του Νίκου Βεντούρα

«Ο (ηλίθιος, μαζόχας, συμφεροντολόγος, κομματόσκυλο) Έλληνας ψηφίζει όλα αυτά τα χρόνια τους ίδιους και τους ίδιους πολιτικούς που τον κοροϊδεύουν. Είναι, επομένως, ο κύριος υπεύθυνος για την κακή διακυβέρνηση της χώρας».

Φράση- καραμέλα αυτή, όλων όσων βγάζουν τον εαυτό τους απέξω ― και είναι τόσοι πολλοί, ώστε απορεί κανείς πως τα δυο μεγάλα κόμματα κατάφερναν να συγκεντρώνουν πάνω από το 80% των ψήφων καθόλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.

Με ενοχλούν αυτές οι εύκολες εξηγήσεις.

Εξηγήσεις πρόχειρες, που δεν εξετάζουν τα ιστορικά δεδομένα, τα εκλογικά συστήματα, τις συγκυρίες κ.α., αλλά ρίχνουν το βάρος στην ατομική ψυχολογία (λ.χ. τη «βλακεία») του κάθε μεμονωμένου ψηφοφόρου. «Εξηγήσεις», εντέλει, που δεν εξηγούν απολύτως τίποτα, αφού δεν απαντάνε στο πως οι ψηφοφόροι χάζεψαν μαζικά, ούτε στο γιατί αυτό εκδηλώθηκε με τις συγκεκριμένες επιλογές.

Όταν εξετάζουμε πολιτικά φαινόμενα δεν μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε ούτε ως άθροισμα ατομικών περιπτώσεων, ούτε με βάση ατομικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Αλλιώς δεν παράγουμε παρά κάλπικες ερμηνείες, χρήσιμες μόνο στο να νιώσουμε ανώτεροι και να νίψουμε τας χείρας μας επειδή εμείς ψηφίσαμε κάποιο μικρό κόμμα.

Μια τέτοια πρόχειρη ψευτο-ερμηνεία είναι η εύκολη καταδίκη του «δικομματισμού». Όσοι κατηγορούν τους ψηφοφόρους για αυτόν ξεχνάνε (ή δεν έμαθαν ποτέ τους) τις μαθηματικές αναλύσεις των εκλογικών συστημάτων -όπως αυτή του Γάλλου κοινωνιολόγου Maurice Duverger από τη δεκαετία του πενήντα. Αναλύσεις οι οποίες απόδειξαν ότι ορισμένα εκλογικά συστήματα οδηγούν από μόνα τους και αναπόφευκτα, και ανεξάρτητα από τη υποκειμενική θέληση των ψηφοφόρων, σε ισχυρό δικομματισμό (ανάλογα με την κατανομή των εδρών, την εφαρμογή ή όχι της απλής αναλογικής κλπ).

Ξεχνάνε επίσης ότι το εκλογικό μας σύστημα είναι σχεδιασμένο ώστε η ψήφος στα «μικρά κόμματα» ουσιαστικά να αποτελεί αβάντα στο πρώτο κόμμα. Η κάθε κυβέρνηση, ως γνωστόν, επανασχεδίαζε το εκλογικό σύστημα ώστε είτε να ισχυροποιήσει τη νίκη της, είτε να απαλύνει τη επερχόμενη ήττα. Από τον «εθνάρχη» Καραμανλή που πολλαπλασίασε τις έδρες του με λιγότερες ψήφους τη δεκαετία του πενήντα ως τη σημερινή εκλογική απάτη να μοιραστούν οι κομματικές επιχορηγήσεις με βάση τα ποσοστά του 2009 (προμοτάροντας το ανύπαρκτο πλέον ΠΑΣΟΚ), τα σχετικά τεχνάσματα θα γέμιζαν τόμους ολόκληρους.

Ωστόσο, η όλη κατηγορία του δικομματισμόυ ως αιτίας των δεινών του πολιτικού μας συστήματος μπάζει από μόνη της. Αντί να ζητάει πιο αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, εντοπίζει το πρόβλημα στον αριθμό των κομμάτων ― λες και αν το κοινοβούλιο γέμιζε περισσότερα κόμματα θα άλλαζε κάτι ως προς τη λήψη των αποφάσεων. Η εμπειρία της τρικομματικής κυβέρνησης έδειξε τη φενάκη αυτής της άποψης. Οι συνεργατικές κυβερνήσεις, όπου υποκόμματα λίγο πάνω από την εκλογική βάση συναποφασίζουνε και νομοδοτούνε παρά την εκλογική θέληση των συντριπτικά πολλών, είναι η μεγαλύτερη απάτη της «δημοκρατίας». Χωρίς αυτήν, ο κύριος Βενιζέλος θα είχε ήδη πάει σπίτι του.

Αν εξετάσει κανείς την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων, μέσα στις ιστορικές συγκυρίες κάθε εποχής, και με βάση τα πραγματικά δεδομένα και όχι ευχολόγια και φαντασιώσεις, θα δεί ότι η ψήφος ήταν συνήθως η βέλτιστη επιλογή ― ή τέλος πάντων η μόνη ουσιαστική επιλογή που ήταν διαθέσιμη εκείνη τη στιγμή και συμβατή με τις επιταγές του «εκλογικού παχνιδιού».

Ας ξεκινήσουμε με το 1974. Ως γνωστόν βγήκε η Νέα Δημοκρατία. Εύκολο να κατακρίνουμε την επιλογή, αλλά θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ήταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά τη Χούντα, με το «Καραμανλής ή Τανκς» να μην είναι απλά μια κινδυνολογία, αλλά και ένας υπαρκτός φόβος. Τον Καραμανλή έφεραν ως «εθνάρχη» από τα Παρίσια, και μια ψήφος στην Αριστερά μπορεί να έφερνε μια νέα επέμβαση (αρκεί να θυμηθούμε τι γίνονταν π.χ. στην Ιταλία ή την Πορτογαλία εκείνα τα χρόνια). Παρόλο τον φόβο των «τανκς», και παρόλο το μούδιασμα των αριστερών (υπο διωγμό επί δεκαετίες και με τη Χούντα πρόσφατη), ο τότε αριστερός χώρος (στον οποίο πρέπει να μετρήσουμε και το ΠΑΣΟΚ, που εκείνη την εποχή περιελάμβανε σχήματα που σήμερα βρίσκουμε σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και είχε πιο προοδευτικές θέσεις και πιο αντικαπιταλιστικές διακηρύξεις από το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ), πήρε ένα καθόλου μικρό 22%. Είναι ερμηνεύσιμο, λοιπόν, το γεγονός οτι ο κόσμος αγκιστρώθηκε στον Καραμανλή (και εν μέρει στο Κέντρο) ως εγγύηση σταθερότητας.

Το 1977 η κυβέρνηση Καραμανλή είχε φθαρεί, ενώ το ΠΑΣΟΚ ανέβαινε. Η κομμουνιστική αριστερά επίσης είχε αυξήσει τα ποσοστά της (αν και αποφάσισε να διασπαστεί σε ΚΚΕ και Συμμαχία). Δεδομένου ότι ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε η αριστερά διόριζαν ακόμα, η άνοδος τους δεν οφείλεται στο «πελατειακό κράτος» (άλλη κλασσική καραμέλα κάθε λογής Τζήμερων) αλλά δείχνει πραγματικές πολιτικές τάσεις στην Ελληνική κοινωνία. Για να το πούμε απλά, δεν ήταν σύσσωμος ο Ελληνικός λαός κομμουνιστές, ώστε να περιμένει κανείς νίκη του ΚΚΕ και έλευση του Σοσιαλισμού. Όπως άλλωστε δεν συνέβη σε καμμία χώρα της Ευρώπης, ούτε στην Ιταλία με το πανίσχυρο κομμουνιστικό κόμμα. Οι Έλληνες ήταν παραδοσιακά μοιρασμένοι, όχι μόνο στις εκλογές αλλά και στην κοινωνία: κάμποσοι δεξιοί, κάμποσοι αριστεροί, αρκετοί κεντρώοι (που με τον καιρό έγιναν ΠΑΣΟΚ), και ολίγοι βασιλοχουντικοί.

Το 1981 βγήκε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ. Γιατί να μην βγεί; Ασφαλώς μια κοινωνία με πάνω από 65% δεξιά και κέντρο δεν θα μεταπηδούσε ξαφνικά στην Αριστερά. Αλλά μπορούσε άνετα να πάει στο ΠΑΣΟΚ ― όπως και έγινε. Τα τότε συνθήματα του, άλλωστε, θα έμοιαζαν ακροαριστερά για το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΔΗΜΑΡ. Η ειρωνία είναι ότι μέρος της νίκης του ΠΑΣΟΚ δεν οφείλεται στην επιθυμία για πελατειακό κράτος, αλλά στο αντίθετο: στην επιθυμία να τελειώσουν τα πιστοποιητικά «κοινωνικών φρονημάτων» και ο άτυπος «εμφύλιος» του χαφιέ και του χωροφύλακα. Αυτό εν μέρει έγινε (όπως ήταν και δίκαιο να γίνει), αλλά, ως γνωστόν, τα πράγματα έφτασαν στο άλλο άκρο (στους διορισμούς μέσω της κλαδικής).

Οι εκλογές του 1985 είναι μια συγκυρία που μπορεί κανείς να αναρωτηθεί για τη σοφία της κάλπης. Αλλά αυτό μόνο από την πλεονεκτική σκοπία του μέλλοντος. Για τους ψηφοφόρους της εποχής τα δεδομένα ήταν απλά: με το ΠΑΣΟΚ ξέφυγαν από την τυρρανία του χωροφύλακα (οι αριστεροί ή πρώην αριστεροί), μπόρεσαν και διορίστηκαν και αυτοί στο Δημόσιο (κάτι που τότε δεν φάνταζε έγκλημα, αλλά συμβατό με τις «σοσιαλιστικές» αρχές και το μεγάλο κράτος, και ενδεχομένως απαραίτητο για την ανάπτυξη της χώρας σε υπηρεσίες και υποδομές). Είδαν επίσης μια μετρήσιμη άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, των μισθών και των συντάξεων. Ποιός θα έλεγε όχι σε κάτι τέτοιο; Αν αυτή η άνοδος γίνονταν με δανεικά αυτό δεν απασχολούσε ακόμη κανέναν (ούτε τη δεξιά, ούτε την αριστερά), ενώ βόλευε και να πιάσουμε τους «στόχους» της ΕΟΚ. Σημαντικό τέλος είναι ότι ο κύριος αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ το 1985 ήταν ο Μητσοτάκης. Ποιός άνθρωπος, που είχε ήδη διώξει τη ΝΔ μετά από μια επταετία, θα έφερνε, χωρίς σοβαρό λόγο, στην εξουσία το Δρακουμέλ; Κανείς. Όπως και έγινε.

Όσοι οικτίρουν τον Έλληνα ψηφοφόρο για τη συμμετοχή του στο «πελατειακό κράτος» και τη διαφθορά, ξεχνάνε βολικά ότι το ΠΑΣΟΚ έπεσε στις εκλογές του 1989-90 για να τιμωρηθεί για τα σκάνδαλα του (Κοσκωτάς, κλπ), και πως ο Μητσοτάκης βγήκε ως εναλλακτική για περισσότερη εντιμότητα (αυτό ομολογούσε και το τότε τραγούδι του Σαββόπουλου περί «Μητσοτάκ», που το ψηφίζεις με βαριά καρδιά σαν λύση στην παρακμή κλπ), ενώ και η ίδια η αριστερά είχε μόλις συμμαχήσει με το Μητσοτάκη για να φύγουν οι «κλέφτες του ΠΑΣΟΚ».

Το ’93 το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται λόγω της πτώσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αν το δεί κανείς μεμονωμένα είναι μια κακή επιλογή ― μια επαναστροφή σε μια παρακμιακή κυβέρνηση και μάλιστα με έναν πρωθυπουργό ανίκανο να κυβερνήσει (λόγω αρρώστιας) και ένα γελοίο παρασκήνιο (Μιμή και λοιποί κολαούζοι). Ποιές ήταν οι εναλλακτικές όμως, μπροστά στο Δρακουμέλ από τη μια, και σε μια αριστερά που πρώτα τα έκανε πλακάκια με την Δεξιά και μετά ξαναδιασπάστηκε, και επίσης, λόγω της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, είχε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια;

Οι εκλογές του ’96 είναι μια ακόμα στιγμή που ξεχνάνε όσοι εμφανίζουν το «πελατειακό κράτος» ως τον καθοριστικό παράγοντα των εκλογών. Ξεχνάνε δηλαδή ότι ο Σημίτης ψηφίστηκε όχι επειδή υποσχέθηκε χρήματα και διορισμούς αλλά επειδή εμφανίστηκε και διαφημίστηκε ως ο συνεπής «λογιστάκος», αυτός που θα σταματήσει τα σκάνδαλα και θα τακτοποιήσει το κράτος (ειδικά απέναντι στον πιο ανοικτοχέρη Έβερτ).

Οι εκλογές του 2000 είναι πιο προβληματικές. Το ΠΑΣΟΚ νίκησε παρόλα τα μεγάλα σκάνδαλα πουλώντας την ίδια εικόνα «τακτοποίησης» και «ορθολογισμού» του κράτους, την εικόνα του «εκσυγχρονιστή» Σημίτη που διαφήμιζαν οι σημερινοί θαμώνες του Mega, του Protagon, της Αthens Voice κλπ. Δεν έπαυαν άλλωστε να τονίζουν τη σημασία του «μεγάλου στοίχηματος» να μπούμε στο Ευρώ ― το οποίο το παρουσίαζαν ως κορυφαία νίκη. Ταυτόχρονα η ΝΔ δεν είχε ηγεσία να εμφανίσει, αφού ο Έβερτ δεν τράβαγε και ο Κώστας Καραμανλής εμφανίστηκε από το πουθενά λόγω ονόματος. Όσοι ακόμα δεν κατανοούν το τεράστιο σφάλμα της παράδοσης του ελέγχου της Ελληνικής νομισματικής πολιτικής στην Ε.Ε και τη Γερμανία, η οποία μας κόστισε απίστευτα σε ευελιξία στα οικονομικά και στο χειρισμό της κρίσης, δεν είναι σε θέση να κρίνουν την ψήφο στην κυβέρνηση Σημίτη το 2000, η οποία έγινε με φόντο ακριβώς αυτόν τον τάχα «εθνικό στόχο» (συν το φαγοπότι των Ολυμπιακών έργων, τότε στην πλήρη εκτύλιξή τους).

Το 2004 παρουσιάζει άλλη μια αλλαγή κυβέρνησης ως αντίδραση στα προηγούμενα σκάνδαλα και την διαφθορά. Ο Καραμανλής δεν ψηφίστηκε για να «διορίσει», αλλά ως αντίδραση στη διαφθορά και την κακή εικόνα των κυβερνήσεων Σημίτη. Αυτό μπορεί να το ξεχνάνε πολλοί σήμερα, αλλά εκείνη την εποχή, άλλα έγραφαν προοδευτικοί και μη. Όσο για το 2007 είχαμε μια επανάληψη του σκηνικού του 1986. Ο κόσμος έχει δεί βελτίωση σε σχέση με την εποχή Σημίτη (τα «μεγάλα σκάνδαλα» της εποχής ήταν ένας γενικός γραμματέας υπουργείου με ροζ DVD, και η πώληση εκτάσεων του δημοσίου στη Μονή Βατοπεδίου, δηλαδή ασήμαντα σε σχέση με το Χρηματιστήριο, τα Ολυμπιακά Έργα, και τα εξοπλιστικά επί Άκη), αλλά έχει ταυτόχρονα διαψευστεί σε πολλά αλλά όχι τόσο όσο να προτιμήσει τον αντίπαλο. Όσοι κατακρίνουν την τότε ψήφο στον Καραμανλή, θεωρούν άραγε ότι θα είμασταν καλύτερα αν ο ΓΑΠ είχε έρθει στην εξουσία από το 2007;

2009. Ο ΓΑΠ δεν νίκησε μόνο επειδή είπε ότι «λεφτά υπάρχουν», αλλά και γιατί, επί δύο χρόνια, υπήρχε ακατάπαυστη πίεση των ΜΜΕ υπέρ του. Για κάποιο λόγο ο Καραμανλής είτε δεν έκανε όλα τα χατίρια των εργολάβων (βλέπε και «Βασικό Μέτοχο»), ή τα έκανε με περισσότερη αργοπορία, πάντως το οικονομικό καταστημένο στην Ελλάδα ήθελε και στήριζε ΓΑΠ δαγκωτό. Ούτε η Κρίση ήταν ακόμα στο παιχνίδι ως προεκλογικό ζήτημα (και δεν θα ήταν για αρκετούς μήνες ακόμα που ο ΓΑΠ πέρασε ταξιδεύοντας εδώ και εκεί, σε ανούσιες εκδηλώσεις και επικοινωνιακά τρυκ). Σε κάθε περίπτωση, ο ΓΑΠ ήταν επίσης μια επιλογή του στυλ «αμάν πια με τα σκάνδαλα Καραμανλή, για να δούμε και τον άλλο» ― το αντίθετο δηλαδή μιας «πελατειακής» επιλογής. Αυτή άλλωστε, σε συλλογικό επίπεδο, είχε τελειώσει (μαζί με τις μαζικές μονιμοποιήσεις) εδώ και μια δεκαετία. Η πραγματικότητα στο δημόσιο και στους δήμους για τους νέους (και δεκάδες χιλιάδες όχι τόσο νέους) ήταν οι ωρομίσθιοι, οι «εξαμηνίτες» οι συμβάσεις έργου και τα ανανεώσιμα μπλοκάκια.

Με βάση ένα σύστημα που ευνοεί το πρώτο κόμμα, και με βάση τα πρόσωπα και τα κόμματα που προτείνονται κάθε φορά, οι επιλογές των εκάστοτε εκλογών δεν είναι ούτε παράλογες, ούτε δυσεξήγητες. Ούτε μπορεί φυσικά, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ένα κόμμα που για ιστορικούς λόγους ήταν στο 5% να γίνει ξαφνικά κόμμα του 45% ― όλα αυτά απαιτούν ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες που παίρνουν το χρόνο τους. Βλακεία θα ήταν μάλλον να ισχυριστεί κάποιος με βεβαιότητα ότι μια κυβέρνηση από το Α’ ή Β’ μικρό κόμμα το 1977, το 1986, το 2004 ή σε όποια άλλη αναμέτρηση θα είχε αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο σήμερα.

Και έτσι φτάνουμε στο 2012. Το ΠΑΣΟΚ, ως τιμωρία για την πρωτόγνωρη Κρίση που βρήκε τη χώρα και τους χειρισμούς του εξαφανίζεται. Γιατί ο «βλάκας ψηφοφόρος» έβγαλε ΝΔ και όχι ΣΥΡΙΖΑ; Καταρχήν ο κόσμος δεν έβγαλε τη ΝΔ ― χρειάστηκε η συνεργασία τριών κομμάτων για να επιτεχθεί μια αξιοπρεπής πλειοψηφία. Δεύτερον, η ΝΔ είχε παίξει ως τότε ένα «αντιμνημονιακό» παιχνίδι, και είχε δώσει υποτιθέμενες εγγυήσεις και ελπίδες για ελαφρύνσεις και αναστροφή των φόρων (που φυσικά δεν τήρησε). Αλλά το κύριο ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειξε (και λόγω της απότομης ανόδου του) ένα σοβαρό πρόσωπο κόμματος εξουσίας. Άλλοτε μιλούσε για έξοδο από το ευρώ, άλλοτε ήθελε να διασφαλίσει τη θέση μας σε αυτό. Άλλοτε θα καταργούσε το Μνημόνιο, άλλοτε έλεγε ότι θα το «επαναδιαπραγματευτεί». Μπροστά στις ασάφειες ΣΥΡΙΖΑ και στο δίλλημα «Μνημόνιο ή τανκς» που έπαιζαν όλα τα καθεστωτικά μέσα (όπου «τανκς» θα ήταν μια πιθανή πτώχευση με αδυναμία χρηματοδότησης της μισθοδοσίας των Δημοσίων Υπαλλήλων, των συντάξεων, της Υγείας κλπ) ο κόσμος προτίμησε τη σίγουρη λύση του «μια απ’ τα ίδια» στην αγκαλιά του Σαμαρά. Αυτό το σενάριο το γνώριζε, γιατί το είχε ήδη ζήσει επί δύο χρόνια (ενώ η ρητορεία της ΝΔ προ εκλογών του άφηνε και μια ελπίδα καλυτέρευσης της κατάστασης ― δεν περίμενε ότι τα «ισοδύναμα» μέτρα θα έδιναν τη θέση του σε γελοία αδυναμία διαπραγμάτευσης ακόμα και του ΦΠΑ στην εστίαση).

Και κάτι ακόμα ― σε αντίθεση με όσους τον θεωρούν χαζό, ο μέσος ψηφοφόρος δεν είναι αφελής. Γνωρίζει πολύ καλά ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ να βγεί δεν θα γυρίσουμε μαζικά στα οικονομικά επίπεδα του 2000, ούτε θα πάρουν όλοι αυξήσεις στους μισθούς (ούτε θα έρθει ο «κομμουνισμός»). Αυτό που περιμένει δεν είναι τάχα (όπως λένε τα δεξιά παπαγαλάκια) διορισμούς και πακέτα με λεφτά από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση των δανειστών και πράγματα όπως δικαιότερα φορολογικά μέτρα, παύση των πλειστηριασμών, ελαφρύνσεις σε όσους χρωστούν, και κυρίως το σταμάτημα της νεοφιλελεύθερης επέλασης (μια φίλη λέει ότι και μόνο οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας να επανέρθουν, θα είναι σημαντική νίκη). 

Με λίγα λόγια (TL;DR): ο κόσμος που ψηφίζει είναι περισσότερο μετρημένος, και περισσότερο πραγματιστής από τον μέσο αιθεροβάμονα κριτικό του. Ούτε η ψήφος σε μικρά κόμματα αρκεί ― παρεκτός για να το παίζει κανείς Πόντιος Πιλάτος. Αυτά βέβαια σε ό,τι αφορά στις εκλογές. Ασφαλώς η πολιτική δράση στην κοινωνία και στην εργασία είναι άλλο πράγμα ― και κρίνεται με άλλα κριτήρια.

Καλό βόλι.

To κείμενο στολίζει ο πίνακας του Τζέημς Ένσορ «Η είσοδος του Χριστού στις Βρυξέλλες»