Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ ταξιδεύοντας αυτές τις μέρες στη Βόρεια Ελλάδα, το πιο δημοφιλές, όσο και αγωνιώδες, ερώτημα που αντιμετωπίζω είναι η απορία γιατί οι άνεργοι κάθονται στ’ αυγά τους και δεν κινητοποιούνται.
 
Δεν αντιδρούν όταν απολύονται. Δεν αντιδρούν στημένοι σε ουρές έξω από τα κατά τόπους γραφεία του ΟΑΕΔ ή στα συσσίτια της εκκλησίας. Δεν αντιδρούν όταν τους φορολογούν αγρίως, αυτούς τους άπορους, με ΦΠΑ και με τεκμήρια διαβίωσης, με χαράτσια και ΕΝΦΙΑ. Δεν αντιδρούν όταν ο πρωθυπουργός τούς πετάει στα μούτρα το success story και το υποτιθέμενο τέλος της κρίσης. Δεν αντιδρούν όταν κι αυτό ακόμα το εικονικό πρωτογενές πλεόνασμα, αντί να κατευθυνθεί σ’ εκείνους που έχουν υφίστανται το μεγαλύτερο κόστος εξαιτίας της κρίσης, διοχετεύεται στις τσέπες ενστόλων και άλλων κατηγοριών «ειδικού σκοπού».
 
Γιατί λοιπόν δεν κινητοποιούνται οι άνεργοι αφού, κατά το κοινώς λεγόμενο, «θα αρκούσε να μαζευτούν σε μια πλατεία και να φυσήξουν για να παρασύρουν τα πάντα»;
 
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι το ερώτημα προέρχεται κατά κανόνα από μη άνεργους. Κι ακόμα κι όταν διατυπώνεται καλοπροαίρετα, υποκρύπτει μια κάποια δολιότητα, έναν πατερναλισμό και μια υπόρρητη μομφή: Είναι σαν να σου λέει: «Εδώ που έχετε καταντήσει, εφόσον δεν έχετε τίποτα να χάσετε, θα περιμέναμε πολύ πιο θεαματικά πράγματα από σας». Κι ένα υπονοούμενο ακόμα, κάτι σαν άπαντες να περιμένουν από τους ανέργους να καθαρίσουν για όλους, κατ’ αναλογία με το γνωστό σύνθημα των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών.
 
Το ερώτημα λοιπόν το απευθύνουν συνήθως μη άνεργοι σε ανέργους. Αλλά είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει απάντηση, για τον απλούστατο λόγο ότι την ώρα που τίθεται, οι άνεργοι κατά κανόνα δεν είναι καν παρόντες, βρίσκονται σε άλλες πολιτείες, οπότε το ερώτημα παραμένει ρητορικό. Για την ακρίβεια, είναι σαν να μη διατυπώθηκε ποτέ. Το έζησα αυτό προχθές στο δημαρχείο της Θεσσαλονίκης, στην παρουσίαση του βιβλίου «Το ημερολόγιο ενός ανέργου». Στη ζωηρή συζήτηση που επακολούθησε, οι παριστάμενοι άνεργοι απέφυγαν να τοποθετηθούν θυμίζοντάς μου εκείνο το τραγούδι όπου ο Μπιθικώτσης αποπέμπει τον ρεπόρτερ που τον ρωτάει τη γνώμη του για τον Κοεμτζή με την ανεπανάληπτη φράση: «Πού να σου εξηγώ…».
 
Πού να σου εξηγώ, λοιπόν, ότι δεν έχω ούτε για το εισιτήριο του μετρό για να κατέβω στο κέντρο να φωνάξω. Πού να σου εξηγώ ότι η απογοήτευσή μου απορροφά όλη μου την ενέργεια. Πού να σου εξηγώ ότι τα συνθήματά σου και τα πανώ, όλη αυτή η φασαρία για μισθούς, συντάξεις, εφάπαξ και δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα δεν με αγγίζουν στο παραμικρό. Πού να σου εξηγώ ότι δεν σου έχω εμπιστοσύνη ότι θα συνεχίσεις στο πλευρό μου όταν τα δικά σου συντεχνιακά αιτήματα θα έχουν εν μέρει ικανοποιηθεί. Πού να σου εξηγώ ότι δεν ψήνομαι με τις 300.000 νέες θέσεις εργασίας που τάζεις, με τα κουπόνια για φαγητό και με την αύξηση και επέκταση των επιδομάτων ανεργίας. Πού να σου εξηγώ ότι όλ’ αυτά φαντάζουν στα μάτια μου σαν παρηγοριά στον άρρωστο και ελεημεοσύνη. Εντάξει, μπορεί και να σε ψηφίσω αν συνεχίσεις να πολιτεύεσαι όπως πολιτεύεσαι, αλλά μέχρι εκεί. Την ψήφο μου θα σου τη δώσω, αφού άλλωστε δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, την καρδιά μου όμως ακόμα όχι – μέχρι να με πείσεις ότι αυτά που λες τα εννοείς, ότι με βλέπεις σαν την πρώτη σου προτεραιότητα, ότι δεν είμαι για σένα απλώς ένα πολιτικό επιχείρημα, αλλά βασικός λόγος για τον οποίο υπάρχεις.
 
Όταν μιλάμε για ανέργους, έχουμε συχνά στο μυαλό μας κάτι ηρωικούς τύπους όπως οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών που επιμένουν στα πεζοδρόμια ή τους λίγους εναπομείναντες της ΕΡΤ open που συνεχίζουν τη μάχη πίσω από τα μικρόφωνα. Δύσκολα πάει όμως το μυαλό μας στις εκατοντάδες χιλιάδες των απολυμένων του ιδιωτικού τομέα, αυτών των διάσπαρτων γυναικών και ανδρών που είδαν τη δουλειά τους να φυλλορροεί, αργά και βασανιστικά, τις θέσεις εργασίας να φεύγουν κάτω απ’ τα πόδια τους και κάποια στιγμή να έρχεται και η δική τους σειρά και να βρίσκονται πίσω στο σπίτι μόνοι και αβοήθητοι, χωρίς καμιά προστασία, υποστήριξη και πρόνοια, χωρίς μια καλή κουβέντα έστω, ούτε ελπίδα επαναπρόσληψης καμιά. Όλους αυτούς που πέρασαν μήνες απλήρωτοι μέχρι να ξεμπλέξουν από την ομηρία, που τους μείωσαν με νομοθετικές ρυθμίσεις ακόμα και τις αποζημιώσεις, που ούτε κι αυτές τελικά τις πήραν, για όλους εκείνους που μπήκαν μέσα στο σπίτι, αν τους έχει απομείνει σπίτι, για να κρυφτούν από την εισπρακτική εταιρεία, τον εφοριακό ή τον δοσατζή, αλλά κι από τους φίλους τους επίσης – ακόμα κι από τον ίδιο τους τον εαυτό.
 
Δύσκολα πάει ακόμα το μυαλό σ’ εκείνους τους πιτσιρικάδες που έμειναν άνεργοι χωρίς καν να απολυθούν, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν βρήκαν ποτέ δουλειά για να δουλέψουν – δεν είχαν, βλέπεις, και προϋπηρεσία…
 
Αντί λοιπόν να απαντήσω στην ερώτηση γιατί δεν κινητοποιούνται οι άνεργοι, θα προτιμήσω να δω το θέμα από την άλλη του όψη – με ποιες προϋποθέσεις θα κινητοποιηθούν. Αυτοοργάνωση είναι βέβαια η λέξη-κλειδί, κι αυτό είχα την ευκαιρία να το καμαρώσω χθες στο Στέκι της Νέας Πόλης στην Καβάλα, όπου άκουσα την εκπρόσωπο του συλλόγου ανέργων και επισφαλώς εργαζομένων της περιοχής να μιλάει με γνώση και με πάθος για τα βήματα που πρέπει να γίνουν. Κι ακόμα πιο σπουδαίο ήταν πως είδα και αρκετά μέλη του σωματείου να βρίσκονται εκεί, ενεργά και σε πλήρη εγρήγορση, διαπιστώνοντας με τα ίδια μου τα μάτια τη συνάντηση και την όσμωση των εργαζομένων και των ανέργων, σπάνιο πράγμα στις μέρες μας, αλλά βασική προϋπόθεση για την οργάνωση επιτυχημένων αγώνων.
 
Μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί δεν κινητοποιούνται οι άνεργοι, ρώτα ποιο είναι το επόμενο ραντεβού, ποιο είναι το επόμενο βήμα, πώς θα φτιάξουμε το σχέδιο της αυτοοργάνωσης, πώς θα μείνουμε όλοι μαζί όρθιοι και ενεργοί. Πώς κατασκευάζεται και πώς διεκδικείται ένα ρεαλιστικό σχέδιο αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, μακριά από επιδόματα, συσσίτια και άλλες φιλανθρωπίες και σωματεία φιλοπτώχων κυριών, με ένα αξιοπρεπές εισόδημα και περίθαλψη για όλους, με εκπαίδευση για τα παιδιά όλων. Κι ακόμα παραπέρα, πώς θ’ αλλάξουμε το παραγωγικό πρότυπο της χώρας ώστε να ξαναδημιουργήσουμε αξία και πλούτο, να δουλέψουμε και να καινοτομήσουμε ώστε να ξανακερδίσει η χώρα μια θέση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
 
Μη με ξαναρωτήσεις, λοιπόν, απόψε στη Δράμα (στη μικρή αίθουσα του Δημοτικού Ωδείου στις 7 μ.μ.) ή αύριο στην Ξάνθη (στο βιβλιοπωλείο ΔΥΟ στις 8 μ.μ.) γιατί δεν κινητοποιούνται οι άνεργοι – είναι σαν να ρωτάς γιατί υπάρχει μοναξιά. Μια ερώτηση άτοπη που δεν επιδέχεται προφορική απάντηση, παρά μόνο δράση.