Ειδικότερα, το Δημόσιο –που εκπροσωπείται από τους υπουργούς Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης- αιτείται να διαταχθεί η διακοπή της εν λόγω απεργίας και η απαγόρευση συνέχισής της στο μέλλον, αλλά και να απαγορευθεί η επανάληψή της με την ίδια μορφή για την ικανοποίηση των ίδιων ή παρομοίων αιτημάτων.

Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.  
Σύμφωνα με το σκεπτικό της αγωγής, «η απεργία – αποχή είναι παράνομη, καθώς κηρύχθηκε από αναρμόδιο όργανο, δηλαδή την Εκτελεστική Επιτροπή και όχι τη Γενική Συνέλευση (Συνέδριο), όπως απαιτεί ο νόμος, δεν υπήρξε έγγραφη γνωστοποίηση των εργασιακών αιτημάτων και δεν τηρήθηκε ο δημόσιος διάλογος».

Βάσει της αγωγής ο καταχραστικός χαρακτήρας της απεργίας συνίσταται «στην άρνηση εφαρμογής από το σύνολο των απεργούντων δημοσίων υπαλλήλων ενός ψηφισμένου νόμου του κράτους, που άπτεται της οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, με απώτερο σκοπό τον εξαναγκασμό της νομοθετικής εξουσίας να τον τροποποιήσει».

«Πρόκειται δηλαδή για μία πολιτική απεργία διαμαρτυρίας, η οποία όμως για να είναι νόμιμη θα πρέπει να είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας και όχι διαρκείας, όπως εν προκειμένω», συμπληρώνεται

Επιπλέον, σύμφωνα με την αγωγή, «οι αναφερόμενοι στην εξώδικη γνωστοποίηση της ΑΔΕΔΥ λόγοι της κινητοποίησης και κυρίως η επιχειρούμενη από την εναγομένη σύνδεση της διαδικασίας της αξιολόγησης με ζητήματα απολύσεων δεν υφίστανται, δεδομένου ότι η διαδικασία της αξιολόγησης αποτελεί πάγιο θεσμό του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και δεν συνδέεται με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή με το θεσμό της διαθεσιμότητας ή με καταργήσεις ή συγχωνεύσεις φορέων και οργανισμών ή με τη μείωση μισθού, αλλά με την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του δημοσίου».

«Υπό τα δεδομένα αυτά», καταλήγει η αγωγή, «η κήρυξη της επίμαχης απεργίας και η συνέχισή της, εφόσον βασίζονται σε αναληθή πραγματικά περιστατικά την καθιστούν παράνομη αλλά και καταχρηστική, εφόσον εν προκειμένω το Δημόσιο, ως εργοδότης δεν έχει δυνατότητα να ενεργήσει επί αιτίασης της εναγομένης που βασίζεται σε αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η δυσαναλογία μεταξύ των προβαλλομένων (αόριστων, γενικόλογων και αβάσιμων) λόγων απεργιακής κινητοποίησης και των συνεπειών από την πραγματοποίησή της είναι προφανής, δεδομένου ότι από τη μη διεκπεραίωση των διαδικασιών αξιολόγησης αδρανοποιείται ο ίδιος ο θεσμός της αξιολόγησης, με σοβαρές συνέπειες στις διαδικασίες στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης (επιλογή υπαλλήλων σε θέσεις ευθύνης, προαγωγές κ.λπ.) και κατ’ επέκταση στην εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών».

Το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης σημειώνει, τέλος, πως «σε κάθε περίπτωση, η αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων που επικαλείται η ΑΔΕΔΥ θα κριθεί στις 10 Οκτωβρίου 2014 από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία έχει προσφύγει».