Κανονικά σήμερα δεν ήθελα να γράψω για την υπόθεση Μπαλτάκου – όπως έχω ξαναγράψει δεν μου αρέσει να ασχολούμαι με τα προφανή. Άκουσα όμως και διάβασα πολλά από χθες το μεσημέρι, προερχόμενα όχι μόνο από κυβερνητικά παπαγαλάκια αλλά ακόμα κι από το χώρο της αντιπολίτευσης, ώστε νομίζω πως κάποια πράγματα αξίζει να μπουν στη θέση τους.
 
Ήταν μεμονωμένη στην κυβέρνηση η περίπτωση του Παναγιώτη Μπαλτάκου; Προφανώς όχι. Υπάρχει στο στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού, και στα ηγετικά κλιμάκια της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης, ένας ισχυρός ακροδεξιός πυρήνας ο οποίος έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη στροφή προς την άκρα Δεξιά. Κι επειδή σε ορισμένες εκπομπές άκουσα να ζητούνται -αφελώς δήθεν- ονόματα χωρίς να δοθούν, πάρε στυλό και γράφε: Βορίδης, Λαζαρίδης, Κρανιδιώτης, Γεωργιάδης, Πλεύρης, Μπαλτάκος. Προφανώς υπάρχουν και άλλοι αρκετοί, προερχόμενοι από δύο τουλάχιστον δεξαμενές, από το Δίκτυο 21 και από το ΛΑΟΣ, αλλά αυτά τα ονόματα φτάνουν για να αποδείξουν την ύπαρξη μηχανισμού, και μάλιστα ισχυρού. Ας μην ξεχάσουμε σ’ αυτό το σημείο και την περίπτωση του γηγενούς στη Νέα Δημοκρατία Παναγιώτη Ψωμιάδη, και γενικότερα τον παρακρατικό-παραεκκλησιαστικό θύλακα της Θεσσαλονίκης.
 
Ήξερε ο Αντώνης Σαμαράς το ρόλο του Μπαλτάκου; Τον ήξερε όλη η Ελλάδα. Το περασμένο καλοκαίρι ο Μπαλτάκος ήταν απ’ αυτούς που είχαν εκφραστεί υπέρ μιας ενδεχόμενης μελλοντικής συνεργασίας μεταξύ ΝΔ και μιας εξευγενισμένης Χρυσής Αυγής, έχουν δε αποκαλυφθεί και κινήσεις που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμα και με τη δημοσιοποίηση ονομάτων που προέρχονται από τον εθνικιστικό χώρο που θα ηγούνταν της επιχείρησης εξωραϊσμού. Εξάλλου ο Μπαλτάκος, όπως ας πούμε και ο Κρανιδιώτης, ουδέποτε απέκρυψαν ότι έβλεπαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τη Χρυσή Αυγή και τη δεξαμενή των εν δυνάμει ψηφοφόρων της ως χρυσή εφεδρεία της Νέας Δημοκρατίας. Τους διέφευγε βέβαια ότι σε πρώτη φάση μάλλον η δεξαμενή αυτή γέμιζε από διαρροές ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, διαπίστωση η οποία, σε συνδυασμό με το κορυφαίο γεγονός της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα και τις συνακόλουθες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία σε εγκατάλειψη της θεωρίας των δύο άκρων και σε αλλαγή πολιτικής έναντι της Χρυσής Αυγής.
 
Αλλά και σε κυβερνητικό επίπεδο ο ρόλος του Μπαλτάκου ήταν φανερός, με κορυφαίες εκδηλώσεις τον αντιρατσιστικό νόμο που δημιούργησε ανυπέρβλητες τριβές το περασμένο καλοκαίρι με τον Αντώνη Ρουπακιώτη και τη ΔΗΜΑΡ, αλλά και με την πρόσφατη τροπολογία του άρθρου 19 στο νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών για τους μετανάστες, που με τραγελαφικό τρόπο ο μεν αρμόδιος υφυπουργός τον απέσυρε και ο αναρμόδιος γενικός γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου τον επανέφερε τρεις φορές με την άμεση στήριξη του υπουργού κ. Μιχελάκη και του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΝΔ Βορίδη και με έμμεση αλλά σαφέστατη εντολή Σαμαρά. Ο πρωθυπουργός λοιπόν ήξερε.
 
Είχε παρόλα αυτά αυτονομηθεί ο Μπαλτάκος υπηρετώντας μια δική του ατζέντα, όπως κατά κόρον διαδίδεται και γράφεται; Αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς με βεβαιότητα, το πιθανότερο όμως είναι ότι από τη δολοφονία του Φύσσα και μετά, όταν η κυβέρνηση άλλαξε πολιτική, λειτουργούσε στο πλαίσιο μιας δευτερεύουσας  κυβερνητικής ατζέντας που είχε στόχο να χειραγωγήσει καταστάσεις που αφορούσαν το ευαίσθητο ακροδεξιό υπογάστριο της παράταξης.
 
Τίποτα το παράξενο και το πρωτότυπο, τέτοιες επιμέρους αποστολές διεκπεραιώνονται καθημερινά από το επιτελείο του κ. Σαμαρά προς διάφορες κατευθύνσεις, ιδίως στη σημερινή δύσκολη συγκυρία όπου η κυβερνητική πλειοψηφία, προ του κινδύνου απώλειας της δεδηλωμένης, αναζητά απεγνωσμένα εφεδρείες απ’ οπουδήποτε και αν προέρχονται.
 
Αυτά όλα δεν σημαίνουν, όπως σπεύδουν να αποφανθούν μερικοί υπεραπλουστεύοντας τα πολιτικά δεδομένα, ότι ο Σαμαράς είναι φασίστας ή η Νέα Δημοκρατία ναζιστικό κόμμα. Οι αποχρώσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία στο σημερινό σύνθετο πολιτικό σκηνικό, ενώ αυτού του είδους οι υπεραπλουστεύσεις ενισχύουν κατά κανόνα τα σχέδια συντηρητικών και αυταρχικών κύκλων. Από την άλλη, όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τα πολιτικά χαρακτηριστικά του κ. Σαμαρά, τις εθνικιστικές του παρακαταθήκες αλλά και την πρόσφατη συνθηματολογία του όταν κήρυττε την ανακατάληψη των πόλεων από τους ξένους, σε εποχή που κατά τα άλλα εφέρετο ως ακραιφνής αντιμνημονιακός. Το γεγονός είναι ότι ο ακροδεξιός πυρήνας της Νέας Δημοκρατίας συγκροτήθηκε κυρίως από πρόσωπα της δικής του επιλογής και του στενού του κύκλου, ενώ είναι σαφές ότι ουδέποτε η Νέα Δημοκρατία είχε σε ηγετικό επίπεδο τόσο ισχυρά ακροδεξιά ερείσματα, πράγμα που κατά τη γνώμη μου συμβαδίζει με το δεδομένο ότι ουδέποτε επίσης βρέθηκε σε τόσο χαμηλά ποσοστά, έχοντας χάσει το χώρο του κέντρου και ταυτοχρόνως την ηγεμονία της στο χώρο της ακροδεξιάς.
 
Όπως και να ’χει, κατά τη γνώμη μου βιάστηκαν ορισμένοι να πάρουν τοις μετρητοίς τα λόγια του Μπαλτάκου και να θέσουν θέμα Δένδια και Αθανασίου. Πρώτον γιατί ένοχος ένοχον ου ποιεί, θέλω μ’ αυτό να πω ότι δεν είναι υποχρεωτικό να δώσει κανείς βάση στα λεγόμενα του Μπαλτάκου, ιδίως σε μια ιδιωτική συνομιλία του όπου προσπαθεί να ψήσει τον ομοϊδεάτη του Κασιδιάρη. Ούτε βέβαια θα ήταν συνετό να αγνοήσει κανείς τα λεγόμενά του, λέω μόνο ότι πρέπει να εξεταστούν με ψυχραιμία και χωρίς πρόθεση εξαγωγής βεβιασμένων συμπερασμάτων.
 
Για παράδειγμα, έκατσα κι έψαξα πρόχειρα τον ισχυρισμό του Μπαλτάκου σε σχέση με την καταγωγή της κυρίας Ευτέρπης Γκουτζαμάνη και του κ. Χαράλαμπου Αθανασίου. Σύμφωνα με τα βιογραφικά τους, η κ. Γκουτζαμάνη κατάγεται από τον Πολίχνιτο Λέσβου ενώ ο κ. Αθανασίου από την Αγία Παρασκευή Λέσβου. Κοίταξα το χάρτη του νησιού και διαπίστωσα ότι δεν μπορείς να τα πεις αντικρινά χωριά, αλλά οπωσδήποτε ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Μπαλτάκου έχει ισχυρή βάση αληθείας. Αλλά αυτά, όπως και όλα τα άλλα, θα ήταν ορθότερο να τα διερευνήσει ένας εισαγγελέας, όπως προτείνει στο σημερινό άρθρο του στο ThePressProject ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος.
 
Αλλά και ως προς το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης καλό θα ήταν να υπάρξει μεγαλύτερη περίσκεψη στην ερμηνεία των λεγομένων του Μπαλτάκου, ο οποίος δεν είναι το πιο φερέγγυο πρόσωπο όπως γίνεται αντιληπτό και από τη φαιδρή δήλωση με την οποία παραιτήθηκε. Ειδικότερα ως προς τις «αποκαλύψεις» του για τους κυρίους Δένδια και Αθανασίου, η αμφιλεγόμενη άποψη που πήγε να σερβίρει στον Κασιδιάρη ως προς τη μεθόδευση της δίωξης των στελεχών της Χρυσής Αυγής έρχεται να αποκρύψει το μείζον, που είναι ολοφάνερο και βέβαιο: Η μεθόδευση των ιδίων, όλο το προηγούμενο διάστημα, για την παροχή ασυλίας στη Χρυσή Αυγή. Αλλά αυτό βέβαια δεν χρειαζόταν να το πει ο Μπαλτάκος στον συνομιλητή του, καθώς εκείνος το ήξερε πολύ καλά και από πρώτο χέρι.
 
Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να ζητηθεί η παραίτηση της κυβέρνησης, και όχι η υποτιθέμενη κατασκευή του κατηγορητηρίου εναντίον της Χρυσής Αυγής. Αλλά υπάρχει και άλλος ένας λόγος, εξίσου σημαντικός.
 
Διαβάζω ξανά και ξανά τη χθεσινή δήλωση Σαμαρά: «Δεν γνωρίζω το θέμα, αλλά εάν είναι έτσι, δεν έχει θέση στην κυβέρνηση ο κ. Μπαλτάκος». Αύριο, λοιπόν, ενδέχεται ο κ. Σαμαράς να δηλώσει με αφορμή τη λίστα Λαγκάρντ ή το σκάνδαλο των υποβρυχίων ή τον νόμο περί ευθύνης υπουργών «δεν γνωρίζω το θέμα, αλλά εάν είναι έτσι, δεν έχει θέση στην κυβέρνηση ο κ. Βενιζέλος». Μεθαύριο ενδέχεται να δηλώσει με αφορμή την ασυλία των στελεχών του ΤΑΙΠΕΔ ή το ξεπούλημα των τραπεζών ή το ξεζούμισμα των φορολογουμένων «δεν γνωρίζω το θέμα, αλλά εάν είναι έτσι, δεν έχει θέση στην κυβέρνηση ο κ. Στουρνάρας». Με αφορμή τον φόνο του Καρέλι, με αφορμή τον πνιγμό των μεταναστών στο Φαρμακονήσι, με αφορμή τη διάλυση του συστήματος υγείας, με αφορμή την υποβάθμιση της παιδείας «δεν γνωρίζω το θέμα, αλλά εάν είναι έτσι, δεν έχουν θέση στην κυβέρνηση ο κ. Αθανασίου, ο κ. Βαρβιτσιώτης, ο κ. Γεωργιάδης, ο κ. Αρβανιτόπουλος» κ.ο.κ.
 
Αλλά επειδή εμείς το γνωρίζουμε το θέμα, κι επειδή είναι ακριβώς έτσι, θέλουμε να δηλώσουμε ρητά ότι δεν έχει θέση στην κυβέρνηση ο κ. Σαμαράς.