Το σχετικό Δελτίο Τύπου του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες:

Η διοικητική κράτηση προβλέπεται στο νόμο ως μέτρο που επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και σε κάθε περίπτωση για περιορισμένο χρονικό διάστημα.  Όπως δε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει τονίσει, πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη ότι το μέτρο της διοικητικής κράτησης «εφαρμόζεται όχι σε όσους έχουν διαπράξει αδικήματα κοινού ποινικού δικαίου, αλλά σε αλλοδαπούς που φοβούμενοι συχνά για τη ζωή τους, διαφεύγουν από την χώρα καταγωγής τους» (ΕΔΔΑ, Amuur κατά Γαλλίας, αριθμ. προσφυγής 19776/92, 25/06/1996, παρ. 43). 
 
Μέχρι σήμερα, η πρακτική της γενικευμένης, συστηματικής και παρατεταμένης κράτησης αφενός υπηκόων τρίτων χωρών εν όψει απομάκρυνσης και αφετέρου αιτούντων άσυλο, και μάλιστα σε συνθήκες που επανειλημμένως έχει κριθεί ότι ισοδυναμούν με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, καθιστούσε την επιβολή του μέτρου ούτως ή άλλως εξαιρετικά προβληματική υπό το πρίσμα της νομιμότητας.
 
Με την υπ’ αριθμ. 44/2014 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), η οποία έγινε δεκτή από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη με σχετική υπουργική απόφαση, επιχειρείται να ακυρωθούν ακόμη και οι ελάχιστες εγγυήσεις σε ό,τι αφορά την επιβολή του εν λόγω μέτρου, δηλαδή η απαγόρευση της επ’ αόριστον κράτησης και η πρόβλεψη ενός μέγιστου επιτρεπόμενου ορίου στο χρόνο κράτησης εν όψει απομάκρυνσης (18 μήνες).
 
Συγκεκριμένα σύμφωνα με το ΝΣΚ «σε περίπτωση κράτησης αλλοδαπού επί 18 συνολικά μήνες κατόπιν προηγούμενης αποφάσεως επιστροφής ή απελάσεως […] τα αρμόδια όργανα […] δύνανται αυτομάτως […] να επιβάλουν σε αυτόν το μέτρο της υποχρεωτικής διαμονής στο χώρο κρατήσεως».
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μεταξύ άλλων, το ΝΣΚ αιτιολογεί την ανωτέρω θέση επισημαίνοντας ότι σε περίπτωση άρσης της κράτησης με την πάροδο του μέγιστου προβλεπόμενου χρόνου (18 μήνες), «η απελευθέρωση αυτή θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην ραγδαία αύξηση του πληθυσμού των μη νόμιμων μεταναστών στο εσωτερικό, με τις εντεύθεν δυσμενείς συνέπειες στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι οι μετανάστες αυτοί στερούνται πόρων για τη διαβίωσή τους». Υπό αυτή την έννοια το ΝΣΚ φαίνεται να λαμβάνει ως δεδομένο ότι κοινό χαρακτηριστικό των παράτυπων μεταναστών, δηλαδή όσων στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων, είναι η επικινδυνότητα τους προς τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. 
 
Η παραπάνω γνωμοδότηση του ΝΣΚ έρχεται ωστόσο σε αντίθεση με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, καθώς και τη σχετική νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: 
 
1. Σύμφωνα με την εθνική και κοινοτική νομοθεσία, η μέγιστη προβλεπόμενη διάρκεια της κράτησης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους 18 μήνες. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ερμηνεύει αυθεντικά και με τρόπο δεσμευτικό το ενωσιακό δίκαιο, έχει με σαφήνεια αποφανθεί ότι «όταν έχει συμπληρωθεί ο μέγιστος χρόνος κράτησης τον οποίο προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 6, της Οδηγίας 2008/115 [18 μήνες] […] ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως […] το άρθρο 15, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115 δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση την υπέρβαση του ανώτατου χρονικού ορίου που καθορίζεται με τη διάταξη αυτή» (ΔΕΕ, Υπόθεση C-357/09 PPU SaidShamilovichKadzoev (Huchbarov), παρ. 60 και 69). Οιαδήποτε αντίθετη ερμηνεία, γνωμοδότηση ή υπουργική απόφαση αποτελεί ευθεία παράβαση του ενωσιακού δικαίου και του αντίστοιχου εθνικού που την ενσωματώνει.
 
2. Προκειμένου να εκτιμηθεί εάν ένα πρόσωπο στερείται της ελευθερίας του […] επιβάλλεται να εκτιμηθούν (σταθμιστούν) όλα τα κριτήρια όπως ο τύπος, η διάρκεια, το αποτέλεσμα και ο τρόπος εφαρμογής του στερητικού της ελευθερίας μέτρου (βλ. ΕΔΔΑ, Guzzardi κατά Ιταλίας, αριθμ. προσφυγής 7367/76, 06/11/1980, παρ. 92). Το γεγονός ότι ένα μέτρο απόλυτης στέρησης της ελευθερίας, όπως αυτό της υποχρεωτικής διαμονής σε κέντρο κράτησης υπό το διαρκή έλεγχο των αρμόδιων κρατικών αρχών, ονοματίζεται «περιοριστικό μέτρο» και όχι «κράτηση», δεν επιτρέπει στις ελληνικές αρχές να παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις τους όπως αυτές ορίζονται από την εθνική και κοινοτική νομοθεσία, που επιβάλλουν την άμεση άρση της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας με τη συμπλήρωση του ανώτατου χρονικού διαστήματος κράτησης εν όψει απομάκρυνσης (18 μήνες), πολλώ δε μάλλον δε δύναται να νομιμοποιήσει την επ’ αόριστον επιβολή του ενός τέτοιου στερητικού της ελευθερίας μέτρου.
 
Οι πρώτες, αμφισβητούμενης νομιμότητας, αποφάσεις έχουν ήδη εκδοθεί και επιδοθεί σε κρατούμενους οι οποίοι συμπληρώνουν σήμερα 15 μήνες κράτησης, με τις οποίες αυτοί καλούνται να συναινέσουν και να συνεργαστούν για την υλοποίηση της απόφασης επιστροφής τους, πριν την λήξη του 18μηνου, διαφορετικά θα τους επιβληθεί το «περιοριστικό μέτρο» της υποχρεωτικής διαμονής στο κέντρο κράτησης όπου ήδη βρίσκονται ή «σε οποιονδήποτε άλλον χώρο κράτησης απαιτηθεί».  Σε διάφορα κέντρα κράτησης ανά την επικράτεια έχουν ήδη αρχίσει να σημειώνονται οι πρώτες αντιδράσεις, με έναρξη απεργίας πείνας ή άλλες εκδηλώσεις ενδεικτικές της ψυχολογικής αναστάτωσης στην οποία οι κρατούμενοι έχουν περιέλθει, καθώς μάλιστα δεν έχουν σαφείς πληροφορίες και ενημέρωση για το αν θα συνεχισθεί η κράτησή τους και για πόσο ακόμα.
 
Η επ’ αόριστον επιβολή του μέτρου της διοικητικής κράτησης, βρίσκεται σε προφανή αναντιστοιχία με τις επιταγές του κράτους δικαίου, οδηγεί στην προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων που το Σύνταγμα της Ελλάδος αναγνωρίζει σε κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια και οδηγεί την ελληνική διοίκηση σε παράνομες, και συνεπώς ελέγξιμες υπό το πρίσμα του εθνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου, πρακτικές.
 
Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες:
 
–            εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την ανωτέρω εξέλιξη και ζητεί την άμεση ανάκληση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης
 
–            καλεί τις αρμόδιες αρχές να αναθεωρήσουν άμεσα την πολιτική της γενικευμένης συστηματικής και παρατεταμένης κράτησης, ευθυγραμμιζόμενες με την κείμενη νομοθεσία η οποία ορίζει τη διοικητική κράτηση ως έσχατο μέσο, στο πλαίσιο των διαδικασιών επιστροφής και εξέτασης των αιτημάτων ασύλου.