Η κυβέρνηση βρίσκεται σε άμυνα. Δυσκολεύεται να κρατήσει τη συνοχή της όχι μόνο σε βουλευτικό, αλλά και σε υπουργικό επίπεδο. Οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα δεν της βγαίνουν. Νιώθει να βουλιάζει σε ένα προεκλογικό πλέον κλίμα που αναιρεί ντεφάκτο το έσχατο εγχείρημά της, ότι θα εξασφαλίσει τους 180 βουλευτές που χρειάζεται για την προεδρική εκλογή και θα παρατείνει τον βίο της έως τη λήξη της τετραετίας, τον Ιούνιο του 2016.
 
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η απώλεια της πρωτοβουλίας των κινήσεων, η αδυναμία της κυβέρνησης να επιβάλει στοιχειωδώς την ατζέντα της.
 
Ας το πω πιο λαϊκά. Πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας έγινε δεκτός από τον Πάπα. Αν υποθέσουμε ότι είχε επιχειρήσει κάτι ανάλογο ο κ. Σαμαράς, είναι βέβαιο ότι θα είχε προκληθεί στην ελληνική γνώμη τεράστια θυμηδία. Η επίσκεψη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντιθέτως, έγινε δεκτή ως στρατηγική κίνηση ολκής και ως επιτυχημένος πολιτικός αιφνιδιασμός.
 
Ας πάρουμε άλλο παράδειγμα. Ο κ. Σαμαράς επισκέφθηκε την κ. Μέρκελ. Το γεγονός όχι μόνο δεν προκάλεσε την παραμικρή εντύπωση στην κοινή γνώμη, αλλά οδήγησε και στην παραίτηση του Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο. Εάν υποθετικά είχε πραγματοποιηθεί ανάλογη επίσκεψη του κ. Τσίπρα, είναι βέβαιο ότι ο αντίκτυπος θα ήταν εντυπωσιακός, πολύ μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο που προκάλεσε η παρουσία του σε ένα διεθνές φόρουμ στο Κόμο.
 
Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, φανταστείτε μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα να εμφανίσει γκάλοπ σύμφωνα με το οποίο η Νέα Δημοκρατία θα προηγείτο με 11 μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ και σκεφτείτε τα τρανταχτά γέλια που θα προκαλούσε. Δεν εξετάζω εδώ την αξιοπιστία του συγκεκριμένου γκάλοπ, αλλά το πώς αυτό έγινε δεκτό από την κοινή γνώμη ως κάτι το ρεαλιστικό. (Παρεμπιπτόντως, δεν έχει επισημανθεί επαρκώς το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που η δύναμη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπερβαίνει δημοσκοπικά το άθροισμα της δύναμης των δύο κυβερνητικών κομμάτων. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση)
 
Το πράγμα μιλάει από μόνο του. Είναι η ώρα του Ιορδάνη Τζαμτζή.
 
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο συσχετισμός των δυνάμεων στο εκλογικό σώμα που μοιάζει να έχει παγιωθεί, δεν φαίνεται δυνατόν να ανατραπεί ακόμα και αν αποδειχτεί ότι ο τάφος στην Αμφίπολη είναι του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ή αν εξαρθρωθούν δέκα τρομοκρατικές οργανώσεις ταυτοχρόνως, μαζί και με τους ποινικούς που συνδράμουν το έργο τους.
 
Αλλά και ο ανασχηματισμός που ενδέχεται να ακολουθήσει την εικαζόμενη απόσπαση ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή, με αφορμή τη μετάβαση Αβραμόπουλου στις Βρυξέλλες, θα εκτιμηθεί περισσότερο ως αποτυχία της παρούσης κυβερνήσεως παρά ως προανάκρουσμα επιτυχιών της επομένης. Θα αναρωτηθεί κάποιος, δηλαδή χρειάζεται να γίνει ανασχηματισμός για να αναδειχτεί το μηδενικό έργο του Ντινόπουλου ή του Χαρδούβελη; Όχι βέβαια, αλλά ωστόσο θα το υπογραμμίσει.
 
Στην πορεία προς τις εκλογές, σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο που έχει ήδη αρχίσει, είναι βέβαιο ότι κάθε μέρα που η κυβέρνηση αυτή κατορθώνει να παραμένει στα πράγματα, η κατάσταση της χώρας επιδεινώνεται. Από την άλλη, είναι επίσης βέβαιο ότι όσο η αδιέξοδη αυτή κατάσταση θα παρατείνεται, θα μεγαλώνει αναλόγως η διαφορά που χωρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία. Το μέγα ερώτημα της περιόδου είναι ποιο από τα δύο αυτά αντίρροπα φαινόμενα θα αποδειχτεί  σημαντικότερο του άλλου.