Ήμουν δεν ήμουν ενάμιση έτους όταν έφυγε στον ύπνο του (μαζί με τη γιαγιά μου) από διαρροή φωταερίου. Ο σωλήνας του δικτύου έξω από το σπίτι τους, έσπασε λόγω του βάρους κάποιου διερχόμενου μεγάλου οχήματος που προκάλεσε καθίζηση στο οδόστρωμα.

Ωραίος θάνατος θα πείτε. Να μη νιώσεις τίποτα. Να μην υποφέρεις. Να φύγεις αγκαλιά με την αγαπημένη σου. Στα 80+ σου. Πλήρης ημερών.

Αλλά ταυτόχρονα, πολύ ειρωνικός θάνατος. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως ο ίδιος άνθρωπος ξεγλίστρησε «άφθαρτος» και κυρίως νικητής από όλους σχεδόν τους πολέμους του 20ου αιώνα στους οποίους και συμμετείχε ενεργά. Τόσο ενεργά, ώστε να συγκαταλέγεται επάξια στο πάνθεον των ηρώων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ΒΠΠ).

Δεν είναι αυτός εδώ ο κατάλληλος χώρος για να μιλήσουμε με λεπτομέρειες. Είναι όλα γραμμένα στην Ελληνική πολεμική ιστορία με το αίμα όσων θυσιάστηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ούτε ο στόχος μου είναι να διαχωρίσω τη συμβολή του παππού μου (επειδή ήταν ο «δικός μου») στον αγώνα που έδωσαν χιλιάδες Έλληνες από τη πρώτη στιγμή που ξέσπασε ο ελληνοιταλικός πολέμος, όπως έσπευσαν να κάνουν πολλοί άλλοι, ενίοτε χαλκεύοντας την αλήθεια. (Σύνηθες θα πείτε. Ναι, αλλά αυτές είναι συνήθειες που βλάπτουν…)

Ήταν Στρατηγός. Η θέση του ήταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.  Από την πρώτη στιγμή. ‘Eμελλε όμως, (συγκυρίες; ικανότητες;) να συνδέσει το όνομά του με μερικές από τις πιο λαμπρές σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Δεν θα μείνω στην επιχείρηση που αδρανοποίησε την περίφημη Μεραρχία Τζούλια (σώμα επίλεκτων Ιταλών Αλπινιστών) στις απαρχές του πολέμου. Αυτό το έχουν αναλάβει οι στρατιωτικές σχολές, που τη διδάσκουν (αν δεν απατώμαι, διεθνώς).

Θα σταθώ όμως λίγο, στη «μητέρα των μαχών του ελληνοϊταλικού πολέμου», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε, που έλαβε χώρα στο ύψωμα 731. Ένα σημείο κλειδί, 20 χλμ βόρεια της Κλεισούρας στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας, που κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός κατά τους χειμερινούς αγώνες που προηγήθηκαν και είχαν ως αποτέλεσμα να απωθήσουν τα Ιταλικά στρατεύματα πολύ πίσω, βαθιά στην ενδοχώρα της Αλβανίας. Αλλά οι Ιταλοί αντεπιτέθηκαν. Και άρχισαν να ανακτούν έδαφος. Όμως αν ήθελαν να διασπάσουν το Eλληνικό Mέτωπο και να προελάσουν προς την Αθήνα έπρεπε να πάρουν το ύψωμα 731. 

9 Μαρτίου του 1941, παρουσία του ίδιου του Μπενίτο Μουσολίνι που έφτασε στην Αλβανία για να παρακολουθήσει από κοντά τις επιχειρήσεις, (πεισμωμένος μετά από 4 ολόκληρους μήνες πόλεμο χωρίς νίκη κατά της Ελλαδίτσας), η Ιταλία εξαπολύει τη μεγάλη εαρινή αντεπίθεση, την πολυδιαφημισμένη «επιχείρηση Primavera». Κύριος στόχος της, η διάσπαση ενός μέρος του μετώπου, έξι χιλιομέτρων, από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι. Την επιχείρηση είχε αναλάβει το 8ο Ιταλικό Σώμα Στρατού, που έριξε στη μάχη τέσσερις μεραρχίες και δυο τάγματα μελανοχιτώνων, ενώ υπήρχαν ακόμα δύο Ιταλικές Μεραρχίες σε εφεδρεία. Απέναντι τους, η 1η Ελληνική Μεραρχία Λαρίσης, που πολεμούσε συνεχώς από την αρχή του πολέμου και στη φάση της Ιταλικής αντεπίθεσης είχε ως αποστολή να κρατήσει το μέτωπο αρραγές. Το ύψωμα 731 υπερασπίστηκαν γενναίοι κι αποφασισμένοι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας, οι περισσότεροι προερχόμενοι από τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα.

Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στο ύψωμα 731 με σφοδρότητα. Οι ιστορικές μαρτυρίες καταγράφουν πως οι λυσσαλέοι βομβαρδισμοί τους (από εδάφους και από αέρος) άλλαξαν τη μορφή του υψώματος. Ακολούθησαν μάχες σώμα με σώμα. Το ύψωμα βάφτηκε με αίμα.

Στις 26 του Μάρτη ο απολογισμός ήταν τραγικός για τον Ιταλικό Στρατό  που τσακίστηκε κυριολεκτικά πάνω στο Ελληνικό Μέτωπο. Δεν ήταν μόνο το ύψωμα 731. Ήταν ένα ολόκληρο μέτωπο. Ηταν δώδεκα ξεκούραστες και εφοδιασμένες Ιταλικές Μεραρχίες που έφαγαν τα μούτρα τους πέφτοντας πάνω σε έξι καταπονημένες Ελληνικές χωρίς να κερδίσουν ούτε σπιθαμή εδάφους. Ο Μουσολίνι ντροπιασμένος υποχώρησε εγκαταλείποντας το όνειρο να παρελάσει θριαμβευτής στην Αθήνα.

Ο παππούς μου ήταν εκεί. Ο Υποστράτηγος Βάσσος Βραχνός. Ως Διοικητής της 1ης Μεραρχίας είχε στην ευθύνη του (και) το ύψωμα 731. Που δεν έπεσε ποτέ. Και έγινε ορόσημο. Θα το δείτε σκαλισμένο στα μάρμαρα του Αγνώστου Στρατιώτη.
Βεβαίως δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να τα καταφέρει μόνος του.

Ένας Στρατηγός, μπορεί να φτάσει μόνο μέχρι εκεί που μπορούν να φτάσουν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του. Αλλά ο Στρατηγός είναι πάντα αυτός που δημιουργεί κι εμπνέει την πίστη και το ηθικό στο στράτευμά του, ώστε να είναι «ακμαιότατον» ακόμα κι όταν οι πιθανότητες προστάζουν το αντίθετο. Ακόμα και στα πιο δύσκολα, ο στρατηγός είναι αυτός που πάντα κρατάει έναν άσσο (ή και περισσότερους) στο αμπέχωνό του. Και ζυγίζει την παραμικρή λεπτομέρεια για να τον παίξει την πιο κατάλληλη στιγμή και να σώσει την παρτίδα. Ή να χαθεί κι αυτός μαζί της.

Μόνο που στα βουνά της Αλβανίας, στο τρομερό αυτό φυσικό αμυντικό οχυρό, που δοκίμασε τις ζωές και τις ψυχές εχθρών μα και φίλων, δεν παιζόταν απλά μια παρτίδα. Παιζόταν μια ολόκληρη πατρίδα.

Δυστυχώς η νίκη δεν κράτησε πολύ. Ο εξευτελισμός των ξεκούραστων και καλοζωισμένων ιταλικών στρατευμάτων από μια χούφτα πεισμωμένων ηρωικών Ελλήνων, ανάγκασε τη Γερμανία να επιτεθεί στην Ελλάδα. Πράγμα που οδήγησε τη χώρα μας στην καταστροφή, αλλά ως συγκυρία ήταν μοιραία για τη συνολική έκβαση του ΒΠΠ. Γιατί για να εισβάλλει και να κατακτήσει την Ελλάδα, η Γερμανία ανάλωσε εκλεκτές στρατιωτικές δυνάμεις και κρίσιμο χρόνο. Έτσι ανέβαλε για πολύ περισσότερο απ΄ ότι υπολόγιζε, την τελική εκστρατεία – κλειδί που θα ολοκλήρωνε την επιτυχία του Γ΄Ράιχ: Την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (Επιχείρηση Barbarossa).

Όπως, όμως, όλοι γνωρίζουν, αυτός ο χρόνος που χάθηκε για την κατάκτηση της Ελλαδίτσας, έφερε τελικά τους Γερμανούς απέναντι σε ένα εμπόδιο που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν. Τον Ρωσικό Χειμώνα. Εκεί, η στρατιωτική μηχανή της Γερμανίας πάγωσε ολοκληρωτικά. Το τέλος του ΒΠΠ είχε αρχίσει…     
Με συγχωρείτε αν σας κούρασα. Επιστρέφω στην αρχή.

Δεν πρόλαβα λοιπόν να τον ρωτήσω: Ρε παππού; Από τί είσαι (ήσουν) φτιαγμένος; Τι σκεφτόσουν και, κυρίως, πώς; Πού βρήκες τη δύναμη; Γιατί δεν το άφησες στην τύχη του; Γιατί δεν είπες «δε βαριέσαι δεν θα αλλάξω εγώ τον κόσμο»; Γιατί δεν κοίταξες την πάρτη σου; Πώς συνέχισες εκεί που άλλοι σταματούσαν, λιγοψυχούσαν, λιποτακτούσαν;  Ήσουν γενναίος, ή απλά τρελός; (το ίδιο ερώτημα απευθύνεται νοερά και σε όλους όσους ήταν εκεί…)
Νομίζω πως θα μου απαντούσε χαμηλόφωνα, σταθερά και αφοπλιστικά: «Έκανα απλά το καθήκον μου».

Παππού…
Ευτυχώς που δεν ζεις για να δεις τα χάλια μας.
Ευτυχώς που δεν ζεις για να δεις πως μας μαθαίνουν μέσα από διαφημίσεις  “πώς αγωνίζονται οι Έλληνες” και πως “έτσι είναι τα πράγματα”. 
Ευτυχώς που δεν ζεις για να δεις πως υπάρχουν  Έλληνες ναζί.
Ευτυχώς που δεν ζεις για να δεις πόσο ντρέπομαι που δεν σου μοιάζω.

Ο εγγονός σου.
Χριστόδουλος Παπαδήμας
Σύμβουλος Επικοινωνίας και Διαφήμισης
Δημοσιογράφος

 
———————————————————————————————————-
Αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί το βιβλίο «Η δράση της 1ης Σιδηράς Μεραρχίας κατα τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41» από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Βραχνού – εκδόσεις Ερωδιός. Είναι μια «αφήγηση» πολεμικών γεγονότων, πλαισιωμένη από στρατιωτικά έγγραφα, διαταγές, φωτογραφίες, σχεδιαγράμματα μαχών, βιβλιογραφία και αποδεικτικά των τιμών που έλαβε ο Στρατηγός.Επιμελητής του βιβλίου είναι ο πατέρας μου Βασίλειος Παπαδήμας Αντιστράτηγος Ε.Α. σύζυγος της μοναχοκόρης του Στρατηγού, Αγγελικής Βραχνού. Έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό για τον πεθερό του και ήταν έργο ζωής γι αυτόν να συγκεντρώσει τις καταγραφές του Στρ Βραχνού και τα στοιχεία και να εκδώσει την ΑΛΗΘΙΝΗ ιστορία του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Ο Στρατηγός Βάσσος Βραχνός, Υφυπουργός Εσωτερικών, Βουλευτής Αργολίδας, «παιδί» του Ναυπλίου, έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως ο «Νικητής της Πίνδου» (1940), αλλά κυρίως ως ο ηγέτης του ελληνικού πολεμικού θριάμβου απέναντι στη σφοδρή Εαρινή Ιταλική Αντεπίθεση (1941).