Η κυβέρνηση υποτίθεται ότι κουβαλάει μια σειρά από αιτήματα προκειμένου να ελαφρυνθούν τα βάρη των Ελλήνων αλλά, ας μη γελιόμαστε, αυτό που θέλει να πετύχει είναι απλά μερικές υποχωρήσεις προκειμένου ο Πρωθυπουργός να πάει στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και να έχει να πει για κάτι περισσότερο από τον καιρό.

Ο τύπος της διαπραγμάτευσης που θα κάνει το υπουργικό συμβούλιο έχει δοκιμαστεί και στο παρελθόν όταν ο μεγάλος «καθηγητής» πολιτικός, Κώστας Σιμήτης, εκλιπαρούσε τον Τόνι Μπλερ για μια δήλωση σχετικά με τα μάρμαρα του Παρθενώνα «εν όψει των εκλογών του χρόνου».

Αυτό που έχει αλλάξει σήμερα είναι μόνο η ακατανόητη στρατηγική επικοινωνίας που ακολουθεί η κυβέρνηση. Μετά από τόσα στραπάτσα συνεχίζει ακόμα να διαρρέει μέτρα και ελαφρύνσεις που ξέρουμε όλοι ότι δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά. Η παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, οι 100 δόσεις για τις οφειλές προς το δημόσιο, η μείωση στους φορολογικούς συντελεστές είναι μόνο μερικά από αυτά που μπορούμε από τώρα να αναγγείλουμε ότι δεν έγιναν δεκτά από τους δανειστές μας, χωρίς καμία απολύτως δημοσιογραφική πληροφορία.

Οι «πατριώτες» πολιτικοί μας που ενδιαφέρονται μόνο για «την σωτηρία της χώρας» προσέρχονται στο Παρίσι με μοναδικό επιχείρημα τον κίνδυνο των εκλογών. Όπως και ο Σιμήτης, έτσι και ο Σαμαράς ουσιαστικά λέει στην Τρόικα «αν δεν μας δώσετε κάτι θα πέσουμε και ύστερα μπορεί να μην έχετε απέναντί σας μια κυβέρνηση απόλυτα υποταγμένη στις επιβουλές σας». Αυτό το επιχείρημα όμως δεν δουλεύει πάντα προς μια κατεύθυνση. Οι εκπρόσωποι της Τρόικας γνωρίζοντας τις δημοσκοπήσεις θα μπορούσαν πολύ λογικά να αρνηθούν οποιαδήποτε ελάφρυνση έτσι ώστε να μπορούν να διατηρήσουν το άτεγκτο προφίλ τους και στην διαφαινόμενη διάδοχη κατάσταση μιας κυβέρνησης «της αριστεράς».

Όπως και να έχει, είναι μάλλον αστείο η δεξιά παράταξη, η πατριωτική, η «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» να παρακαλεί τον σφαγέα να αφήσει μερικά αμνοερίφια να επιζήσουν για να υπάρχει κάτι να σφάξει και το Πάσχα. Και είναι κρίμα για την Ελλάδα γιατί αυτή η στρατηγική διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα αν οι κόκκινες γραμμές χαράζονταν στην Ελλάδα.

Στην Ισλανδία στην αρχή της κρίσης, το 2008, ο Πρόεδρος της χώρας αρνήθηκε να υπογράψει το μνημόνιο που του πρότεινε το ΔΝΤ. Προχώρησε στη χρεοκοπία και έβαλε στην κυβέρνηση του υπουργούς άλλων παρατάξεων σε κρίσιμα υπουργεία. Το χρέος της χώρας ανέβηκε στο εξωπραγματικό 900% και το ΑΕΠ συρρικνώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες κατά 11%. Κι όμως η Ισλανδία, μεταξύ άλλων, απέκτησε ξαφνικά ένα πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις και κατάφερε να βρει την υποστήριξη που χρειαζόταν έτσι ώστε το 2012 το ίδιο το ΔΝΤ να παραδεχτεί ότι η Ισλανδία βγήκε τελικά «αβοήθητη» από την κρίση.

Αυτό όμως που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο Πρόεδρος της Ισλανδίας δεν ήταν κανένας «Τσίπρας». Ήταν ο ηγέτης της κεντροδεξιάς παράταξης και είναι κρίμα που εξαιτίας αυτής της ατυχούς λεπτομέρειας ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να επενδύσει στην υπόθεση της Αργεντινής, ενώ στην πραγματικότητα το παράδειγμα της παγωμένης χώρας του βορρά εφάρμοζε πολύ καλύτερα στην περίπτωση της Ελλάδας.

Η έλλειψη κόκκινων γραμμών σε μια διαπραγμάτευση αφαιρεί αυτόματα την ουσία της διαπραγμάτευσης. Και θα ήταν εντελώς παράλογο αυτοί που μέχρι τώρα δέχτηκαν πειθήνια  την αλαζονεία της Γερμανίας να φορέσουν την στολή του Κολοκοτρώνη και να πουν έναν νέο «Όχι» ή ένα νέο «Μολών λαβέ».

Και ενώ η πολιτική ιστορία μέχρι πρόσφατα μετριόταν από τα «ναι» και τα «όχι» των ηγετών σήμερα έχουμε φτάσει στα «γιες μεν» και τα «γουαη νοτ».