Συγχώρεση [ελάφρυνση]: είναι μια αρκετά σπάνια έκφραση ποιότητας ζωής μέσα σε μία οικογένεια, πόσο μάλλον στη διεθνή πολιτική. Αν όμως, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, κερδίσει το λαϊκιστικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ στις ελληνικές εκλογές το επόμενο Σαββατοκύριακο, η Αθήνα θα ζητήσει από τους ευρωπαϊκούς αδελφούς και αδελφές της να συγχωρήσουν και να ξεχάσουν μερικά από τα € 317bn (£ 240bn) που εξακολουθεί να χρωστάει, έτσι ώστε η οικονομία της  -και η κοινωνία- να μπορεί να ανακάμψει από τα περισσότερα από έξι χρόνια λιτότητας και ύφεσης.
 
Αντίθετα από  τον προκλητικό τόνο που χρησιμοποίησε κάποτε ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, απειλώντας να φύγει από το ευρώ, το κόμμα ελπίζει τώρα να διαπραγματευθεί μια συμφωνία με τη Γερμανία και άλλους πιστωτές, που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην Ελλάδα να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα – αλλά να μπει στο δρόμο προς την ανάκαμψη.
 
H oμάδα πίεσης της εκστρατείας για το δημόσιο χρέος  που εδρεύει στο Λονδίνο, η οποία έχει μελετήσει την τύχη των υπερχρεωμένων χωρών σε όλο τον κόσμο, αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει μια πιο γενναιόδωρη προσέγγιση από τους πιστωτές της, διότι παρά το γεγονός ότι έλαβε μια εξαιρετική βοήθεια διάσωσης  € 252bn από το 2010, μόνο το 10% από αυτά διοχετεύθηκαν στις δημόσιες δαπάνες.
 
Μεγάλο μέρος από αυτά (τα ευρώ) επιστρέφονται κατ’ ευθείαν έξω από τη χώρα: στην αποπληρωμή του χρέους και των τόκων προς τους πιστωτές της, των οποίων οι χώρες έχουν τις τράπεζες και τα hedge funds στον πυρήνα της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, και με την διάθεση να ευχαριστήσουν αυτούς που έπεισαν τους δανειστές να υπογράψουν  την αναδιάρθρωση των ομολόγων το 2012, που βοήθησαν να μην πεταχτεί η χώρα  έξω από το ευρώ.
 
Στην πραγματικότητα, η «τρόικα» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει αντικαταστήσει απλώς τις τράπεζες και τα hedge funds, όπως οι χρηματοδότες στην Ελλάδα. Το συνολικό βάρος του χρέους της χώρας στην πραγματικότητα, μέσα σε πέντε σχεδόν χρόνια έχει αυξηθεί, από τότε που για πρώτη φορά την «έσωσαν», και το μεν χρέος παραμένει αναλλοίωτο , ενώ το 78% τώρα οφείλεται σε ιδρύματα του δημόσιου τομέα, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 
 
 Τι χρωστάει η Ελλάδα.
Ο Stephany Griffith-Jones, ένας οικονομολόγος, ο οποίος είναι ειδικός στις κρίσεις χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες, λέει: «Αυτοί έχουν βοηθηθεί ήδη αρκετά, αλλά πολλά από αυτά τα χρήματα που ήρθαν στην κυβέρνηση διοχετεύθηκαν στην εξυπηρέτηση του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών τραπεζών. Στην πραγματικότητα αυτά τα χρήματα δεν βοήθησαν τους Έλληνες. Έγινε ακριβώς αυτό που έγραψα στην μελέτη μου για την Λατινική Αμερική στη δεκαετία του 1980: τότε, ήταν αμερικανικές και βρετανικές τράπεζες, τώρα είναι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες “.
 
Αυτή αναφέρει ο πρώην αμερικανός υπουργός Εργασίας Ρόμπερτ Ράιχ, ο οποίος περιέγραψε τη διάσωση των τραπεζών της Αμερικής ως εξής: «ο καπιταλισμός δρα ως πλεονέκτημα και ο σοσιαλισμός ως μειονέκτημα”.
 
Στην πραγματικότητα,  πρακτικά που διέρρευσαν από  τη συνεδρίαση του ΔΝΤ το 2010 όπου συμφωνήθηκε το πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα, έδειξαν ότι οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχοντας την δική τους εμπειρία, εξέφρασαν τη βαθιά ανησυχία σχετικά με την πολιτική που χρησιμοποιήθηκε.
 
Η Αργεντινή, η οποία, μετά την πρώτη πτώχευση του 2001, για περισσότερο από μία δεκαετία, εξακολουθεί να μαστίζεται από έριδες με τους πιστωτές της στον ιδιωτικό τομέα, δήλωσε ότι πρέπει να συζητηθεί η ελάφρυνση του χρέους, και προειδοποίησε: «Είναι πολύ πιθανό, η Ελλάδα να καταλήξει σε χειρότερη κατάσταση μετά από την εφαρμογή αυτού του προγράμματος. “
 
Η Βραζιλία αναφέρει ότι τα πακέτα διάσωσης “μπορεί να μην θεωρηθούν ως διάσωση της Ελλάδας, η οποία θα πρέπει να υποβληθεί σε βασανιστική ρύθμιση, αλλά ως ένα σχέδιο διάσωσης των ιδιωτών κατόχων χρέους στην Ελλάδα, κυρίως ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων».
 
Αυτό είναι ακριβώς το σημείο που τονίζει η Καμπάνια που χειρίζεται το παγκόσμιο δημόσιο χρέος: οι δανειστές που μοίρασαν τα μετρητά σε κερδοσκοπικούς σκοπούς, στη χώρα τους, στην προπαρασκευαστική περίοδο της κρίσης, σε μεγάλο βαθμό θα βγουν αλώβητοι (αν και ήταν αναγκασμένοι να δεχθούν κάποια μείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους – γνωστή ως ένα κούρεμα – στην αναδιάρθρωση του 2012, που συνοδεύεται από ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης έκτακτης ανάγκης στην Ελλάδα).
Ήταν μια πολύ διαφορετική πορεία με εκείνη στην Ισλανδία, η οποία ανάγκασε τις ξένες τράπεζες να αναλάβουν τις βαριές απώλειες και είδαν την οικονομία τους να ανακάμπτει σημαντικά.
 
Κατά κάποιο τρόπο, τώρα φαίνεται να είναι μια περίεργη στιγμή  για να στέλνει έκκληση για βοήθεια η Ελλάδα. Μετά από πέντε χρόνια σκληρών περικοπών στις δαπάνες και αυξήσεις φόρων, που επιβλήθηκαν κατ’ εντολή της τρόικας, η ελληνική κυβέρνηση αγωνίστηκε για να παρουσιάσει επιτέλους το λεγόμενο πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει τους τόκους του χρέους της, δεν θα ήταν δύσκολο να ζει πέρα από τις δικές της δυνατότητες.
 
Ωστόσο, κοιτάζοντας  έξω από αυτό το ξηρό οικονομικό λογισμό, είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε οικτρή κατάσταση. Η ανεργία έχει φτάσει  πάνω από το 25% κατά την τελευταία καταμέτρηση. Το ΑΕΠ έχει καταρρεύσει κατά περισσότερο από 30% από το σημείο που βρισκόταν πριν από την κρίση: μια τέτοια πτώση μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη που παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης.
 
Και δεν είναι σαφές ότι υπάρχει διέξοδος. Τα χρέη στην Ελλάδα έχουν φτάσει στο 175% του ΑΕΠ της, αρκετά πάνω από το επίπεδο που θεωρείται βιώσιμο από τους οικονομολόγους. Παρά τις επανειλημμένες περικοπές μισθών, που θα έπρεπε να οδηγήσουν [την Ελλάδα], ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική στις εξαγωγές της -μια διαδικασία γνωστή ως εσωτερική υποτίμηση- η χώρα λειτουργεί με ένα μεγάλο εμπορικό έλλειμμα. Και η υπόλοιπη ευρωζώνη – η κυριότερη εξαγωγική αγορά στην Ελλάδα – ολισθαίνει προς την ύφεση.
 
Ο  ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η άποψη υποστηρίζεται από μια πλειάδα εμπειρογνωμόνων, θα ήθελε να γίνει μία διεθνής διάσκεψη των πιστωτών της Ελλάδας, σύμφωνα με τις απόψεις αυτών που συνέταξαν τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 η οποία έδωσε γενναιόδωρα την ελάφρυνση του χρέους στη Δυτική Γερμανία.
 
Το σημείο εκκίνησης, αντίθετα από αυτό που υποστηρίζουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, θα μπορούσε να είναι ότι, η Ελλάδα εύλογα θα καταφέρει να πληρώσει, εάν προσπαθήσει να ανοικοδομήσει τη συντριμμένη οικονομία της , και να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή της, η οποία έχει πληγεί από τις επανειλημμένες μειώσεις μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και από τις περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας.
 
Με λίγο περισσότερη δημοσιονομική ελευθερία κινήσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να αυξήσει τους μισθούς του δημόσιου τομέα, να επιβραδύνει το ρυθμό της μείωσης των θέσεων εργασίας και να αυξήσει τις συντάξεις, βοηθώντας την τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης και να αναζωπυρώσει την οικονομική ανάπτυξη. Θα ήθελε επίσης να αντλήσει περισσότερα οικονομικά οφέλη από φόρους που θα επιβληθούν στους πλουσιότερους Έλληνες.
 
Η οργή για τη λιτότητα βρισκόταν ήδη σε υψηλά επίπεδα από τις εκλογές του 2012. Τώρα οι Έλληνες ψηφοφόροι φαίνονται έτοιμοι και για το ριζοσπαστισμό.  
 
Ο Francesco Caselli στο London School of Economics λέει: “Νομίζω ότι είναι ένα πολύ λογικό πράγμα αυτό που ζητά.” Και προσθέτει ότι, ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει τους γείτονες της Ελλάδας στην ευρωζώνη να μειώσουν το βάρος του χρέους της, θα πρέπει τουλάχιστον να ζητά χαλάρωση του υπάρχοντος σκληρού καθεστώτος. «Ίσως το πιο σημαντικό, αυτό που πρέπει να ζητήσει [η Ελλάδα] είναι ένα λιγότερο απαιτητικό μονοπάτι της δημοσιονομικής εξυγίανσης: λιγότερο επιθετική λιτότητα».
 
 
 
Ο Ann Pettifor ο ειδήμων πρωθυπουργός της οικονομίας λέει: “Για μένα, αυτό που μετράει είναι η διαδικασία και μάλιστα αυτή που θα είναι δίκαιη. Θα πρέπει να κάνουμε για την Ελλάδα ό, τι οι Σύμμαχοι έκαναν για τη Γερμανία, και αυτή δεν πρέπει να ξοδεύει περισσότερο από το 3% των εσόδων από τις εξαγωγές της για την εξυπηρέτηση του χρέους, και αυτό θα πρέπει να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. “
 
Μια έρευνα των οικονομολόγων από το Bloomberg την περασμένη εβδομάδα διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι από τους μισούς αναμένουν από την Ελλάδα να λάβει κάποια ελάφρυνση του χρέους μετά τις εκλογές – παρά τον υποτιθέμενο «ηθικό κίνδυνο» της διάσωσης ενός άσωτου οφειλέτη.
 
Στην πραγματικότητα, ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι, ελαφρύνοντας την Ελλάδα από ένα μέρος τουλάχιστον του δανεισμού της, θα είναι καλό όχι μόνο για τον ελληνικό λαό, αλλά πολύ περισσότερο και για την υπόλοιπη ευρωζώνη. Ο επιστήμων της Οξφόρδης οικονομολόγος Simon Wren-Lewis επεσήμανε αυτό το σημείο σε ένα blogpost την περασμένη εβδομάδα. “Στην πραγματικότητα, η μείωση της επιβάρυνσης του χρέους στην Ελλάδα (και ίσως και αλλού) θα φέρει στην ευρωζώνη μεγαλύτερο συλλογικό καλό», είπε. «Η Ελλάδα θα είναι σε θέση να χαλαρώσει τους όρους της εξοντωτικής λιτότητας που έχουν  καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Οι χώρες του πυρήνα και το ΔΝΤ θα μπορούσαν, τουλάχιστον εν μέρει, να αναιρέσουν τα λάθη που έκαναν στην περίοδο 2010-2012 στην πρώτη αθέτηση του χρέους, και, στη συνέχεια, να παραλείψουν να επιβάλουν μια πλήρη εξόφληση. “
 
 
Και πρόσθεσε: «Οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν να καταλάβουν ότι το πρόβλημα από το 2010 δεν ήταν η ελληνική αδιαλλαξία, αλλά οι ενέργειες των κυβερνήσεών τους στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τις δικές τους τράπεζες και η υποβολή λιτότητας με μη ρεαλιστικούς όρους.”
 
Η υποστήριξη για την ιδέα μιας διάσκεψης χρέους έχει έρθει επίσης από μερικές εκπληκτικές πηγές. Η Γερμανική κοινή γνώμη θεωρείται γενικά ως κατ 'αρχήν αντίθετη προς οποιαδήποτε μεγαλύτερη βοήθεια για τους Έλληνες. Αλλά ο Hans-Werner Sinn, πρόεδρος του Ifo Institute του Μονάχου, ένας από τους βασικούς οικονομικούς ειδήμονες της χώρας, την περασμένη εβδομάδα έγινε μία από τις πιο γνωστές γερμανικές φωνές, που επιχειρηματολογούν για μια διεθνή σύνοδο κορυφής για να συμφωνήσουν σε μία διαγραφή του χρέους, από το ρεαλιστικό στοιχείο της, βλέποντας ότι η Γερμανία είναι απίθανο να πάρει πίσω, ούτως ή άλλως, τα χρήματά της.
 
“Η ανεργία στην Ελλάδα είναι πλέον διπλάσια από ότι ήταν τον Μάιο του 2010. Η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί κατά 30% σε σύγκριση με τα προ της κρίσης επίπεδά του. Η χώρα κάθεται σε μια παγίδα”, είπε. Ο Sinn υποστηρίζει, επίσης, ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια υποτίμηση για να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα ανάκτησης της ανταγωνιστικότητάς της, που θα την υποχρέωνε να εγκαταλείψει προσωρινά το ευρώ.
 
Ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση και καταφέρει να πείσει τους γείτονές της, θα πρέπει να της επιτρέψουν κάποια διαγραφή χρέους, να έρθει σε μία συμφωνία, η οποία θα  είναι οικονομικά εφικτή και πολιτικά θα είναι μια τεράστια πρόκληση για τους διεθνείς διπλωμάτες.
 
Πράγματι, ο Griffith-Jones υποστηρίζει ότι η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν να δώσει το έναυσμα για ιδιωτικές συζητήσεις. “Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι μόνο το μέγεθος της μείωσης του χρέους, αλλά ο τρόπος που θα το κάνει», λέει. “Ένας άλλος κίνδυνος είναι ότι έχουν να αντιμετωπίσουν πολλούς δανειστές και τον πανικό των αγορών.”
 
Και ο Caselli στο LSE λέει ότι δεν θα απέκλειε την πιθανότητα ότι το τελικό αποτέλεσμα των λεπτών διαπραγματεύσεων κατά τους επόμενους μήνες, θα είναι ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εξέλθει από το ευρώ.
 
“Είναι σίγουρα στη σφαίρα του δυνατού», λέει. «Η ελληνική κοινωνία – κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε-έξι χρόνων – βρίσκεται κάτω από το άγχος ότι δεν είναι βιώσιμο το χρέος για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.”
 
ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ «ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ»
“Οικονομικό θαύμα” της Γερμανίας (ή Wirtschaftswunder), είναι αυτό όπου, μία ηττημένη χώρα που έπρεπε να ξαναχτίσει την κατεστραμμένη  υποδομή της  μετά από ένα παγκόσμιο χτύπημα της βιομηχανικής της δύναμης, το κατάφερε μετά από μια συμφωνία που επετεύχθη στο Λονδίνο το 1953, η οποία έλεγε ότι τα μισά από τα χρέη που οφείλονταν στον υπόλοιπο κόσμο έπρεπε να διαγραφούν.
 
Από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η Γερμανία υπήρξε μια από τις ισχυρότερες φωνές των προγραμμάτων της τρομακτικής λιτότητας για την Ελλάδα και τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες που βρίσκονταν σε κίνδυνο διάσωσης.
 
Ωστόσο, στον απόηχο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η Δυτική Γερμανία κατάφερε να εξασφαλίσει 15 δισ γερμανικά μάρκα διαγραφής χρεών, σε αυτή που έγινε γνωστή ως η συμφωνία του Λονδίνου.
 
Η συμφωνία αυτή ήταν λιγότερο γνωστή από τη συμφωνία στο σχέδιο Μάρσαλ,  που ζητούσε μεγάλη βοήθεια από τις ΗΠΑ για την Ευρώπη, αλλά αυτή ήταν και η αιτία για την επανεμφάνιση της Γερμανίας ως μεγάλη οικονομική δύναμη.
 
Οι πιστωτές φοβήθηκαν την απειλή από την κομμουνιστική Ανατολή, και πίστευαν ότι η δυτικογερμανική οικονομία έπρεπε να βρεθεί τρόπος να ανακάμψει. Στην πρόταση που συντάχθηκε το 1950, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία υποστήριξαν ότι «η αποκατάσταση της γερμανικής φερεγγυότητας πρέπει να περιλαμβάνει μια κατάλληλη λύση για το γερμανικό χρέος που να ανακουφίζει τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας και συγχρόνως να διαπιστώνουν ότι οι διαπραγματεύσεις είναι δίκαιες για όλους τους συμμετέχοντες».
 
Μετά από συνομιλίες που κράτησαν για αρκετούς μήνες το 1953, και περιλάμβαναν τους δανειστές του ιδιωτικού τομέα, καθώς και τις κυβερνήσεις, όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν να διαγράψουν περίπου το ήμισυ του χρέους της χώρας -μεγάλο μέρος του οποίου συνάφθηκε πριν έρθουν οι Ναζί στην εξουσία- προκειμένου να εκπληρώσει την αποπληρωμή των αποζημιώσεων που επιβλήθηκαν στη Γερμανία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
 
Κυρίως, μια προϋπόθεση της συμφωνίας ήταν ότι η Δυτική Γερμανία θα έπρεπε να δώσει τις επιστροφές μόνο όταν είχε ένα εμπορικό πλεόνασμα: με άλλα λόγια, όταν είχε κερδίσει τα χρήματα για να πληρώσει, αντί να χρειάζεται να δανειστεί περισσότερα, ή να κάνει βουτιά στα ξένα συναλλαγματικά της αποθέματα. Οι αποπληρωμές της επίσης περιορίζονταν στο 3% των εσόδων από τις εξαγωγές.
 
Ως εκ τούτου, οι πιστωτές της Γερμανίας είχαν κίνητρο να αγοράσουν αγαθά της χώρας, έτσι ώστε αυτή να είναι σε θέση να αντέξει οικονομικά για να κάνει τις πληρωμές της.
 
Η προσέγγιση αυτή θεωρείται ευρέως ως ένας σημαντικός τρόπος βοήθειας του ισχυρού εξαγωγικού τομέα, αφού κατάφερε να κάνει την Γερμανική οικονομία κυρίαρχη όλα αυτά τα τελευταία 60 χρόνια.