Δεν είχα σκοπό, χρονιάρες μέρες, να ασχοληθώ με το Ποτάμι. Αλλά είπε κάτι προχθές ο Σταύρος Θεοδωράκης που άγγιξε θέματα βαθύτερα, πολύ πιο μεγάλα ακόμα και από τα τρέχοντα διακυβεύματα – μεγαλύτερα από τη διαδικασίας για την ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας, μεγαλύτερα ακόμα  και από τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Είπε, λοιπόν, ο Θεοδωράκης, έχοντας δίπλα του τον νέο του παρτενέρ, ότι «ο Σπύρος Λυκούδης εκπροσωπεί την Αριστερά που θα θέλαμε».
Ε, αφού έτσι έχουν τα πράγματα, να παραγγείλουμε μια Αριστερά όπως θα την ήθελε ο Θεοδωράκης. Γιατί όχι και μιαν Αριστερά όπως θα την ήθελε ο Σαμαράς, που δεν ξέρω πόσες και ποιες διαφορές θα είχε, άραγε από την Αριστερά του Θεοδωράκη.
Μ’ ενόχλησε αυτή η ατάκα, η κατασκευασμένη -όπως και πολλές άλλες- για τις ανάγκες του τηλεοπτικού θεάματος.
Αφήνω στην άκρη το ειρωνικό γεγονός ότι ο συμπαθής  Λυκούδης αποτελεί, με βάση τα όσα διακηρύσσει Το Ποτάμι όλον αυτό τον καιρό, κλασικό παράδειγμα  πολιτικού προς αποφυγήν. Στέλεχος διαδοχικά του ΚΚΕ εσωτερικού, μετά της ΕΑΡ, μετά του Συνασπισμού και μετά της ΔΗΜΑΡ, μια ζωή στον κομματικό μηχανισμό. Σύμφωνα με το βιογραφικό του, καμία άλλη επαγγελματική ενασχόληση ή κοινωνικό έργο. Ένα κομματικό στέλεχος που βρέθηκε για πρώτη φορά στη Βουλή σε μεγάλη ηλικία, κι αμέσως μετά άρχισε να ψηφίζει μνημονιακούς νόμους. Κι έπειτα διέσπασε το κόμμα του οποίου ήταν το Νο2, επικαλούμενος δήθεν κεντροαριστικά νεφελώματα  τα οποία στην πράξη αποδεικνύονται απλώς δεξιά – ούτε καν κεντροδεξιά.
Σ’ αυτή τη μικρή δήλωσή του, ο Θεοδωράκης αποκάλυψε επιτέλους και το πολιτικό στίγμα του κόμματος του. Όχι, δεν είναι ένα υπερβατικό κίνημα όπως το παρουσίαζε μέχρι τώρα (αν μπορεί εν πάση περιπτώσει να υπάρξει τέτοιο πράγμα), είναι ένα κλασικό κεντρώο κόμμα που «δεν θα πρέπει να έχει αποκλεισμούς ούτε στα αριστερά του ούτε προς τον φιλελεύθερο χώρο», όπως ανέφερε ο ίδιος, εμφανώς απολογούμενος  για τις εκλογικές συνεργασίες που επιλέγει. Ένα νέο κόμμα που φαίνεται όλο και περισσότερο ότι φτιάχνεται με παλιά φθαρμένα υλικά, θαμπώνοντας την υποτιθέμενη λαμπερότητα της παρθενογένεσής του.  
Αλλά δεν είναι αυτό που με ενόχλησε, δικαίωμα του κάθε πολιτικού αρχηγού είναι να κάνει τις επιλογές του και να τις δικαιολογεί όπως θέλει. Με ενόχλησε, και μάλιστα έντονα, η προσπάθεια του Σταύρου Θεοδωράκη να βάλει την Αριστερά στο δικό του καλούπι.
Ε, λοιπόν, την Αριστερά δεν γίνεται να την παραγγέλνει ο κάθε αντίπαλός της καταπώς τον βολεύει εκείνον. Εδώ  την Αριστερά δεν μπορεί να την παραγγείλει και να την κατασκευάσει κατά το δοκούν ούτε… η ίδια η ίδια της η ηγεσία. Η Αριστερά έχει διανύσει  μεγάλη πορεία στη χώρα μας, μια πορεία με θυσίες, ηρωισμούς, αγώνες, φυσικά και με μεγάλα λάθη, αρτηριοσκληρώσεις και αντιφάσεις. Είναι υπόθεση των ίδιων των Αριστερών να φτιάξουν εκείνοι την Αριστερά που θέλουν, που θέλουμε, την Αριστερά που θέλει ο ελληνικός λαός.
Μια διαδικασία που ξεκίνησε από το 1968, εν μέση δικτατορία, από τις φυλακές, την εξορία και την παρανομία, μια πορεία με μύριες αντιφάσεις, εμπόδια και δυσκολίες. Μια πορεία, ωστόσο, που κορυφώνεται αυτή τη δύσκολη για τη χώρα περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, φέρνοντας την Αριστερά στα πρόθυρα της εξουσίας μέσα από αγώνες, κυρίως όμως επειδή ανέλυσε με ορθό τρόπο τα δεδομένα της πολιτικής συγκυρίας και εξέφρασε έτσι τις επιτακτικές ανάγκες του ελληνικού λαού.
Αυτή η Αριστερά προφανώς ενοχλεί τον σκληρό πυρήνα της συντηρητικής ευρωπαϊκής ελίτ, τους τραπεζίτες και την τρόικα. Αυτή η Αριστερά ασφαλώς ενοχλεί τα κάθε είδους λαμόγια, τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, τη διαπλοκή. Αυτή η Αριστερά προφανώς ενοχλεί όσους επιθυμούν να διατηρηθεί η επικρατούσα πολιτική τάξη πραγμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, προφανώς ενοχλεί και τον Θεοδωράκη και τους ομοίους του.
Θα την ήθελαν ασφαλώς την Αριστερά πιο λάιτ, να συνομολογεί στις λογικές των μονοδρόμων, να γυρνάει αδιάφορα το κεφάλι απέναντι στην ανθρωπιστική κρίση, να προθυμοποιείται να εφαρμόσει πολιτικές εσωτερικές υποτίμησης και να περισώσει το καταρρέον πολιτικό σύστημα, τις πελατειακές σχέσεις και τη διαπλοκή. Ο Σπύρος Λυκούδης έδωσε με πολλούς τρόπους τις μάχες του για να στρέψει την Αριστερά προς αυτή την κατεύθυνση και απέτυχε. Τώρα προσχωρεί σε άλλο πολιτικό χώρο, νομίζοντας ότι μπορεί να φέρει το πολιτικό παρελθόν του ως προίκα. Μόνο που η Αριστερά δεν μπορεί να εκληφθεί ως προίκα, μονάχα ως ευθύνη μπορεί να εκληφθεί – έτσι ήταν πάντα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεοδωράκης, προσπαθώντας να περιγράψει την Αριστερά της αρεσκείας του χρειάστηκε να επικαλεστεί τα ονόματα δύο εκλιπόντων – του Κύρκου και του Παπαγιαννάκη. Ίσως γιατί δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τα λεγόμενά του. Για τον Λεωνίδα δεν ξέρω, αλλά για τον Μιχάλη δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι θα είχε συναινέσει στη διάσπαση του Συνασπισμού, πολλώ δε μάλλον στη διάσπαση της ΔΗΜΑΡ (αν υποθέσουμε ότι θα είχε ακολουθήσει αυτό το δρόμο).
Το αληθινό ερώτημα είναι: Η Αριστερά αυτή είναι η Αριστερά που εμείς θα θέλαμε; Απαντάω ευθαρσώς όχι! Είναι κάτι πιο σπουδαίο απ’ αυτό, είναι η Αριστερά που δημιουργούμε, η Αριστερά που τείνει σ’ αυτό που θέλουμε. Είναι η Αριστερά που αλλάζει και ωριμάζει, που μεγαλώνει και διευρύνεται, η Αριστερά που πιέζεται από την κοινωνία να αναλάβει την ευθύνη και να την οδηγήσει σε μια διέξοδο. Η Αριστερά που προσαρμόζεται και αναβαθμίζεται, χωρίς να προδίδει την καταγωγή της. Η Αριστερά που είναι υποχρεωμένη να επαναπροσδιοριστεί, επιτελώντας ταυτοχρόνως έναν ιστορικό ρόλο που ξεπερνάει τις συμβατικές δυνάμεις της – αλλά έτσι δεν συνέβαινε πάντα στις μεγάλες στροφές της πολιτικής συγκυρίας; Είναι η Αριστερά που ανιχνεύει τα όριά της, η Αριστερά που συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο -και το διακηρύσσει- ότι τίποτα δεν θα καταφέρει ως μηχανισμός, ότι μπορεί να υπάρξει και να υλοποιήσει το πρόγραμμά της μονάχα ως καταλύτης της κοινωνικής συνέγερσης, της κοινωνικής συμμετοχής – σε καμία περίπτωση ως εξάρτημα και παρακολούθημα των αστικών κομμάτων που διαγκωνίζονται για τη διεκπεραίωση μιας εξουσίας ταξικής και αντιδημοκρατικής, που μοχθούν για την παγίωση του κοινωνικού και πολιτικού στάτους κβο.
Φτιάχτε λοιπόν εσείς τον τρίτο πόλο που ονειρεύεστε κι αφήστε στην κοινωνία να διεκδικήσει την Αριστερά που της αξίζει.