Η εικόνα της χθεσινής μέρας ήταν αναμφιβόλως τα γοερά δάκρυα του Μπούκουρα στη Βουλή. Εκείνο το πουρκουά, ποιο είναι το έγκλημά μου, τι σας έκανα, για τι με κατηγορείτε, εμένα που ήμουν καλός φούρναρης, σύζυγος και πατέρας.
 
Τον καταλαβαίνω τον Μπούκουρα. Καλά το είπε, ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι αυτή η αντροπαρέα των Ελληναράδων με την οποία συναγελάστηκε, όλη αυτή η ξέφρενη προσωπική του πορεία από τον φούρνο στο κοινοβούλιο, αυτό το ελληνικό success story της καθαρότητας της φυλής και του κυνηγητού των μεταναστών, η τρυφερή ιστορία του χρυσαυγίτη που περνάει τις γριούλες στο δρόμο, θα κατέληγε στη μοναξιά ενός κελιού.
 
Αναγνωρίζω την έκπληξή του. Αλλιώς μας τα είχαν πει, αλλιώς πήγαιναν τα πράγματα. Με την αστυνομία τα πηγαίναμε μια χαρά, με τη δικαιοσύνη κανένα πρόβλημα, πάντοτε πέφταμε στα μαλακά, η κυβέρνηση μάς έκλεινε συνωμοτικά το μάτι τόσα χρόνια, τι άλλαξε, αυτή είναι η λέξη κλειδί, τι άλλαξε και όλη ωραία ατμόσφαιρα, αυτό το όνειρο, μεταστράφηκε σε εφιάλτη, ό,τι έκανα συνέχισα να κάνω, τίποτα δεν μετέβαλα στη συμπεριφορά μου, οπότε πού είναι το έγκλημα και γιατί τώρα, ξαφνικά, να βρεθώ κατηγορούμενος.
 
Φαινόταν ωραίο όλο αυτό, άλλοι έκαναν τη βρώμικη δουλειά κι άλλοι ήταν απλώς εκπρόσωποι του λαού ή αν λέρωναν και λίγο τα χέρια τους ήταν για να χτυπήσουν κάτι ξένους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και που μπορεί κι εκεί απ’ όπου ήρθαν να τους φέρονταν με ανάλογους τρόπους. Φαινόταν πολύ ωραίο όλο αυτό, να μιλάς για ιδανικά, για πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια, κι ακόμα κι αν γινόταν πού και πού καμία κρυφή φιέστα ή τελετουργία δεν είχε και τόση σημασία, σαν παιχνίδι φαινόταν, όπως σαν παιδικά παιχνίδια φαίνονταν και τα όπλα που είχε ο Μπούκουρας, πολλά ή λίγα δεν ξέρω, θα το βρει η ανάκριση. Ωραία ήταν όλ’ αυτά, υπήρχε αντριλίκι και όπλα, αυτοπεποίθηση και μαγκιά, ε, κι αν γινόταν και καμία πρόκληση δεν υπήρχε πρόβλημα, εδώ ο Κασιδιάρης βάραγε γυναίκες on air και αρκετοί του ’λεγαν και μπράβο, εδώ πούλαγε σε αστυνομικούς και η αστυνομία τον ψήφιζε, εδώ τους τρέχανε στα δικαστήρια και οι δίκες αναβάλλονταν η μία πίσω απ’ την άλλη, κι όταν δικάζονταν τελικά απαλλάσσονταν λόγω αμφιβολιών, μόνο βραβεία δεν τους έδινε το κράτος, τα είχε δει όλ’ αυτά ο Μπούκουρας προτού μετακινηθεί από τον προηγούμενο πολιτικό του χώρο στη Χρυσή Αυγή, αλλά κανείς δεν τον είχε προειδοποιήσει ότι τα πράγματα θα στράβωναν, ότι η θεωρία των δύο άκρων θα γινόταν θηλιά και παγίδα που μέσα της θα βρισκόταν ακινητοποιημένος ο ίδιος.
 
Θα μπορούσα και να τον λυπηθώ τον Μπούκουρα, άνθρωποι είμαστε, δεν είμαστε από πέτρα να βλέπουμε τον άλλο να ταπεινώνεται δημόσια, να επικαλείται τα ανήλικα παιδιά του, να ξετυλίγει σαν φιλμ τη ζωή του προς τα πίσω και να λέει «γιατί».
 
Αλλά δεν μπορώ να τον λυπηθώ, γιατί όταν κραυγάζει, με φαινομενική πειστικότητα, «δεν είμαι φασίστας, δεν είμαι ναζιστής» κάνει αυτό ακριβώς που έκαναν οι αρχιφασίστες και οι αρχιναζί που απαρνήθηκαν με απίστευτη ευκολία της ιδέες τους και τις αρχές τους και δήλωσαν, με την ίδια πειστικότητα, ότι δεν είναι φασίστες και δεν είναι ναζιστές, μονάχα Έλληνες πατριώτες είναι που νοιάζονται για τα παιδιά τους και για τα δικά μας παιδιά. Αυτό να το έχουν υπόψη τους και οι υπόλοιποι της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, που γελούσαν εχθές εις βάρος του Μπούκουρα ενώ έχουν καταπιεί αδιαμαρτύρητα τις δηλώσεις νομιμοφροσύνης στις οποίες προβαίνουν κάθε λίγο και λιγάκι οι ίδιοι οι αρχηγοί τους.
 
Μπορώ να λυπάμαι τα παιδιά του χωρίς να λυπάμαι τον ίδιο τον Μπούκουρα, γιατί και τα θύματα των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής κι εκείνοι παιδιά είχαν ή ήταν παιδιά κάποιων μανάδων, μπορεί ακόμα να ήταν και πιστοί σύζυγοι, ασχέτως αν πολλών απ’ αυτούς οι γυναίκες ήταν κάπου πολύ μακριά. Λυπάμαι τα παιδιά του αλλά όχι τον ίδιο τον Μπούκουρα για τους τραυματίες και τους νεκρούς των ταγμάτων εφόδου, για τα νταβατζηλίκια και για τα κρυφά και ύπουλα χτυπήματα μέσα στη νύχτα, αργότερα και για τα φανερά, στο φως της ημέρας, όταν τα τάγματα εφόδου αποθρασύνθηκαν εξαιτίας της ανοχής του κράτους αλλά και την εισόδου της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο, για το διπλό και τριπλό παιχνίδι που παιζόταν, για τις υπόγειες πολιτικές συνεννοήσεις, που κι αυτές είχαν το ρόλο τους στην κυβερνητική ανοχή. Δεν μπορώ να λυπηθώ τον Μπούκουρα για το ρόλο που δέχτηκε να παίξει σ’ ένα σενάριο που προέβλεπε θάνατο, φυλακές και κρεμάλες για όλους τους άλλους εκτός από τον ίδιο και τους όμοιούς του, που προέβλεπε αίμα και πόνο και δυστυχία για τα παιδιά όλων των άλλων εκτός από τα δικά του παιδιά και τα παιδιά των ομοίων του.
 
Θα μου πεις ότι υπάρχει και η μετάνοια, όπως επίσης υπάρχει το έλεος και η επιείκεια.
 
Καταρχήν, δεν διέκρινα καθόλου μετάνοια στα λόγια του. Ικεσία ναι, μετάνοια όχι. Κι όσο για το έλεος και την επιείκεια που πρέπει να δείχνει η δημοκρατία, είναι νωρίς ακόμα. Πρώτα η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης και μετά το έλεος, πρώτα η συντριβή της και μετά η επιείκεια, υπάρχει πολύς δρόμος να διανυθεί μέχρι εκεί. Ακριβώς επειδή το ζητούμενο δεν είναι η συντριβή του Μπούκουρα και του κάθε Μπούκουρα, είναι η συντριβή των εγκληματικών συμπεριφορών που εξακολουθούν ακόμα, που ανθίζουν σε κάθε κενό το οποίο αφήνει ελεύθερο η δημοκρατία.
 
Υπάρχουν πολλά κενά που χάσκουν ακόμα…