Κάπου στα social media διάβασα, σόρι που δεν θυμάμαι την πηγή, ότι ο μεγάλος χαμένος του χθεσινού ευρωπαϊκού ντιμπέιτ είναι ο… Αντώνης Σαμαράς.
 
Χαμένοι είναι, για μία ακόμη φορά, και τα μέλη του επικοινωνιακού επιτελείου της Νέας Δημοκρατίας. Με τον θόρυβο που ξεσήκωσαν στοχεύοντας στην απουσία του Αλέξη Τσίπρα από το προηγούμενο ντιμπέιτ, απλώς υπερτόνισαν την αξία της συμμετοχής του στο χθεσινό. Λάθος μεγάλο, καθώς ανεξάρτητα από τις δεδομένες επικοινωνιακές ικανότητες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, επρόκειτο για μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη γι’ αυτούς.
 
Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν παρών στην τηλεμαχία, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς όχι. Ο Τσίπρας ήταν στο κέντρο της Ευρώπης, στις Βρυξέλλες, ενώ ο Σαμαράς κάπου στη Θεσσαλονίκη. Ο Τσίπρας ήταν στις οθόνες ολονών επί μιάμιση ώρα, ενώ ο Σαμαράς διαγκωνιζόταν με τον Καμένο και το Βενιζέλο για ένα δίλεπτο στα δελτία Ειδήσεων. Ο Τσίπρας συνομιλούσε με την υπόλοιπη πολιτική ηγεσία της Ευρώπης για το μέλλον της ηπείρου, ενώ ο Σαμαράς έβγαζε λόγο στα στελέχη του κόμματος και δεν ξέρουμε καλά καλά τι τους είπε, πέρα από κινδυνολογίες για το παρελθόν, κομπασμούς για επιτεύγματα που όλοι γνωρίζουν πως είναι ανύπαρκτα, και τυφλές επιθέσεις στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Τσίπρας στο ευρωπαϊκό κάδρο, ο Σαμαράς σε στενό οικογενειακό κύκλο. Ο Τσίπρας στο champions League, ο Σαμαράς ούτε στη Eurovision…
 
Κατόπιν όλων αυτών, ίσως θα ’πρεπε ο κ. Σαμαράς να ξανασκεφτεί τα πράγματα και να στέρξει σε ένα ελληνικό ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών. Όχι πως οι πιθανότητες θα ήταν σε μια τέτοια περίπτωση με το μέρος του, θεωρητικά όμως αυτό είναι ίσως το τελευταίο του χαρτί.
 
Ποιος εκπροσωπούσε την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας στο ντιμπέιτ; Ο άχρωμος και γηραλέος Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, συνεπικουρούμενος από τον ανέμπνευστο Μάρτιν Σουλτς και τον κάπως γραφικό Γκυ Φερχόφστατ (τώρα ξέρω γιατί οι φιλελεύθεροι έχουν να ευδοκιμήσουν στην Ελλάδα καμιά πενηνταριά χρόνια). Η συντηρητική Ευρώπη που έχει ξοδέψει τα καύσιμά της και χρονοτριβεί, μέχρι να πάρει οδηγίες από το Βερολίνο. Κι από την άλλη ο Τσίπρας, έχοντας δίπλα του τη δροσερή Σκα Κέλερ, με την οποία συνέκλιναν σε αρκετά θέματα δημιουργώντας ένα δυνατό κοντράστ με το ευρωπαϊκό χθες. Καθόλου απομονωμένος, καθόλου αιθεροβάμων, καθόλου εξοβελιστέος από τα διεθνή φόρα, όπως τον παρουσιάζουν συνήθως τα παπαγαλάκια των δελτίων ειδήσεων.
 
Σε μια διαδικασία όπου φαινόταν ότι κανένας δεν θα προλάβει να πει τίποτα και πως θα εξελισσόταν σ’ ένα είδος τηλεπαιχνίδι ταχυφωνίας, ο Αλέξης Τσίπρας πρόλαβε να μιλήσει για το τέλος της λιτότητας, για την κατάργηση της τρόικας, για  πανευρωπαϊκή διάσκεψη για τη διευθέτηση του χρέους των κρατών, για τις αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου, για το ευρωπαϊκό νιου ντιλ, για ανάπτυξη, για αύξηση της ενεργού ζήτησης, για μέτρα κατά της ανεργίας, για επιμερισμό των προβλημάτων που προκύπτουν από τις μεταναστευτικές ροές, για μια Ευρώπη πολύ πιο λαμπερή. Ανέφερε μέσα στη συζήτηση λέξεις-κλειδιά που για όλους τους άλλους συνομιλητές του φάνηκαν ταμπού. Έβαλε πολύ καθαρά μέσα στην εικόνα της ευρωπαϊκής κακοδαιμονίας το πρόσωπο της κυρίας Μέρκελ. Μίλησε ευθέως για την παρουσία νεοναζί σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Έθεσε με ευθύτητα το ζήτημα της ειρήνης, αντιπαραθέτοντάς την με ψυχροπολεμικές νοοτροπίες και γεωπολιτικά ρίσκα. Ακόμα και την απαγορευμένη λέξη δημοψήφισμα τόλμησε να χρησιμοποιήσει, χωρίς ν’ αφήσει ανοιχτή την παραμικρή ρωγμή που θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης – εκεί ή εδώ.
 
Ο Τσίπρας έκανε, κατά την άποψή μου, μια πολύ σημαντική επιλογή. Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: Να απευθυνθεί κυρίως στο ελληνικό κοινό, με γνώμονα την κρισιμότητα των εδώ εξελίξεων, ή να απευθυνθεί στους λαούς της Ευρώπης εκπληρώνοντας το ρόλο που του ανέθεσε το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επέλεξε τον δεύτερο δρόμο, χωρίς όμως να υποπέσει σε κανένα από τα σφάλματα για τα οποία κατά κόρον τον κατηγορεί το επικοινωνιακό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας. Καμία διγλωσσία, καμία κωλοτούμπα, καμία παρέκκλιση.
 
Μου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι εισήγαγε  αυτοβούλως στη συζήτηση το πρόβλημα με τις εκτρώσεις στην Ισπανία, καθώς και τη σύγκρουση της δικαστικής εξουσίας με τη μαφία και τη διαπλοκή στην Ιταλία. Δυο κομβικές τοποθετήσεις επί θεμάτων που προφανώς δεν απασχολούν ιδιαιτέρως την ελληνική κοινή γνώμη, έχουν όμως μεγάλη σημασία σε σχέση με το πώς τοποθετείται η Αριστερά στον ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη – γεωγραφικά και αξιακά.
 
Άφησα για το τέλος το καλύτερο: Την πίεση που με επιμονή αλλά και τακτ άσκησε στον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ ώστε να τοποθετηθεί στο εξαιρετικά επίκαιρο θέμα των αποκαλύψεων των Financial Times για τη Συνάντηση Κορυφής στις Κάννες. Ήταν η μόνη ουσιαστικά παρέμβασή του που παρέπεμπε ευθέως στο ελληνικό πρόβλημα. Η επιτυχία του Τσίπρα ήταν ότι το έθεσε όχι με όρους ενοριακούς-εσωτερικούς, αλλά με όρους διεθνούς πολιτικής. Και φυσικά το γεγονός ότι ο Γιουνκέρ απέφυγε επιμελώς να απαντήσει, παρότι τον προκάλεσε δύο φορές. Καμία έκπληξη, φυσικά, το ίδιο ακριβώς κάνουν στην Ελλάδα Σαμαράς και Βενιζέλος.
 
Ασφαλώς, υπάρχει και ο αντίλογος. Όπως ο Γιουνκέρ δεν είπε κουβέντα για την ταμπακέρα, έτσι κι ο Τσίπρας απέφυγε να καταδικάσει τη βία. (Αυτό βέβαια ήταν παράλειψη και της κ. Μόνικα Ματζιόνι, η οποία ολιγώρησε και δεν υπέβαλε τη σχετική ερώτηση, όπως επιμένουν συστηματικά οι Έλληνες συνάδελφοί της.) Επίσης παρατήρησα ότι δεν είπε λέξη για τη Μαρφίν. Ούτε για τη βίλα Αμαλία ούτε για κανένα άλλο κέντρο ανομίας, αρκούμενος ως προς αυτό το ζήτημα στη λειτουργία των τραπεζών.
 
Τέλος -τι να λέμε;- έγινε φανερό ότι από άποψη προφοράς, τόσο ο κ. Γιουνκέρ όσο και οι άλλοι διεκδικητές του ανώτατου κοινοτικού αξιώματος υπερέχουν σημαντικά του Αλέξη Τσίπρα. Πολύ σοβαρό αυτό.