Της Μυρτώς Αρετάκη 

Κάθε φθινόπωρο,  η κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν εξαναγκάζει εκατομμύρια πολίτες  της να εργαστούν στη συγκομιδή του βαμβακιού, με ελάχιστη και συχνά απολύτως καμία αμοιβή.  

Στα μέσα του Σεπτέμβρη εκατοντάδες χιλιάδες  δημόσιοι  και ιδιωτικοί υπάλληλοι, γιατροί, δάσκαλοι και μέχρι πρότινος μαθητές μέχρι και 7 χρονών, καλούνται να εγκαταλείψουν τις συνήθεις εργασίες τους για να μαζεύουν καθημερινά – με τα χέρια – περίπου 60 κιλά ακατέργαστου βαμβακιού. Η περίοδος της συγκομιδής διαρκεί μέχρι και τα μέσα Νοέμβρη, ενώ παρόμοια κινητοποίηση σημειώνεται και την Άνοιξη, περίοδο της σποράς.

Στο Ουζμπεκιστάν, συναντάμε ένα σύστημα εξαναγκαστικής εργασίας – μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο – καθώς στην περίπτωση αυτή, το ίδιο το κράτος, χρησιμοποιώντας αξιωματούχους όλων των βαθμίδων, κατορθώνει για δεκαετίες να κινητοποιεί εκατομμύρια ανθρώπους, βαφτίζοντας την σκλαβιά «εθελοντισμό», «πατριωτική δράση» ή ακόμη και «βαθιά ριζωμένη παράδοση». Παρόμοιες πρακτικές έχουν καταγραφεί μόνο στο γειτονικό Τουρκμενιστάν.

Σε ομιλία του τον Οκτώβριο, ο πρόεδρος Καρίμοφ – ηγέτης της χώρας από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης  – επαινώντας τους πιστούς πολίτες του, σημείωνε πως «από τον παλιό καιρό, το βαμβάκι ήταν για εμάς ένα σύμβολο της πνευματικής καθαρότητας. Και μόνο άνθρωποι με αγνό πνεύμα και όμορφη ψυχή μπορούν να το καλλιεργούν

Το Ουζμπεκιστάν παραμένει σήμερα μία από τις πλέον απομονωμένες και καταπιεσμένες κοινωνίες, ενώ σύμφωνα με την οργάνωση Human Rights Watch, στη χώρα βρίσκονται έγκλειστοι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι από όσους  βρίσκουμε σε ολόκληρη την υπόλοιπη πρώην ΕΣΣΔ ενωμένη.


 

Πως δουλεύουν οι σύγχρονοι φεουδάρχες

Οι αγρότες στο Ουζμπεκιστάν παραμένουν εγκλωβισμένοι στη φτώχεια και την ανέχεια, καθώς  εξαναγκάζονται αφενός  να καλύπτουν τις υποχρεωτικές κρατικές ποσοστώσεις και αφετέρου να πουλούν το βαμβάκι τους σε εξευτελιστικές τιμές στο κρατικό μονοπώλιο της  Uzkhlopkoprom, η οποία και το διαχειρίζεται με κέρδη που αγγίζουν ετησίως το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Η χώρα, άλλωστε, είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας βαμβακιού παγκοσμίως. Η  Uzkhlopkoprom ελέγχεται κατά 51% από την κυβέρνηση του προέδρου Καρίμοφ, ενώ μέχρι σήμερα οι λοιποί μέτοχοί της παραμένουν άγνωστοι. Η εταιρία αγοράζει το βαμβάκι στο 1/3 έως και 1/10 της παγκόσμιας τιμής και στη συνέχεια το εξάγει, συσσωρεύοντας τεράστια κέρδη.

«Η κυβέρνηση δεν επενδύει καθόλου στην τεχνολογία, γιατί διαθέτει φθηνό εργατικό δυναμικό, ενώ παράλληλα το βαμβάκι που μαζεύεται με το χέρι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία», εξηγεί ο Sergei V. Naumov, δημοσιογράφος του Ferghana.news, που καλύπτει επί μια δεκαετία τις περιόδους συγκομιδής στο Ουζμπεκιστάν.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη, οι διευθυντές και οι υπεύθυνοι προσωπικού στο Ουζμπεκιστάν χωρίζουν τους εργαζόμενούς τους σε δύο ομάδες: εκείνους που θα συλλέξουν βαμβάκι και εκείνους που θα αναπληρώσουν τη δουλειά τους (διπλή βάρδια, δεύτερη τάξη για τους δασκάλους κλπ).

Οι συνθήκες εργασίας στις καλλιέργειες δεν είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες των σκλάβων του παρελθόντος: εκατομμύρια άνθρωποι εξαναγκάζονται στην εργασία, συχνά χωρίς καμία αμοιβή (ορισμένοι χαλούν περισσότερα χρήματα από αυτά που βγάζουν μόνο για τα μεταφορικά τους), όπου εκτίθενται χωρίς καμία προστασία στα εντομοκτόνα , σε θανατηφόρα ατυχήματα και σοβαρές αρρώστιες, παραμένουν για ώρες χωρίς πόσιμο νερό, ενώ καταφύγιό τους για τις νύχτες γίνεται κάποιο υπόστεγο σχολείου ή στρατώνα.

Οι μόνοι που κατορθώνουν να γλυτώσουν την στράτευσή  τους για το βαμβάκι, είναι όσοι μπορούν να βρουν ή να πληρώσουν κάποιον αντικαταστάτη. Συχνά άτομα των μεσαίων στρωμάτων προσλαμβάνουν για τη δουλειά κάποιον εργάτη, ή και κάποιον άστεγο.

Στο σύστημα αυτό, το αφεντικό σου στη δουλειά είναι και το αφεντικό σου στο χωράφι. Σύμφωνα με αναφορές ουζμπέκων ακτιβιστών, οι αποδόσεις στο βαμβάκι κρίνουν συχνά το ποιος υπάλληλος θα πάρει προαγωγή, ενώ όποιος αρνηθεί τη δουλειά στις καλλιέργειες πληρώνει πρόστιμο ή απολύεται. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που δεν κατορθώνουν να συλλέξουν όλο το βαμβάκι που απαιτείται ημερησίως. Οι εργοδότες κινδυνεύουν και αυτοί με δίωξη, εάν οι εργαζόμενοί τους δεν «αποδίδουν» αρκετά, με την κατηγορία της υπονόμευσης της κρατικής περιουσίας. Την ίδια ώρα, οι δημόσιες υπηρεσίες της χώρας καταρρέουν λόγω υποστελέχωσης.

Παιδιά στη συγκομιδή του «λευκού χρυσού»

Το 2012, η Τασκένδη, αντιμετωπίζοντας την πίεση της διεθνούς κοινότητας, προχώρησε στην αύξηση των ορίων ηλικίας της εθελοντικής εργασίας στο βαμβάκι  στα 15 χρόνια. Η κυνική αυτή μεταρρύθμιση είχε ως στόχο να διασκεδάσεις τις εντυπώσεις και να καθησυχάσει τις πολυεθνικές, που υπό το βάρος μαζικών εκστρατειών συνειδητοποιημένων καταναλωτών, αντιλήφθηκαν πως οι συναλλαγές με το Ουζμπεκιστάν  βλάπτουν το προφίλ τους. 

Μέχρι σήμερα, 163 εταιρίες  – μεταξύ των οποίων, οι Nike, Adidas, Lacoste, Gucci, Zara, H&M, Nautica και Levi Strauss & Co – έχουν υπογράψει μια συμφωνία, βάσει της οποίας σταματούν να εμπορεύονται εν γνώσει τους βαμβάκι από το Ουζμπεκιστάν, έως ότου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας (ILO) επιβεβαιώσει πως η κυβέρνηση της χώρας έχει σταματήσει να προωθεί την εξαναγκαστική εργασία παιδιών και ενηλίκων.

Σημειώνεται πως επί δεκαετίες, μικρά παιδιά, ηλικίας από 7 ετών εξαναγκάζονταν να διακόπτουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους ή να απέχουν από το σχολείο για να βοηθήσουν στη συγκομιδή του λευκού χρυσού. Αναφορές ΜΚΟ και ακτιβιστών αποδεικνύουν πως μέχρι και σήμερα παιδιά 9 ετών εξαναγκάζονται να εργαστούν σε τουλάχιστον τρεις περιοχές της χώρας. Παράλληλα, μαθητές λυκείου και φοιτητές συμμετέχουν κανονικότατα στη συγκομιδή, διαφορετικά πληρώνουν πρόστιμα , διώκονται ή ξυλοκοπούνται από τις τοπικές αστυνομικές αρχές.

Πρόσφατη έκθεση , αποδεικνύει πως η απαγόρευση της παιδικής εργασίας έχει οδηγήσει στην αυξανόμενη πίεση των ενηλίκων και ιδιαίτερα των φοιτητών να καλύψουν τα όποια κενά. Ακτιβιστές που παλεύουν με κίνδυνο της ζωής τους ενάντια στη σύγχρονη εκδοχή της δουλείας, επισημαίνουν σοκαρισμένοι πως συχνά το έργο τους αντιμετωπίζεται με εχθρότητα ακόμη και από τους συμπολίτες τους:

«Και τι νομίζετε ότι καταφέρατε; Θέλατε να σταματήσετε την παιδική εργασία και τώρα πρέπει τη δουλειά αυτή να την κάνουμε εμείς

Πηγές: Radio Free Europe (RFE/RL), Human Rights Watch (HRW), RESPONSIBLE  Sourcing Network, Cotton Campaign, New York Times, EurasiaNet