Στη Συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν σήμερα το πρωί οι δύο οργανώσεις, παρουσιάστηκε η αναφορά του προγράμματος που «έτρεξε» για έναν ολόκληρο χρόνο (1/2/2013 – 1/2/2014), με κύριο αντικείμενο την καταγραφή περιστατικών ρατσιστικής βίας.

Διαβάστε ολόκληρη την Αναφορά εδώ.

 

Αξίζει να σημειωθεί πως, όπως ανέφερε ο Κωστής Παπαϊωάννου (Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και Συντονιστής του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας), η ελληνική πολιτεία εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στην ανάγκη καταγραφής των ρατσιστικών εγκλημάτων και προστασίας των θυμάτων, ακόμη και έπειτα από την δραστηριοποίηση διευθύνσεων της ΕΛΑΣ για την καταπολέμηση του ρατσιστικού εγκλήματος.
75 καταγεγραμμένα ρατσιστικά εγκλήματα
 
Κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, οι ΓτΚ και το ΕΣΠ κατέγραψαν 75 πράξεις ρατσιστικής βίας. Σημειώνεται πως η υπόθεση της Μανωλάδας καταγράφεται ως ένα περιστατικό (δολοφονική απόπειρα εις βάρος 92 ατόμων).
 
Όπως ανέφερε, μάλιστα, ο Κ. Παπαϊωάννου, οι ρατσιστικές επιθέσεις περιορίστηκαν μετά την δολοφονία του Π. Φύσσα, και αυξήθηκαν πάλι τους τελευταίους δύο μήνες.

 

Το προφίλ των θυμάτων
 
Στην πλειοψηφία τους τα καταγεγραμμένα θύματα είναι άνδρες (71 άνδρες, 4 γυναίκες), ενώ μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και 4 ανήλικοι – ο ένας μόλις 9 ετών. 
Τα 58 από τα 75 περιστατικά έλαβαν χώρα στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στα όρια του δήμου Αθηνών (Αγ. Παντελεήμονας, Ομόνοια, Αττική) ενώ τα υπόλοιπα στην Νίκαια, τον Άλιμο, τον Πειραιά, την Παλλήνη, την Λαμία και την Κομοτηνή.
 
Τα θύματα προέρχονταν κυρίως από το Αφγανιστάν (25), το Μπαγκλαντές (7) και το Πακιστάν (6), την Νιγηρία (5), το Ιράν (4), την Αλγερία (4) και την Συρία (3).
Αναφορικά με το διοικητικό καθεστώς τους, 38 θύματα ήταν αιτούντες άσυλο, 30 δεν διέθεταν νομιμοποιητικά έγγραφα, 4 ήταν αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, 2 σε καθεστώς επικουρικής προστασίας, ενώ 1 άτομο διέθετε την ελληνική ιθαγένεια. 
 
Τέλος, τα περισσότερα θύματα διέμεναν σε επισφαλείς συνθήκες:  16 άστεγοι, 1 σε ξενοδοχείο, 13 προσωρινά φιλοξενούμενοι από ομοεθνείς, 34 συγκατοικούσαν σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα.

 

Τα χαρακτηριστικά των επιθέσεων 
 
Οι  επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως βραδινές ώρες, ενώ σε όλες τις επιθέσεις – πλην μίας – οι δράστες ήταν περισσότεροι του ενός.
 
Επίσης, έχει καταγραφεί και η συμμετοχή ανήλικων δραστών, ενώ σύμφωνα με πολλά θύματα οι δράστες ήταν μαυροντυμένοι και έφεραν  ναζιστικά σύμβολα.
 
Σε πολλές περιπτώσεις, τα θύματα ανέφεραν την χρήση όπλων (σιδερολοστοί, πτυσσόμενα κλομπ, μαχαίρια, μπουκάλια, σπρέι πιπεριού), ενώ αναφέρθηκε μέχρι και χρήση μεγαλόσωμων σκυλιών.
 
Κάτι, ακόμα, που αξίζει της προσοχής είναι το γεγονός πως οι δράστες συνήθως ζητούσαν πρώτα να ελέγξουν τα έγγραφα των θυμάτων.
 
Τέσσερις ρατσιστικές επιθέσεις έλαβαν χώρα μέσα σε αστυνομικά τμήματα.

Το ερωτηματολόγιο της ντροπής
Ανεξάρτητα από την καταγραφή περιστατικών ρατσιστικής βίας, οι ΓτΚ και το ΕΣΠ έθεσαν τρεις ερωτήσεις στα άτομα που επισκέπτονταν τα γραφεία τους.
Τα ποσοστά των θετικών απαντήσεων είναι ενδεικτικά του μεγέθους του προβλήματος.
 
Ερώτηση 1η: Το χρονικό διάστημα που βρίσκεστε στην Ελλάδα, έχετε δεχθεί ρατσιστική συμπεριφορά;
 
Το 61%, σε σύνολο 262 ατόμων που ρωτήθηκαν από τους ΓτΚ, δήλωσε πως είχε δεχθεί ρατσιστική βία , όπως και το 70%, σε σύνολο 157 ατόμων που ρωτήθηκαν  στις δομές του ΕΣΠ. 
 
Ερώτηση 2η: Περιορίζετε τις κινήσεις σας εξαιτίας του φόβου μιας ενδεχόμενης ρατσιστικής επίθεσης;
 
Το 47% (ΓτΚ) και το 60,1% (ΕΣΠ) απάντησαν καταφατικά.
 
Ερώτηση 3η: Κατά την επαφή σας με επίσημους φορείς του Ελληνικού Δημοσίου, έχετε βιώσει ρατσιστική αντιμετώπιση;
 
Το 53% (ΓτΚ) και το 81,3% (ΕΣΠ) αντίστοιχα, απάντησαν καταφατικά.
 

«Η βία είναι ο σκοπός, το μέσο και το μήνυμα»
 
Στην τοποθέτησή του, ο Κ. Παπαϊωάννου, μίλησε για την πρακτική σημασία της καταγραφής των ρατσιστικών εγκλημάτων, σημειώνοντας την ένταξη δύο εκ των καταγεγραμμένων περιστατικών στην δικογραφία για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής.
 
Ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και Συντονιστής του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας αναφέρθηκε ακόμη στον ρόλο της αστυνομίας κατά την καταγραφή των μαρτυριών των θυμάτων:
 
Οι αστυνομικοί δεν ρωτούν τα θύματα για το κίνητρο των επιθέσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην δικαστική διερεύνηση των υποθέσεων. Άλλες φορές πάλι, τα θύματα μιλούν για τις ρατσιστικές διαστάσεις της επίθεσης που δέχτηκαν, αλλά οι μαρτυρίες τους δεν καταγράφονται.
 
Ο Κ. Παπαϊωάννου ανέδειξε δύο ακόμη ζητήματα:
 
Αφενός το ζήτημα της λογοδοσίας, ιδίως όταν πρόκειται για κρατικά όργανα (έπειτα και από τις τελευταίες εξελίξεις με το άρθρο 19 στο μεταναστευτικό κώδικα), και αφετέρου το ζήτημα των ασφαλών και δίκαιων δικών.
 
Όπως επεσήμανε, βρίσκονται εν εξελίξει δίκες για ρατσιστικά εγκλήματα, ενώ θα ακολουθήσει και η δίκη της Χρυσής Αυγής.  Τόσο η κοινωνία των πολιτών όσο και τα ΜΜΕ οφείλουν να διασφαλίσουν πως οι μάρτυρες κατηγορίας, όπως και τα θύματα, δεν θα απειλούνται , εκφοβίζονται ή εκβιάζονται – όπως έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια.

 
«Υπεύθυνη και συνυπεύθυνη η κοινωνία που δέχεται την άσκηση ρατσιστικής βίας»

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αναφορά, «αξιοσημείωτο παραμένει το γεγονός πως αρκετά θύματα ενώ αρχικά δήλωσαν την πρόθεση και την επιθυμία τους να καταγγείλουν την επίθεση, στην συνέχεια παραιτήθηκαν της υπόθεσής τους».

Η Άννα Μαΐλη, πρόεδρος των Γιατρών του Κόσμου, αναφέρθηκε εκτενώς στα εμπόδια κατά την καταγραφή των ρατσιστικών επιθέσεων

Οι μετανάστες συχνά δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα, κάτι που δεν τους επιτρέπει να κινηθούν νομικά εναντίον των δραστών των επιθέσεων, ενώ παράλληλα δεν έχουν εμπιστοσύνη στις αστυνομικές αρχές, αφού συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με εχθρικές συμπεριφορές.

Παράλληλα, φοβούνται περαιτέρω στοχοποίησή τους από τους δράστες, αλλά και ενδεχόμενη σύλληψή τους.

«Αυτό που ξεχωρίζει ως το πιο ανησυχητικό είναι ότι η ρητορική του μίσους και οι ρατσιστικές πρακτικές είναι πια μέσα στην καθημερινότητά μας. Όμως μια κοινωνία που ανέχεται μέσα στην καθημερινότητά της τη ρατσιστική εγκληματικότητα είναι υπεύθυνη και συνυπεύθυνη για αυτό που συμβαίνει» σχολίασε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης η Ά. Μαΐλη.


«Δεν γίνεται τίποτα από την ελληνική πολιτεία»
 

Η Λίλιαν Αργυροπούλου-Χρυσοχοΐδου, πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, έδωσε έμφαση στην ανάγκη και την «υποχρέωση» να βοηθήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε τους συνανθρώπους, μιας και η πολιτεία δεν κάνει τίποτα προς αυτόν τον σκοπό.

Η κοινωνία των πολιτών ευαισθητοποιείται και δίνει χρήματα στις ΜΚΟ που ασχολούνται με τα παιδιά, αλλά δεν αποδεικνύεται το ίδιο ευαίσθητη όταν πρόκειται για μελαχρινά αγόρια, επεσήμανε  χαρακτηριστικά. 

Οι προτάσεις 

Το 4ο μέρος της Εθνικής Αναφοράς για τη Ρατσιστική Βία είναι αφιερωμένο στις προτάσεις των οργανώσεων προς τις αρμόδιες αρχές και τους δημόσιους φορείς. 
Μεταξύ αυτών, ΓτΚ και ΕΣΠ προτείνουν:
  • Να εγκαθιδρυθεί και να τεθεί σε λειτουργία ένα επίσημο και αποτελεσματικό ενιαίο σύστημα καταγραφής των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας , το οποίο θα επιτρέπει την διαχείριση των πληροφοριών και από άλλες δομές, πλην της αστυνομίας (νοσοκομεία, ΜΚΟ, δήμοι, Συνήγορος του Πολίτη).
  • Χορήγηση ειδικού καθεστώτος προστασίας (άδεια παραμονής) και αναστολή οποιαδήποτε διαδικασίας έκδοσης/απέλασης για τα θύματα ή/και μάρτυρες ρατσιστικής βίας: «Οι μετανάστες που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων δεν νοείται να αποτελούν εξαίρεση».
  • Να καταργηθεί το παράβολο των 100€, καθώς τα περισσότερα ρατσιστικά εγκλήματα ανήκουν στα λεγόμενα «απολύτως κατ' έγκληση εγκλήματα».
  • Να εξασφαλιστεί από τις αρμόδιες αρχές η επαρκή και επισταμένη διερεύνηση του ρατσιστικού κινήτρου σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας και ειδικά σε εκείνο της προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης – Να διασφαλιστεί η ενεργοποίηση σχετικής αστυνομικής εγκυκλίου
  • Δυνατότητα πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για οποιοδήποτε άτομο βρίσκεται υπό κράτηση.
  • Να καταστεί σαφές σε όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας πως είναι αδιανόητη η ύπαρξη ή/και αποδοχή οποιασδήποτε μορφής ρατσιστικής συμπεριφοράς και βίας εντός αυτής.