Έκλεισα το βιβλίο που διάβαζα με μια πικρή γεύση στο στόμα. Η ιστορία εξελίσσεται σε μια κοινωνία του μέλλοντος, όπου ο εκλεγμένος πρωθυπουργός είναι ένας τραπεζίτης που ακούει στο εύγλωττο όνομα Μπεν Σαχάρα. Η ανεργία έχει φτάσει στο 40% και οι άνεργοι έχουν υποχρεωθεί να φορούν στο στήθος ένα κόκκινο αστέρι και να κατοικούν σε πρόχειρους καταυλισμούς μακριά από την πόλη, ενώ τους έχει αφαιρεθεί δια νόμου η δικαιοπρακτική ικανότητα εν ονόματι της ασφάλειας των συναλλαγών. Η λειτουργία της δικαιοσύνης έχει ανατεθεί με συνταγματική ρύθμιση  σε μια πολυεθνική, ενώ η τηλεόραση έχει το πάνω χέρι στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Ασφυκτιώ – αλλά όλο αυτό όλο και κάτι μου θυμίζει.
 
Πιάνω την εφημερίδα να πάρω ανάσα από τις αναθυμιάσεις της σκληρής μυθοπλασίας και διαβάζω για τα καινούρια καμώματα του τριγώνου της διαπλοκής, για τα καινούρια δάνεια που απεργάζονται οι τράπεζες υπέρ των μεγάλων συγκροτημάτων του τύπου και της τηλεόρασης, με προφανές αντάλλαγμα την υποστήριξη των μνημονιακών προγραμμάτων και της κυβερνητικής πολιτικής.
 
Αν τα όσα διαβάζω στο βιβλίο με χαστουκίζουν, τα νέα της εφημερίδας μου σφίγγουν σαν τανάλια το μυαλό. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος, είναι ο Τέταρτος κόσμος του Θεσσαλονικιού Γιάννη Γρηγοράκη. Ο Γρηγοράκης έχει τη συνήθεια να πιάνει την επικαιρότητα απ’ το λαιμό. Στο προηγούμενο βιβλίο του (Η καταιγίδα έρχεται, συνέχισε να τρέχεις) καταπιανόταν με τις μεθοδεύσεις των πολυεθνικών εταιρειών που προσπαθούν να ελέγξουν τον πλανήτη μέσω της ιδιωτικοποίησης των δικτύων ύδρευσης, ενώ στο αμέσως προηγούμενο (Μαύρη Πέτρα) παρουσίαζε -όχι συμπτωματικά- την Αθήνα μπλεγμένη στα δόκανα των  συμμάχων λίγο πριν την είσοδό της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα μάτια ενός νεαρού δημοσιογράφου.
 
Τον «Τέταρτο κόσμο» δεν θα τον έλεγες βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, δεν αναφέρεται σε μια τεχνολογικά προηγμένη εποχή και παρότι ο χρόνος στον οποίο η υπόθεση εξελίσσεται δεν προσδιορίζεται ρητά, όλα τα συμφραζόμενα τον τοποθετούν πολύ κοντά στις μέρες μας. Η κρίση είναι παρούσα, αλλά η κοινωνία έχει επιλέξει για την αντιμετώπισή της τη συνταγή που εισηγήθηκαν οι τράπεζες, οι οποίες κυριαρχούν παντού έχοντας εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ κοινωνικής συναίνεσης. Ο τραπεζίτης πρωθυπουργός δεν είναι υπηρεσιακός ούτε τεχνοκράτης, είναι ένας λαοπρόβλητος ηγέτης που κατόρθωσε να πείσει την κοινωνία όχι ότι θα τη βγάλει από το τέλμα, αλλά ότι μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την τελμάτωσή της.
 
Χέρι χέρι, με την ιδιωτικοποίηση των πάντων, με την αποθέωση των αγορών και με τις τράπεζες στο τιμόνι της χώρας -η οποία δεν ορίζεται επακριβώς αλλά είναι μια δυτική χώρα που ανήκει στους μεγάλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς- πηγαίνει ο ισχυρότατος έλεγχος της αστυνομίας, με έφιππα τμήματα για την καταστολή των διαδηλώσεων και με μια παντοδύναμη υπηρεσία σεκιούριτι για τον έλεγχο των καταυλισμών, την οποία συνδράμουν θηριώδη εκπαιδευμένα ντόμπερμαν. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, τη δουλειά της αστυνομίας, των σεκιουριτάδων, των αλόγων και των σκυλιών συνεπικουρούν εθελοντικές ομάδες πολιτών, οι «Φίλοι της Έννομης Τάξης» ή «Φύλακες της Πόλης», που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους σε κάθε ευκαιρία, χωρίς να διστάζουν να αυτοδικήσουν, να χειροδικήσουν, να λυντσάρουν, να βιαιοπραγήσουν σε βάρος των φτωχοδιάβολων της κοινωνίας.
 
Αλλά ούτε κι εκείνοι είναι αρκετοί για να ισορροπήσει το καθεστώς, ο υπέρτατος ρόλος-κλειδί επαφίεται στην τηλεόραση, στις εταιρείες σφυγμομετρήσεων και σ’ ένα θεσμό μαζικής διασκέδασης των εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων, που οργανώνεται τα Σάββατα γύρω από ένα τεράστιο και υπερσύγχρονο αντίγραφο του ρωμαϊκού Κολοσσαίου.
 
Υπάρχουν στο βιβλίο και κάποιες εστίες αντίστασης, υπό την ηγεσία ενός υπέργηρου ακτιβιστή, πρώην καθηγητή που έχει προ πολλού εκδιωχθεί κακήν κακώς από το πανεπιστήμιο. Οι άνθρωποί του βρίσκονται διαρκώς εν δράσει εφαρμόζοντας ένα ειρηνικό πρόγραμμα προπαγάνδας και αυτοάμυνας, αλλά η πλειοψηφία φαίνεται να τους αντιμετωπίζει μάλλον ως γραφικούς.
 
Παρέλειψα να αναφέρω το πιο παράξενο: στην κοινωνία του «Τέταρτου Κόσμου» ΔΕΝ έχει εισαχθεί ο θεσμός του δωρεάν Wi-Fi για όλους τους πολίτες.
 
Σας έφτιαξα τη μέρα, ε;