Εξ αυτών οι εκδόσεις της Άγρας μπορούν να περηφανεύονται πως έχουν αναδείξει τη δύναμη του λόγου του Δημητριάδη εδώ και μιαν τριακονταετία κι εμείς επιλέγουμε την αναφορά στην ‘’Αρχή της Ζωής’’, που ανέβηκε το 1995 από το Θέατρο του Νότου σε σκηνοθεσία- σκηνογραφία του Στέφανου Λαζαρίδη. Την κομψή έκδοση συμπληρώνει μια διεξοδική σύνοψη των συζητήσεων του συγγραφέα με τον σκηνοθέτη στη διάρκεια του ενός χρόνου που διήρκεσε η πυρετώδης προετοιμασία της παράστασης.  

 Ο Δημήτρης Δημητριάδης σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες – καλή τη τύχει- σε μιαν (ακόμη) δύσκολη εποχή για τα ελληνικά πράγματα και συγκεκριμένα από το 1963 έως το 1968.  Παρουσιάσθηκε μάλιστα ως πρωτοεμφανιζόμενος στο Παρίσι στα 1968  από το Theatre d` Aubervilliers με το θεατρικό ‘’Η τιμή της ανταρσίας στη μαύρη αγορά’’. Όμως σταθερός προσανατολισμός του, από το αποθεωτικής υποδοχής, όπου παίζεται, Πεθαίνω σαν Χώρα του 1978, έως τον προγενέστερο του Κυκλισμού βίαιο πολλαπλό τοκετό του Τόκου, που σκηνοθέτησε στα 2010 ο Λευτέρης Βογιατζής για το Φεστιβάλ Αθηνών, παραμένει η τραγωδία του ελληνισμού και η τραγικότητα του ανθρώπου, με σημείο αναφοράς και έμπνευσης την αρχαία ελληνική ιστορία, φιλοσοφία και παραγωγή δραματικού λόγου.   
 

 
Συγγραφέας: Δημήτρης Δημητριάδης
Τίτλος: Η Αρχή της Ζωής
Κατηγορία: Θεατρικό
Εκδόσεις: Άγρα
Έτος Κυκλοφορίας:1995
Σελίδες: 176
Τιμή: 10,30€

Ένα πολλαπλών επισυμβαινόντων ιστορικό γεγονός, όπως η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, γίνεται η αφορμή και στην Αρχή της Ζωής για τον Δημητριάδη να προβληματισθεί πάνω στην κατακερματισμένη ταυτότητα του Ελληνισμού και τα σκοτεινά ελατήρια που κινητοποιούν τον ψυχισμό του ατόμου, είτε ενδύεται την ιδιωτικότητα είτε καταυγάζεται τα φώτα του συλλογικού της κοινωνικής ζωής. Την 29η Μαΐου του 1453, τελευταία νύχτα ελευθερίας του βυζαντινού κράτους, αλλά και επετειακά επανερχόμενη συνειδησιακή συντριβή των ηρώων του Δημητριάδη, ο ψυχικά στιγματισμένος Δαρείος Φερνάζης φορά την αυτοκρατορική στολή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και εναλλάσσει την εξουσιαστική φαρέτρα του, μεταξύ του ευγενούς καλέσματος στους λιγοστούς στρατιώτες που έχουν απομείνει να προασπιστούν τη Βασιλεύουσα και της τυρρανικής επιβολής στην υπηρέτριά του Αναστασία, που καλείται να δολοφονεί άνδρες –αφού ο πατέρας του Δαρείου υπήρξε συζυγοκτόνος- και να τους φέρνει σε κείνον ως …τροφή.  
 
Στο μακάβριο άχθος της Αναστασίας προσκαλείται να συμμετέχει η αδελφή της Φωτεινή, που αναζητά καταφύγιο στην πολιορκούμενη πρωτεύουσα για εκείνην και την τυφλή κόρη της Πουπέ, καρπό παράνομου έρωτα με ένα Μωαμεθανό, αφού έχει περιδιαβεί την τρομακτική ερήμωση της αυτοκρατορίας από την επέλαση των στρατευμάτων των Σελτζούκων Τούρκων. Ο Δαρείος Φερνάζης υποτάσσει τη διψασμένη για ευτυχία Φωτεινή στην ανίερη βούλησή του. Της υπόσχεται πως η τυφλή Πουπέ θα αναβλέψει, με αντάλλαγμα τη ζωή της άτυχης νεάνιδας κι η Φωτεινή αποδέχεται. Την ύβρι του Φερνάζη/ Παλαιολόγου καλείται να ξεπλύνει ο γιός της Αναστασίας, ο Ρωμανός Δραγάζης/Μωάμεθ ο Πορθητής, που εισβάλλει στην Πόλη και σκοτώνει τον βασιλέα/τύραννο, για να πέσει κι αυτός νεκρός από το χέρι της μάνας του. Ο κύκλος του αίματος διαιωνίζεται, καθώς η Αναστασία ντύνεται το μανδύα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Η Φωτεινή αναλαμβάνει στο μέλλον τις πολλαπλές δολοφονίες ανδρών, ανακυκλώνοντας εσαεί το άγος, που ξεκίνησε η δυικής υπόστασης Αναστασία/ Δαρείος, με την ανθρωποκτονία του συζύγου της, Θεόφιλου Δραγάζη.

Ίσως θα παρατηρήσατε τις τόσες πολλές διπλές ταυτότητες των τραγικών ηρώων της Αρχής της Ζωής.  Φερνάζης /Παλαιολόγος, Ρωμανός/ Μωάμεθ, Αναστασία/ Δαρείος, Φωτεινή /Αναστασία, ίσως και Θεόφιλος Δραγάζης/ μητέρα του Δαρείου. Στην κορύφωση του δράματος της Πόλης, στο κρεσέντο των κάθε μορφής φόνων και λεηλασιών ανθρώπου από άνθρωπο, ο Δαρείος Φερνάζης /Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αναζητά ακόμη και τριχασμό της ταυτότητας, κατ’ άλλη εκδοχή τη λυτρωτική ώσμωση στον χαρακτήρα Παλαιολόγος/Μωάμεθ και διασταλτικά την υποκατάσταση του σάπιου πτώματος της ελληνικής αυτοκρατορίας από τον καβαφικό ‘’βάρβαρο’’, που αποτελεί ‘’μιαν κάποιαν λύσιν’’. Κατ’ άλλη ερμηνευτική προσέγγιση, ο Δαρείος όταν δολοφονεί σε κατάσταση έκστασης είναι ταυτόχρονα κι ο οργιαστικός Διόνυσος της ελληνικής μυθολογίας, ενώ όταν θεραπεύει θαυματουργά την όραση της Πουπέ μεταμορφώνεται στον Χριστό της θρησκευτικής μας παράδοσης. Το ζήτημα της ταυτότητας ή των πολλών προσωπείων ατομικά, μα και των μύριων όσων μετασχηματισμών της ταυτότητας του Ελληνισμού ανά τους αιώνες είναι στο απόλυτο επίκεντρο της προβληματικής στο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη.       

«…  Ό,τι ονομάστηκε και εξακολουθεί να ονομάζεται με το όνομα Ελλάδα…. είναι κάτι πιο πολύ, απείρως πιο πολύ από αυτό που λέει μέχρι σήμερα το όνομά του, από αυτό που έκαναν στο ίδιο με τις σημασίες που έδωσαν στο όνομά του… Φαίνεται πως αυτή είναι η μοίρα των ονομάτων: τους ανατίθεται η δέσμευση να γίνουν αυτά τα ίδια η ουσία των πραγμάτων, και να τα εκπροσωπούν κατ' αποκλειστικότητα στην Ιστορία των Νοημάτων όπου η λίστα των συμμετεχόντων μοιάζει προ πολλού κλειστή και τετελεσμένη. Τα πράγματα όμως … είναι πολύ πιο, απείρως πιο πολύ περιεκτικά από τις ονομασίες τους… Πίσω από την μορφοποίηση που επιχειρούν οι λέξεις ονοματίζοντας και σημασιοδοτώντας, πίσω από αυτήν την πράξη της ονοματοθεσίας και της νοηματοδότησης, εκτείνεται ένα αχανές πεδίο που είναι το πεδίο του άμορφου, του άλεκτου, του άσημου, του ακατονόμαστου. … Αυτό που ονομάζεται Ελλάδα, πέρα από την σημασία του ιδίως τα τελευταία χρόνια αποδόθηκε σε αυτό, περιέχει εκείνο το απείρως πιο πολύ που κάνει όλα τα πράγματα του κόσμου επίφοβα όταν δεν έχουν ακόμη όνομα ή όταν το όνομα που τους έχουμε δώσει δεν καλύπτει με τη σημασία που φέρει, όλη την επιφάνεια τους, η δεν εξαντλεί όλο το βάθος τους …», εξηγεί ο δημιουργός. 

Ο Δημητριάδης καταδεικνύει την πολλαπλή κρίση ταυτότητας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο ενός λαού, αλλά και κάθε λαού και γι’ αυτό είναι οικουμενικός. Ο Δαρείος Φερνάζης –αφ’ εαυτού και δίχως τη συγκατάθεση του Παλαιολόγου ή του Μωάμεθ- είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα με προφανή αναφορά στο ποίημα Δαρείος του παγκόσμιου Αλεξανδρινού. Ο φανταστικός ποιητής Φερνάζης εκπροσωπεί την ατομική εκπλήρωση, μέσω ενός ποιήματος, το οποίο προτίθεται να αφιερώσει στο βασιλιά των Περσών Δαρείο, με τον τελευταίο να συνεισφέρει τη συλλογικότητα στο ποιητικό σχέδιο. Με την παραπομπή στις δυσκολίες που συναντά η πνευματική δημιουργία στον Δαρείο του Κ.Π. Καβάφη, ο Δημήτρης Δημητριάδης εισηγείται ως υπέρτατο σκοπό του καλλιτέχνη την εκπλήρωση του ποιητικού έργου ως αδιαίρετου συνόλου, δημιουργικού και μεταμορφωτικού κι όχι κατακερματισμένου σε αυθύπαρκτα σπαράγματα, προορισμένα να χαθούν. Προτείνω εντέλει την ενότητα κατά προορισμό των έξι χαρακτήρων στην Αρχή της Ζωής, την κοινή ανθρώπινη μοίρα προς ένα φαύλο κύκλο δημιουργίας/ καταστροφής/ αναδημιουργίας.

Τα θεατρικά έργα, τα πεζογραφήματα, οι ποιητικές ενότητες, οι μεταφράσεις των Genet, Bataille, Gombrowicz, Blanchot, Nerval, Balzac, Koltes, που συγκροτούν την πεντηκονταετή παρουσία του Δημητριάδη στα ελληνικά γράμματα, μοιάζουν να υπαγορεύονται από μιαν ακαταμάχητη και απροσδιόριστη επιταγή υλοποίησης ενός μεταφυσικού σχεδίου, σαν να κατευθύνονται από τη μπαγκέτα ενός αόρατου διευθυντή ορχήστρας. Στο έργο του Δημητριάδη, ο δημιουργός αφομοιώνεται εντός της δημιουργίας, που δεν είναι άλλη από την ίδια τη γραφή, όπως σ’ εκείνες τις τελετές εξαγνισμού, όπου ο πιστός ‘’καταλαμβάνεται’’ από τη θεία πνοή.

Αντίστοιχα ο αναγνώστης καθώς γυρίζει πυρετικά τις σελίδες, ενσωματώνεται στο ανάγνωσμα , τη διττή δηλαδή ταυτότητα του γραπτού, σε μια εκστατική σύντηξη, που δεν υπόσχεται τίποτε πέραν αυτής καθαυτής της προσπάθειας να βγούμε από και να υπερβούμε τον περιοριστικό εαυτό. Αυτή η καθόλα ‘’φυσική’’ –εντός των ανθρωπίνων δυνατοτήτων- κίνηση προς τα άνω, πέραν αυτού που είμαστε ή μπορούμε να πραγματώσουμε, εξ’ επαγωγής αυτού που μπορεί να προσεγγισθεί, να γραφτεί, να αναγνωσθεί και να κατανοηθεί –πράξη με αυτήν την έννοια μετα-φυσική –  δεν είναι τίποτ΄ άλλο από τη θαρραλέα κατάφαση του εφήμερου των ανθρωπίνων και εκφράζει μια σπάνια συμφιλίωση της λογοτεχνίας με τον ενεστώτα χρόνο. Στον αντικειμενικό στόχο να συγκροτηθεί ένας ζωντανός οργανισμός, που έχει την ανάγκη να μιλήσει, να ακουσθεί, να γίνει υποκείμενο αφήγησης για να υπάρξει, η γραφή του Δημήτρη Δημητριάδη είναι εξόχως θεατρική, διέρχεται τη σιωπηλή ανάγνωση του κειμένου στις πρόβες, εκεόπου παύει να είναι αυτόνομο κι αποζητά τον ηθοποιό και τη σκηνή για να τελειωθεί. 
  
Γιώργος Στυλιανού