Όχι ότι δεν το περίμενα, αλλά το προχθεσινό άρθρο της στήλης σχετικά με την παρέλαση στο Χαλάνδρι, παρά τη θερμή ανταπόκριση, ξεσήκωσε επίσης μεγάλη συζήτηση – ακόμα και χτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη. Υπήρχαν βέβαια και φωνές που συνέβαλαν στον διάλογο.
 
Δεν πρόκειται να επιμείνω στο συγκεκριμένο θέμα – ό,τι ήταν να ειπωθεί το είπαμε. Κι ούτε με ενοχλεί προσωπικά η αντιπαράθεση, ακόμα κι όταν είναι ασύμμετρη. Η στήλη αυτή επιζητεί τον διάλογο πάση θυσία, τρέφεται απ’ αυτόν για να διαμορφώσει την αιχμηρή φυσιογνωμία της. Θέλει να συγκρούεται με τα στερεότυπα, ν’ ανοίγει ζητήματα, να λειτουργεί αιρετικά, ενδεχομένως και προβοκατόρικα, προκειμένου να γίνεται πιο ενδιαφέρουσα και να διεγείρει πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά.
 
Στην κρίσιμη όμως συγκυρία που διανύει η χώρα και η Ευρώπη ολόκληρη, γεννάται ένα θέμα πολύ πιο σημαντικό από την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου.
 
Η Αριστερά βρίσκεται στην τελική ευθεία για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Η πολιτική σύγκρουση είναι σφοδρή, και αναμένεται να ενταθεί ακόμα περισσότερο στο δρόμο προς τις εκλογές. Αντιλαμβάνομαι ότι τέτοιες συνθήκες πόλωσης ανακινούν τα αντανακλαστικά πολλών αριστερών, που θέλουν να υπερασπιστούν τον πολιτικό τους χώρο και τις επιλογές του πάση θυσία, πολύ περισσότερο όταν αυτές έχουν ξεσηκώσει αντιδράσεις από τους πιο προκλητικούς παίκτες της άλλης πλευράς.
 
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποσταλεί η κριτική, η όποια κριτική. Δεν είναι μονάχα θέμα αρχής το να παραμείνουν ανοιχτά τα κανάλια της σύγκρουσης ιδεών μέσα στην Αριστερά. Νομίζω πως είναι πρωτίστως ζήτημα επιβίωσης, είναι ο πιο καίριος τρόπος να προετοιμαστούν οι δυνάμεις της Αριστεράς για τις σφοδρές συγκρούσεις αλλά και για τα διλήμματα που έπονται, όχι τόσο προεκλογικά όσο, κυρίως, μετά τις εκλογές.
 
Η αλαζονεία, η μονομέρεια και ο κομματικός πατριωτισμός δεν οδηγούν σήμερα πουθενά. Πρέπει να συνειδητοποιήσει ο κόσμος της Αριστεράς ότι σ’ αυτή την πρωτόγνωρη διαδικασία διεκδίκησης της κυβέρνησης δεν υπάρχουν θέσφατα και έτοιμες λύσεις. Κι ακόμα, ότι δεν περισσεύουν δυνάμεις για να τις προπηλακίζεις ελαφρά τη καρδία, είναι πολύ καλύτερα να αφουγκραστείς τις διαφορετικές φωνές, κυρίως τις φιλικές, αλλά θα ’λεγα επίσης και τις πιο κακόπιστες και εχθρικές, και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία να βελτιώνεις τις πολιτικές σου, να διορθώνεις τα ενδεχόμενα λάθη σου ή να πείθεις και να πείθεσαι για την ορθότητα των επιλογών σου. Στο κάτω κάτω, κανείς δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος.
 
Ας μην ξεχνάμε -ουδείς άλλωστε το αμφισβητεί- ότι πολλοί από όσους στρέφονται σήμερα προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πως είδαν ξαφνικά το φώς το αληθινό και ενστερνίστηκαν τις θέσεις του. Δεν εμπνεύστηκαν, σώνει και καλά, από την ακτινοβολία των στελεχών που βγαίνουν στην τηλεόραση, δεν μαγεύτηκαν από τη σαφήνεια του πολιτικού του προγράμματος και από την ετοιμότητά του να κυβερνήσει.
 
Κι εδώ μπαίνει η φράση του ποιητή που ποτέ πριν δεν είχα κατανοήσει επαρκώς: «Τέκνο της ανάγκης, κι ώριμο τέκνο της οργής». Προϊόν της ανάγκης είναι αυτή η στροφή του κόσμου, αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο έχει οδηγηθεί η χώρα από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και τις ελίτ. Δεν το λέω με αρνητικό πρόσημο, έχω την πεποίθηση ότι μέσα από τέτοια κανάλια ωριμάζουν σε μια κοινωνία και γίνονται δυνατές οι ριζοσπαστικές αλλαγές. Άλλωστε, του ΣΥΡΙΖΑ δεν του το χάρισε κανένας αυτό το προνόμιο, ήταν αποτέλεσμα της ικανότητάς του να μπει μπροστά και να εκφράσει με εύστοχο τρόπο την ανάγκη που προανέφερα. Να της δώσει σχήμα και υπόσταση, να συλλάβει μια πειστική αφήγηση για το πώς φτάσαμε ως εδώ και πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από το δόκανο.
 
Αλλά, προφανώς, υπάρχουν πολλά ζητήματα που μένουν ακόμα ανοιχτά. Καλά τα είπε ο Αλέξης στη Θεσσαλονίκη, αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο και τελειωμένο πρόγραμμα, παρά μόνο για ένα σχέδιο ανάγκης.
 
Θέλω να πω μ’ αυτό ότι στο δρόμο προς τις εκλογές, στην προσπάθειά της η Αριστερά να συνεγείρει ακόμα περισσότερα -και πιο αποστασιοποιημένα απ’ αυτήν- κοινωνικά στρώματα, χρωστάει να ξεκαθαρίσει τις θέσεις της σε πολλά ακόμη πεδία. Κι ακόμα, έχει ανάγκη να μεταστρέψει το αυθόρμητο ρεύμα που προσέρχεται, να βοηθήσει τους πολίτες να αντιληφθούν ότι δεν αρκεί ο θυμός και η αρνητική φόρτιση απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές και στις τεχνικές επιβίωσης του πολιτικού συστήματος. Χρειάζεται να προσφερθεί κι ένα όραμα, μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση που θα τον συνεγείρει με θετικό τρόπο, πάνω σ’ ένα σχέδιο που θα βελτιώνει ριζικά αν όχι τον πλούτο του καθενός, οπωσδήποτε όμως την ποιότητα της ζωής του, που θα εισάγει στην καθημερινότητά του περισσότερη δημοκρατία, κάτι πιο ουσιαστικό και πιο μεστό από τη σκυφτή επιβίωση.
 
Θα χρειαστεί να μας πει η Αριστερά πώς οραματίζεται την εκπαίδευση, από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο, ώστε να μπει τέλος στην αιμορραγία της παραπαιδείας και να υπάρξει αναγέννηση της παιδείας σ’ αυτόν τον τόπο. Να μας πει πώς θα διανείμει τους περιορισμένους διαθέσιμους πόρους ώστε να αναστηθεί το κοινωνικό κράτος. Να περιγράψει ένα σύστημα υγείας χωρίς φακελάκια. Να προτείνει αριστερές μεταρρυθμίσεις και να θέσει κανόνες ώστε να δοθεί τέλος στη γραφειοκρατία και στο πελατειακό κράτος. Να δείξει πώς θα παραχθεί νέος πλούτος, πώς θα πέσουν οι τιμές, πώς θ’ αλλάξει το παραγωγικό και το καταναλωτικό πρότυπο της χώρας, πώς θα ανθίσουν οι νέες τεχνολογίες και η καινοτομία. Να δώσει ώθηση στην αειφορία και στην αυτοοργάνωση των πολιτών, να δώσει φτερά στην επί της ουσίας δημοκρατία και στον πολιτισμό.
 
Ε, σ’ αυτή την πορεία δεν θα υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε πρόκειται ο κάθε πολίτης να λέει μονάχα ναι στις επιλογές ενός κόμματος, ενός περιφερειάρχη ή ενός δημάρχου. Εδώ θα χρειαστούν ανοιχτές διαδικασίες, δουλειά μερμηγκιού, μια κοινή συλλογική μετατόπιση στην οποία κανένας δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος, αλλά όλες οι ψηφίδες που μπορούν να προστεθούν απ’ τα κάτω θα είναι απαραίτητες για τη σύνθεση του γοητευτικού παζλ που χρειάζεται ο τόπος για να βγει από την υστέρηση και την παραίτηση.
 
Γι’ αυτό μη μου βάζεις φρένο στην κριτική, έλα καλύτερα να δούμε πώς θα οργανώσουμε από κοινού την αναζήτηση, ώστε να γίνει πιο δημιουργική και πιο αποτελεσματική. Γιατί αυτό που πάει αυτή την περίοδο να φτιαχτεί συλλογικά -από την κοινωνία και όχι από το όποιο κόμμα- είναι μεγάλο πράγμα. Πρωτοφανές και ανεπανάληπτο.