Το όνειρό της ήταν να έχει ένα μπαλκόνι, όμως «μια ζωή έμενε σ’ ένα υπόγειο». Ώσπου την εντόπισε ο φακός του κινηματογραφιστή Τάκη Μπαρδάκου, ο οποίος εισέδυσε και στο υπόγειό της και αποτύπωσε το παράπονό της – κι εκείνο το μπαλκόνι των ονείρων της ζωγραφισμένο σ’ έναν τοίχο του υπογείου, ενώ στο βάθος χάσκει ένα παράθυρο, σύρριζα με το πεζοδρόμιο.
 
Έπειτα ο κινηματογραφικός φακός συνέχισε να τριγυρνάει μέσα στην πόλη και να ξετρυπώνει εικόνες αθλιότητας, εικόνες σιωπηρής βίας και ανέχειας στις γειτονιές της Αθήνας, ακόμα και σ’ εκείνες τις καλές συνοικίες με τους καλοζωισμένους ανθρώπους. Και κάπως έτσι γεννήθηκε, και συνεχίζει να κυοφορείται, το ντοκιμαντέρ των φτωχών «Η Αθήνα από κάτω». Να, όπως ακριβώς φαίνεται το πεζοδρόμιο όχι όταν το κοιτάς ψηλά από το μπαλκόνι σου, αλλά όπως το βλέπεις κοιτώντας από κάτω προς τα πάνω, και διακρίνεις τις σκιές να αχνοφαίνονται πίσω από την κουρτίνα, που σημαίνει ότι κι ο περαστικός μπορεί να κοιτάξει κι εκείνος μέσα και να διαπεράσει με το βλέμμα του τις τρύπιες καρδιές των κατοίκων του υπογείου.
 
Γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ θέλω να σας πω δυο λόγια σήμερα, και όχι για τις ίντριγκες που εξυφαίνονται στα επιτελεία των κομμάτων, για τη συγκρότηση των ψηφοδελτίων και για τις τηλεοπτικές παρόλες των υποψηφίων,  υπάρχει ο χρόνος να μιλήσουμε και γι’ αυτά, αν και όχι πολύς – για την ιστορικότητα των εκλογών αυτών και για την κρισιμότητα των περιστάσεων, για την αξιοπιστία και για το πολιτικό ψεύδος, για τους ίματζ μέικερ και την παραποίηση της πραγματικότητας, δηλαδή της ζωής μας.
 
Δεν θα γράψω σήμερα γι’ αυτά, επειδή τελώ υπό την επήρεια της πρωτοχρονιάς – της θαλπωρής της ή ακόμα της χαύνωσής της. Αλλά και κάτω από την επίδραση άλλων καταστάσεων, πιο πεζών, για τις οποίες προτιμώ να μη μιλήσω ακόμα δημοσίως, αν και θα το κάνω οπωσδήποτε σε λίγες μέρες. Επιτρέψτε μου αυτή την πρόσκαιρη κρυψίνοια, άλλωστε όσοι διαβάζουν τακτικά αυτή τη στήλη δεν έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για την ευθύτητά της.
 
Θα προτιμήσω, εν ονόματι των ημερών και της μεγάλης εικόνας, να γράψω σήμερα, στο πρώτο άρθρο της καινούριας χρονιάς, για το ντοκιμαντέρ των φτωχών «Η Αθήνα από κάτω». Η μικρή εικόνα είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το αναμμένο τζάκι, η βασιλόπιττα, το φλουρί, η ανταλλαγή των δώρων. Η μικρή εικόνα είναι ό,τι αφορά την ατομική μας περίπτωση και τον στενό περίγυρό μας. Η μεγάλη εικόνα, αντιθέτως, περικλείει όλα όσα εξελίσσονται στα περιθώρια της πόλης, στα τυφλά σημεία των δρόμων, όλα όσα διαδραματίζονται σε παγκάκια, σε πλατείες, σε εγκαταλελειμμένα κτίσματα, σε παλιές στοές και κάτω από γεφύρια. Όλα όσα είναι κρυμμένα κάτω απ’ το χαλί, που περνάμε και κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε ή, ακόμα χειρότερα, πραγματικά δεν τα βλέπουμε – δεν θέλουμε να τα δούμε. Η μεγάλη εικόνα είναι τα συσσίτια της εκκλησίας, τα κοινωνικά ιατρεία, ο φόβος που συνοδεύει τη διαβίωση στους δρόμους.
 
Όλ’ αυτά λοιπόν τα συνέλαβε ο φακός του Τάκη Μπαρδάκου, τα επεξεργάζεται η μονταζιέρα του Κωνσταντίνου Ιορδανίδη και τα ντύνει η μουσική του Μάριου Στρόφαλη, μαζί με τα ηχοχρώματα που αφουγκράστηκε ο ηχολήπτης Θεόφιλος Κατσάνος. Είναι ένα ντοκιμαντέρ του δρόμου, το οποίο γύρισε και προετοιμάζει η «Square Films – Πλατεία Πολιτισμού», μια πολιτιστική κολεκτίβα που φτιάχτηκε πρόσφατα, με τη μορφή μη κερδοσκοπικής εταιρείας.
 
Ο Τάκης Μπαρδάκος ήρθε και με βρήκε πριν από μερικούς μήνες, χωρίς να γνωριζόμαστε. Μου ζήτησε να βοηθήσω στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ, γράφοντας κείμενα που θα στήριζαν το σενάριό του. Ένιωθε μια ανασφάλεια, νόμιζε ότι ενώ έλεγχε το θέμα και τις εικόνες, χρειαζόταν να καλυφθεί και μια τρίτη διάσταση που τον υπερέβαινε.
 
Συμφώνησα να βοηθήσω γιατί πίστεψα τόσο τον σκοπό όσο και την ιδέα. Αλλά όταν ο Τάκης μού έστειλε γραπτώς μερικές εισαγωγικές σκέψεις που του ζήτησα, αμέσως συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε τίποτα που να μπορώ να προσθέσω, δεν υπήρχαν οι λέξεις, ούτε οι συνδυασμοί λέξεων που θα μπορούσαν να εκφράσουν την προοπτική του θέματος καλύτερα από τις ιδέες και τις λέξεις του ίδιου του δημιουργού. Ο Τάκης Μπαρδάκος κρατούσε στα χέρια του όλα τα κλειδιά, οι εικόνες του ήταν πολύ δυνατές και οι ιδέες του στέρεες και επαρκείς.
 
Αρνήθηκα λοιπόν να συμμετάσχω, όχι από τεμπελιά ή από ολιγωρία, απλώς θεωρώντας την όποια συμβολή μου πλεονασμό. Βλέποντας πρόσφατα τα πρώτα τρέιλερ του ντοκιμαντέρ, μου έφυγε οριστικά ο ενδόμυχος φόβος που με τυραννούσε ότι ίσως και να γύρισα την πλάτη σε μια προσπάθεια που εντέλει χρειαζόταν τη βοήθειά μου.
 
Αλλά η αλήθεια είναι ότι το ντοκιμαντέρ των φτωχών χρειάζεται τη βοήθειά μας – άλλου είδους. Ως ντοκιμαντέρ των φτωχών που είναι, απαιτούνται κάποιοι στοιχειώδεις πόροι ώστε να γίνει δυνατή η ολοκλήρωσή του, και μάλιστα με τις επαγγελματικές προδιαγραφές με τις οποίες έχει εξελιχθεί μέχρι τώρα.
 
Αξίζει τον κόπο – διότι κάθε τι που φωτίζει τις πιο αποτρόπαιες εικόνες της κρίσης, αποτελεί βασικό μοχλό ώστε να γίνουν τα απαραίτητα βήματα για την υπέρβασή της. Τόσο σε ακτιβιστικό και πολιτικό, όσο και σε αμιγώς τεχνοκρατικό επίπεδο. Διότι η κρίση αυτή δεν γίνεται να ξεπεραστεί  πάνω στις πλάτες -ή τα πτώματα- των πιο αδύναμων, και μάλιστα σε τόσο εκτεταμένη κλίμακα όπως επιχειρείται. Κάθε προσπάθεια της κοινωνίας να ξεπεράσει την κρίση θυματοποιώντας τους άνεργους, τους άπορους και άλλες αναξιοπαθούσες κοινωνικές ομάδες, απλώς την ανακυκλώνει οδηγώντας τη σε νέα βάθη και σε νέα επίπεδα σφοδρότητας και εμπλέκοντας όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα στους στροβιλισμούς της.
 
Απ’ αυτή την άποψη, θα ήταν ευχής έργο αν η ταινία «Η Αθήνα από κάτω» προλάβαινε να προβληθεί πριν από τις βουλευτικές εκλογές. Θα ήταν το πιο καίριο υλικό για να σκεφτείς τι και πώς θα ψηφίσεις. Αλλά αυτό βέβαια επιτείνει την ανάγκη για υλική και ηθική ενίσχυσή της – μια σπονδή στη σπουδαία χρονιά, στο μέλλον μας που μόλις ανέτειλε.