου παύουν όλες οι ζωτικές λειτουργίες του.

Στο νοσοκομείο μεταφέρονται επίσης άλλα τέσσερα άτομα σε σοβαρή κατάσταση και δεκάδες με ελαφρότερα τραύματα.

Η ομάδα του Καλαμπόκα εξαφανίζεται ανενόχλητη αφού η αστυνομία κάνει την εμφάνισή της, όταν τα επεισόδια έχουν πια τελειώσει.

Οι αυτόπτες μάρτυρες καταγγέλλουν ως φυσικούς αυτουργούς τον πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου Ι. Καλαμπόκα, το στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Α. Μαραγκό και τον συντροφό τους, Σ. Σπίνο.

Ακόμη 4 νεκροί

Ο Νίκος Ντεπονέρας δεν υπήρξε το μοναδικό θύμα αυτής της υπόθεσης. 

Στις 10 Ιανουαρίου κατά τη μεγαλειώδη διαδήλωση 50.000 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας, τα ΜΑΤ επιτίθενται στον κύριο όγκο των διαδηλωτών. Οι συγκρούσεις διαρκούν όλη τη μέρα και, όταν οι δυνάμεις καταστολής επιχειρούν να απωθήσουν τον κόσμο προς το Πολυτεχνείο, οι διαδηλωτές αντιστέκονται και οι συγκρούσεις κορυφώνονται.

Στη διάρκεια των συγκρούσεων, στη συμβολή των οδών Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου, επταώρο κτήριο που στεγάζει το κατάστημα ενδυμάτων «Κ. Μαρούσης» τυλίγεται στις φλόγες. Από την πρώτη στιγμή, οι διαδηλωτές καταγγέλλουν την ανεξέλεγκτη ρίψη δακρυγόνων, ως αιτία της πυρκαγιάς. 

Σύμφωνα με μαρτυρίες, η πυρκαγιά ξεκίνησε από μια βομβίδα που εκτόξευσε άνδρας των ΜΑΤ ξέσπασε

Ενώ μάλιστα στο σημείο φτάνουν πυροσβεστικές δυνάμεις για να σβήσουν τη φωτιά, σύμφωνα με καταγγελίες, έπειτα από επίθεση με χημικά από την αστυνομία, οι πυρoσβέστες αναγκάζονται να αποχωρήσουν.

Όταν η πυρκαγιά σβήσει τα μεσάνυχτα, 4 από τα 16 άτομα που ειχαν εγκλωβιστεί εντοπίζονται νεκρά:

Πρόκειται για τον 32χρονο επιχειρηματία, Περικλή Ρεπάκη, τον 57χρονο δικηγόρο, Μανόλη Κοντόπουλο, τον 59χρονο χρυσοχόο Ιωάννη Νεμετζίδη κι ένα -αγνώστων στοιχείων μέχρι σήμερα- νεαρό άτομο.

Οι πολιτικές ευθύνες

Την 10/1/1991, ο υπουργός Παιδείας Βασίλης Κοντογιαννόπουλος υποβάλλει την παραίτησή του και θεωρείται από τον Τύπο ως το εξιλαστήριο θύμα της κυβέρνησης για την εκτόνωση της κρίσης.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον κατηγορεί τότε για ηθικό αυτουργό της δολοφονίας. Τα επόμενο χρόνια, ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος προσχωρεί στο ΠΑΣΟΚ και αναδεικνύεται σε κυβερνητικό στέλεχος επί της ηγεσίας Σημίτη.
Στη θέση του στο Υπουργείο Παιδείας τοποθετείται ο Γιώργος Σουφλιάς, ο οποίος ανακοινώνει την απόσυρση του νομοσχεδίου και την έναρξη διαλόγου για την παιδεία «από μηδενική βάση».

Καμία ευθύνη, πολιτική ή ποινική, δεν αποδώθηκε σε εκείνους που συνδιαλέγονταν, προστάτευαν, μετείχαν ή/και έδιναν εντολές στις ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ. Πολλοί από αυτούς, μπορούν σήμερα να καταδικάζουν απερίφραστα τη βία «από όπου και αν προέρχεται».


Χαρακτηριστική είναι και η στάση της ΟΝΝΕΔ από τις πρώτες κιόλας ημέρες μετά τη δολοφονία, με τα μέλη της να οργανώνουν συγκεντρώσεις συμπαράστασης και να τιμούν τον Καλαμπόκα σαν αγωνιστή.


Δύο ενδιαφέρουσε σημειώσεις κάνει σήμερα το Κουτί της Πανδώρας:
  • Tο 1992 η τοπική οργάνωσης της ΟΝΝΕΔ στην Πάτρα, πραγματοποιεί εκδήλωση συμπαράστασης στον Γιάννη Καλαμπόκα, στα κεντρικά της γραφεία και μάλιστα με βασικό ομιλητή τον δικηγόρο και σημερινό βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Μιχάλη Αρβανίτη.

  • To 1998 φοιτητές της Ιατρικής που πρόσκεινται στη ΔΑΠ δεν διστάζουν να φωνάξουν εμμετικά συνθήματα, κατά την καταμέτρηση ψήφων για το νέο ΔΣ της σχολής

Απόσπασμα από τον Ιό της Κυριακής:

«Θεσσαλονίκη, 1 Απριλίου 1998:

Βράδυ των φοιτητικών εκλογών και τα αίματα στο αμφιθέατρο του Ανατομείου έχουν ανάψει.

Ολοκληρώνεται η καταμέτρηση των ψήφων για το νέο ΔΣ της Ιατρικής και οι πανηγυρισμοί της ΔΑΠ και των περί αυτήν φουντώνουν: “Ο Καλαμπόκας γαμάει τις μάνες σας”, “γαμιέται ο Τεμπονέρας κι η μάνα του”, είναι τα ευφάνταστα συνθήματα που κυριαρχούν.

Η ευθυμία των νικητών μετατρέπεται σε ντελίριο, όπως καταγγέλλει η Ριζοσπαστική Παρέμβαση Ιατρικής, όταν στην αίθουσα κάνει τη θριαμβευτική της εμφάνιση η σημαία με το δικέφαλο, την οποία οι πιο θερμόαιμοι είχαν -κατά δήλωσή τους- προμηθευτεί από τον ναζιστικό “Στόχο”. Στο τσακίρ κέφι οι μέλλοντες γιατροί της ΔΑΠ, προσπαθούν να πείσουν ότι είναι σε θέση να αναβιώσουν τις παραδόσεις της ΕΚΟΦ…»

Οι συλλήψεις και η δίκη

Ως δράστες της δολοφονίας Τεμπονέρα κατηγορούνται, συλλαμβάνονται και προφυλακίζονται ο Ιωάννης Καλαμπόκας, και το μέλος της τοπικής ΟΝΝΕΔ Αλέκος Μαραγκός.
Στο δικαστικό μέρος της υπόθεσης Τεμπονέρα, ο Αλέκος Μαραγκός απαλλάσσεται με βούλευμα για τη δολοφονία του καθηγητή και στο εδώλιο κάθεται ως βασικός αυτουργός ο Ιωάννης Καλαμπόκας.

Η δίκη του διαρκεί σχεδόν ένα χρόνο (22 Ιουνίου 1992 – 9 Μαρτίου 1993). Πρωτοδίκως καταδικάζεται σε ισόβια για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, χωρίς να του αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό.

H ΟΝΝΕΔ πληροφορείται με «έκπληξη» την καταδικαστική απόφαση:

 
Λίγους μήνες αργότερα γίνεται η δίκη του σε δεύτερο βαθμό (7 Δεκεμβρίου 1993 – 19 Απριλίου 1994) , όπου και οι δικαστές του αναγνώριζουν ελαφρυντικά και τον καταδικάζουν σε κάθειρξη 17 ετών και τριών μηνών.
 
Στις 2 Φεβρουαρίου 1998 και αφού έχει εκτίσει τα 3/5 της ποινής του, αποφυλακίζεται.

Μέχρι σήμερα ισχυρίζεται ότι είναι αθώος, κατονομάζοντας ως δράστη της δολοφονίας Τεμπονέρα τον συναγωνιστή του στην ΟΝΝΕΔ, Αλέκο Μαραγκό.

Ζει και εργάζεται στο Βόλο ως υπεύθυνος παραρτήματος της Εθνικής Τράπεζας.