Προτού καταπιαστώ με το σημερινό μου θέμα, να μην ξεχάσω να συγχαρώ το υπουργείο Εσωτερικών για την ταχύτατη διεκπεραίωση της καταμέτρησης των σταυρών για τις εκλογές της 18ης και 25ης Μαΐου. Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, είναι η πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά που 8 μέρες μετά τις εκλογές η καταμέτρηση των σταυρών δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Για να μην αναφερθούμε στους σταυρούς των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπου οι μέρες είναι 15. Έχω ακουστά για ορισμένες τριτοκοσμικές χώρες όπου κάνουν μήνες να εκδώσουν τα αποτελέσματα.
 
Συγχαρητήρια πρέπει να πάρουν, ούτως ή άλλως, και για την καθιέρωση -με ρύθμιση της τελευταίας στιγμής, λόγω εκλογικών σκοπιμοτήτων- του σταυρού στις ευρωεκλογές. Αν συνυπολογιστεί και η σύνθεση των εκλεγομένων, ιδίως από τα κυβερνητικά κόμματα, θα πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένοι. Τουλάχιστον έδωσαν λίγο χρώμα στη μίζερη ζωή μας.
 
Περνώντας τώρα στα πιο σημαντικά θέματα, είμαι πολύ ικανοποιημένος που οι κυβερνώντες διακηρύσσουν δεξιά αριστερά ότι πήραν «το μήνυμα των εκλογών». Ασχέτως αν δεν προσδιορίζεται επακριβώς ποιο είναι το μήνυμα αυτό.
 
Υποθέτω ευλόγως πως η πανηγυρική εκλογή του Μανώλη Γλέζου τους στέλνει το μήνυμα να τρέξουν να κυνηγήσουν τις γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις, και κυρίως την επιστροφή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου. Αν δεν είναι αυτό το μήνυμα ποιο είναι, η υπουργοποίηση του κ. Λοβέρδου;
 
Υποθέτω επίσης ότι η εκλογή της Κωνσταντίνας Κούνεβα θα αξιολογηθεί ως διπλό μήνυμα: Πρώτον υπέρ μιας πιο ανοιχτής και ανεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής και δεύτερον κατά των ελαστικών μορφών εργασίας, της επισφάλειας, της ενοικίασης εργαζομένων και της εργοδοτικής αγριότητας. Αν δεν είναι αυτό το μήνυμα ποιο είναι, η μετακίνηση του κ. Στουρνάρα στη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος;
 
Ακόμα κι η εκλογή της Εύας Καϊλή ασφαλώς μηνύματα μεταφέρει, αλλά δεν άκουσα κανένα κυβερνητικό σενάριο που να αφορά την άρση των αδικιών που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, ούτε των παρανομιών που συνοδεύουν από την αρχή ως το τέλος την ίδρυση της αμαρτωλής ΝΕΡΙΤ.
 
Θέλει λέει ο πρωθυπουργός να άρει τις αδικίες που έχουν γίνει. Τις αδικίες που έχει κάνει η κυβέρνησή του, διορθώνω. Ναι, αλλά το θέμα είναι και πώς αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια της αδικίας. Στενάζει ολόκληρη η κοινωνία, αλλά η πρώτη «αδικία» που έσπευσε να θεραπεύσει η κυβέρνηση αφορούσε ουσιαστικά μόνο τους ενστόλους και συνίστατο απλώς σε ένα προεκλογικό χαρτζηλίκι, σ’ ένα χτύπημα στην πλάτη του στυλ «εσύ είσαι το κράτος» όπως είχε πει κάποτε ο κ. Μητσοτάκης, και «πιάσε ένα πεντακοσάρικο να πιεις έναν καφέ».
 
Όσον αφορά τώρα τις συζητήσεις που άναψαν μετά τις 25 Μαΐου, ας κρατάμε μικρό καλάθι. Έχω παρατηρήσει πως οι κυβερνήσεις ουδέποτε αθετούν αμέσως μετά τις εκλογές τα όσα υποσχέθηκαν προεκλογικά. Αφήνουν να περάσει ένα μικρό διάστημα πριν το κάνουν, κατά κάποιον τρόπο η προεκλογική ατμόσφαιρα παίρνει μια μικρή παράταση ευφορίας, προτού πλακώσει η εφορία κι αρχίσει να παίρνει πάλι τα σκαλπ των ψηφοφόρων.
 
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της βραχύβιας μετεκλογικής ευωχίας διακινούνται πολλά και θεαματικά σενάρια φορολογικών ελαφρύνσεων που, σύμφωνα με την προσφιλή τακτική της κυβέρνησης, σερβίρονται με την ταμπέλα της «οικονομικής μεταρρύθμισης». Αφήνω που κι εδώ κάτι περίεργο συμβαίνει. Οι φορολογικές επιβαρύνσεις κι εκείνες με την ταμπέλα της μεταρρύθμισης υιοθετήθηκαν, δεν γίνεται και το ένα και το άλλο να είναι μεταρρύθμιση, το σωστό θα ήταν το ένα τουλάχιστον από τα δύο να αποκληθεί αντιμεταρρύθμιση, ας διαλέξει η κυβέρνηση ποιο απ’ τα δύο – της αφήνουμε αυτό το προνόμιο παρότι είναι πλέον κυβέρνηση υπό προθεσμία, από δω και μπρος θα κυβερνάει υπό αίρεση, δεδομένου ότι η κοινωνική πλειοψηφία έχει ανατραπεί.
 
Δεν δίνω λοιπόν και μεγάλη σημασία στα σενάρια ελαφρύνσεων που αφήνει η κυβέρνηση να διαρρεύσουν, άλλωστε ο Σόιμπλε μιλάει ήδη για νέα σκληρά μέτρα, και το ΔΝΤ για προαπαιτούμενα ώστε να μπει στο τραπέζι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Αλλά και πάλι, έχει μεγάλη σημασία να δούμε πώς η κυβέρνηση εννοεί το θέμα της άρσης των αδικιών.
 
Αν θυμάμαι καλά έχουμε συμφωνήσει ότι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η ανεργία, που κινείται επισήμως κοντά στο 27%. Η κυβέρνηση ωστόσο αυτό δεν το θεωρεί αδικία, δεν είναι το πρώτο μέτωπο στο οποίο σκοπεύει να παρέμβει. Δεν θεωρεί καν αδικία το ασύλληπτο γεγονός ότι το ανύπαρκτο εισόδημα των ανέργων υπερφορολογείται, τόσο μέσω του ΦΠΑ όσο και μέσω των τεκμηρίων διαβίωσης. (Πώς γίνεται να φορολογείται εισόδημα ανύπαρκτο, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση – πρόκειται για ανώτερα μνημονιακά μαθηματικά.)
 
Σύμφωνα λοιπόν με τα κυβερνητικά σενάρια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, η μείωση του ΦΠΑ αποτελεί μακρινή υπόθεση, κάτι που θα γίνει σταδιακά και σε βάθος χρόνου. Αντιθέτως, οι φόροι πολυτελείας και πολυτελούς διαβίωσης είναι πρώτοι στη λίστα για να καταργηθούν. Αυτή είναι η πρώτη αδικία που φιλοδοξεί να θεραπεύσει η κυβέρνηση.
 
Έπεται η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών από το 26 στο 23%, με προοπτική να κατέβει σύντομα στο 15! Αυτό που δεν λέγεται ρητά, αλλά μάλλον υπονοείται, είναι ότι σχεδιάζεται και η κατάργηση του επιπλέον φόρου 10% που επιβάλλεται σε περίπτωση διανομής μερίσματος.
 
Η τρίτη αδικία που ευελπιστεί να αποκαταστήσει η κυβέρνηση αφορά τη μείωση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή από το 42 στο 33%. Σταδιακά υποθέτω, αλλά η πρόθεση είναι που μετράει. Θα το εκτιμήσουν αυτό ασφαλώς οι αναξιοπαθούντες.
 
Και να σκεφτεί κανείς ότι στη συζήτηση δεν μπαίνουν οι κρυφές φοροαπαλλαγές υπέρ διαφόρων μερίδων του επιχειρηματικού κόσμου και των ξένων επενδυτών, αυτές που ψηφίζονται πάντα νύχτα, με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής σε άσχετα νομοσχέδια. Εκεί να δεις κοινωνικές αδικίες που θεραπεύονται.
 
Τέλος πάντων. Ας μην ξεχνάμε ότι όλ’ αυτά, ούτως ή άλλως, δεν είναι παρά σχέδια επί χάρτου που γίνονται υπό την επήρεια της εκλογικής ήττας, ερήμην των δανειστών.
 
Προς το παρόν, κάτσε εσύ τώρα να συμπληρώσεις τη φορολογική δήλωσή σου με βάση τα δεδομένα της προηγούμενης φορολογικής «μεταρρύθμισης». Κι αν δεν έχεις να πληρώσεις, μη σε νοιάζει καθόλου. Πασχίζει η κυβέρνηση να πείσει τους δανειστές να δεχτούν την αποπληρωμή των συσσωρευμένων φορολογικών υποχρεώσεων σε 48 δόσεις, ήτοι σε μια τετραετία, δηλαδή, κάτσε και γράφε: 2015, 2016, 2017 και 2018. Κι άσε στο μεταξύ το taxίμετρο ανοιχτό, να γράφει κι εκείνο.