Της Βασιλικής Σιούτη
 
Η προκλητική συμπεριφορά του υπουργού Παιδείας κορυφώνεται με τα δύο σποτ της καμπάνιας που διεξάγει αυτές τις μέρες, μέσω της οποίας  επιχειρεί να παροτρύνει τους μαθητές να μην σπουδάσουν, αλλά να προτιμήσουν να μάθουν κάποια τέχνη, όπως αυτή του ηλεκτρολόγου ή της μοδίστρας.
 
Φυσικά δεν είναι καθόλου υποτιμητικό  να επιλέγει κάποιο παιδί να γίνει ηλεκτρολόγος ή μοδίστρα, εάν αυτό επιθυμεί. Είναι απαράδεκτο όμως, ο υπουργός, που διαλύει τη δημόσια παιδεία βάσει σχεδίου, να παροτρύνει τα παιδιά  να μην σπουδάσουν. Κι ας μη γελιόμαστε: στα παιδιά των φτωχότερων στρωμάτων απευθύνονται αυτά τα σποτ και όχι στους μαθητές του Κολεγίου.

 
Ο κ. Αρβανιτόπουλος είχε προϊδεάσει για την πολιτική που θα ακολουθούσε πριν από μερικούς μήνες, όταν με δημόσια δήλωσή του παρότρυνε και πάλι : «Ας ξεπεράσουμε τα στερεότυπα της Μεταπολίτευσης. Δεν είναι κακό να γίνεις τεχνίτης ή τεχνικός».
 
Αυτά τα είχε πει ο υπουργός Παιδείας τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά από συνεδρίαση της Διυπουργικής Επιτροπής για τον Θεσμό της Μαθητείας, καλώντας τους γονείς να ξεπεράσουν  τα στερεότυπα της Μεταπολίτευσης.

Προφανώς για την κυβέρνηση η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση είναι άλλη μια «εκκρεμότητα» της περιόδου αυτής με την οποία θέλει να ξεμπερδεύει,  καθώς η Μεταπολίτευση ταυτίστηκε και  με τη διεύρυνση του δικαιώματος στην Παιδεία. Είναι η μόνη περίοδος  που στην Ελλάδα είχε τη δυνατότητα τόσο μεγάλος αριθμός παιδιών από φτωχότερα στρώματα να αποκτήσει πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία.   
Συμπτωματικά, η στόχευση της κυβέρνησης ταυτίζεται με αυτή των δανειστών, που θέλουν τους σημερινούς μαθητές να είναι το αυριανό φθηνό εργατικό δυναμικό, χωρίς διεκδικήσεις και δικαιώματα.
 
Ο κ. Αρβανιτόπουλος,  αντί να ενθαρρύνει τους μαθητές να κατακτήσουν τη γνώση, όπως θα όφειλε ένας υπουργός Παιδείας που τιμά το αξίωμα του, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δυσχεραίνει τη μάθηση στα δημόσια σχολεία  και προτρέπει τους μαθητές να μην σπουδάσουν, αλλά να προτιμήσουν να μαθητεύσουν σε μία τέχνη. Οι δηλώσεις του υπουργού για το πώς ονειρεύεται τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, παρά το σύνηθες καμουφλάζ, είναι χαρακτηριστικές:    «Ο θεσμός της μαθητείας και η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι ο θεμέλιος λίθος, για την οικοδόμηση της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Με την καθιέρωση της μαθητείας σε όλους τους μαθητές των ΕΠΑΛ εξασφαλίζεται απόλυτα η σύνδεση επαγγελματικής εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας που αποτελούσε για τη χώρα μας ζητούμενο δεκαετιών».
 
Φυσικά, πλην της παρότρυνσης για «επαγγελματική» εκπαίδευση, καμία αναβάθμιση δεν υπάρχει ούτε σε αυτήν, παρά μόνο φραστική, ούτε και καμία σύνδεση με την -έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτη- αγορά εργασίας.

Ο υπουργός Παιδείας είχε επίσης επισημάνει τότε ότι:«Αυτή η μεταρρυθμιστική προσπάθεια για να επιτύχει πρέπει να αγκαλιαστεί από την κοινωνία και να ξεριζώσει της αιτίες της ύφεσης και της κακοδαιμονίας της ελληνικής οικονομίας».  Ούτε λίγο, ούτε πολύ, δηλαδή,  θεωρεί κακοδαιμονία την επιδίωξη των μαθητών για ανώτατες σπουδές και για να «ξεριζώσει» την αντίληψη αυτή, ετοίμασε και την καμπάνια που προωθεί με τα ανεκδιήγητα σποτ.

Για όλα αυτά ο κ. Αρβανιτόπουλος είχε ξαναμιλήσει πριν από μήνες σε εκδήλωση που οργάνωσε  το Ελληνογερμανικό  Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, με θέμα το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα και το θεσμό της Μαθητείας.  Η εκδήλωση εκείνη είχε ως βασικό ομιλητή τον κ. Thomas Rachel, υφυπουργό Παιδείας και Έρευνας της Γερμανίας.

O κ. Αρβανιτόπουλος στην ομιλία του τόνισε ότι «Στον κρίσιμο τομέα της παιδείας, από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων μας, επισημάναμε την ανάγκη σχεδιασμού της μάθησης του μέλλοντος. Δεσμευτήκαμε για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θεραπεύουν παθογένειες ετών» είπε. «Αυτό όμως που όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι συνιστά θεμέλιο λίθο για την μεταμνημονιακή Ελλάδα, είναι ο θεσμός της μαθητείας. Με αυτό τον τρόπο, τροφοδοτούμε την ανάπτυξη, αφού θα υπάρξει εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό και στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της παραγωγής».

Αυτά φυσικά δεν τα είπε τυχαία ο κ.Αρβανιτόπουλος στο ελληνογερμανικό επιμελητήριο,  καθώς αυτή είναι η κατεύθυνση των δανειστών, και κυρίως του Βερολίνου, που δίνεται για την ελληνική παιδεία, η οποία  περιγράφεται ξεκάθαρα και μέσα από τις επιμέρους συμφωνίες της ελληνογερμανικής συνεργασίας.
Καθόλου τυχαία δεν είναι και πολιτική που προωθεί η Γερμανία -σε ρόλο αποικιοκράτη- για ίδρυση σχολών τουριστικών και τεχνικών επαγγελμάτων στην Ελλάδα.
 

Κόβουν τις ξένες γλώσσες στα δημόσια σχολεία

 
Την κατεδάφιση της «δημόσιας και δωρεάν» παιδείας, την έχει αναλάβει προσωπικά και με ιδιαίτερο ζήλο ο αρμόδιος υπουργός.

Ήδη στα δημόσια σχολεία η παρεχόμενη παιδεία, για την οποία στίβονται για να πληρώνουν μεταξύ άλλων οι φορολογούμενοι,  υποβαθμίζεται μέρα με τη μέρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Αρβανιτόπουλος καταργεί στην πράξη, ανεπισήμως όμως (δηλαδή στα μουλωχτά), τη δεύτερη ξένη γλώσσα.  Σε πάρα πολλά σχολεία φέτος δεν διορίστηκαν καθόλου καθηγητές Γερμανικών και την ώρα του μαθήματος αυτού τα παιδιά …μοιράζονται σε άλλες τάξεις  ή  …ζωγραφίζουν. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, μόνο στη Γ’ διεύθυνση της Αθήνας,  υπάρχει κενό 300 ωρών γερμανικών  την εβδομάδα. Αλλά ακόμα και τα αγγλικά, που είναι η κύρια ξένη γλώσσα, για πολλούς μαθητές, ξεκίνησαν να διδάσκονται στα μέσα της χρονιάς και κατόπιν έντονων διαμαρτυριών από γονείς, αφού το υπουργείο δεν είχε στείλει καθηγητές.

Τα κενά βέβαια στα δημόσια σχολεία είναι πολύ περισσότερα, αφού στη μνημονιακή Ελλάδα το να έχουν καθηγητές για όλα τα μαθήματα στα δημόσια σχολεία, θεωρείται πολυτέλεια για το υπουργείο Παιδείας.  Είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος δε διορίστηκαν καθόλου αναπληρωτές από τους 11.000 που ήταν πέρσι (ήδη μειωμένοι). Όλες αυτές οι θέσεις δεν καλύφθηκαν. Παρέμειναν στην πλειοψηφία τους κενές. Όμως, για δημόσια σχολεία πρόκειται και κανένας υπουργός Παιδείας δεν εμπιστεύεται τα δικά του παιδιά σε αυτά, όπως φυσικά ούτε ο κ. Αρβανιτόπουλος που έχει φροντίσει το δικό του παιδί να διδάσκεται  κανονικά δύο ξένες γλώσσες και να πηγαίνει σε  ιδιωτικό σχολείο, όπου καλύπτονται όλες οι ιδιότητες.