Όπως γράφει ο Wolfgang Münchau στους Financial Times, όταν η συντηρητική κεντρική τράπεζα της Γερμανίας ζητά να αυξηθούν οι μισθοί ταχύτερα απ' όσο στο παρελθόν, καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν έχει πάει καθόλου καλά στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.

 
Αυτό που δεν πήγε καθόλου καλά είναι ότι σχεδόν οι πάντες στη Φρανκφούρτη -την έδρα της Bundesbank όπως και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- δεν εκτίμησαν σωστά το πόσο επίμονος θα αποδειχθεί ο χαμηλός πληθωρισμός.
 
Οι δείκτες πληθωρισμού της ευρωζώνης έπεσαν… από γκρεμό τον Νοέμβριο και παρέμεναν μόλις στο 0,4% τον Ιούλιο. Οι ρωσικές κυρώσεις θα επιβαρύνουν την ευρωπαϊκή οικονομία, κρατώντας τον ρυθμό του πληθωρισμού χαμηλά για ακόμη περισσότερο. Η Ιταλία μένει και πάλι στάσιμη και στην υπόλοιπη ευρωζώνη η οικονομική ανάκαμψη έχει χάσει την ορμή της. Μόνο η Ισπανία εμφανίζει κάποια ανάπτυξη – όμως με ποσοστό ανεργίας 24,5% δεν θα την έλεγα ανάκαμψη, αλλά… τελευταίο τίναγμα της ψόφιας γάτας.
 
Η γερμανική οικονομία είναι κάπως δυνατή συγκριτικά. Ακόμη κι εκεί όμως ο πληθωρισμός παραμένει αρκετά χαμηλότερα από τον στόχο της ΕΚΤ για λίγο κάτω από 2%. Πέρσι οι πραγματικοί μισθοί στην οικονομία μειώθηκαν 0,2% σύμφωνα με έρευνα της γερμανικής ομοσπονδιακής στατιστικής υπηρεσίας. Η έρευνα αυτή διαφέρει από άλλα επίσημα στατιστικά γιατί συνυπολογίζει συντελεστές που συνήθως δεν περιλαμβάνονται, όπως οι υπερωρίες. Η κατάσταση φέτος έχει βελτιωθεί, αλλά ο πληθωρισμός δεν έχει ακόμη ανακάμψει.
 
Η Bundesbank ζητά τώρα αυξήσεις μισθών 3%. Με μια πρώτη ματιά, αυτό καθρεφτίζει τη λογική των γερμανικών συμβάσεων εργασίας, που βασίζονται κατ' αρχάς σε δύο στοιχεία: στον εθνικό πληθωρισμό και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Οι μισθοί αυξάνονται κατά το ποσοστό του δείκτη τιμών λιανικής συν ένα συμφωνημένο ποσοστό από την αύξηση της παραγωγικότητας. Η ιδέα είναι ότι οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων δεν πρέπει ποτέ να πέφτουν και ότι οι εργαζόμενοι και οι μέτοχοι θα πρέπει να ωφελούνται και οι δύο από τις βελτιώσεις στην παραγωγικότητα.

Ολόκληρο το άρθρο στα ελληνικά