Στο video game Diplomacy, οι παίκτες κερδίζουν αν κατορθώσουν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Ευρώπης. Προκειμένου να κερδίσουν, πρέπει να διαπραγματευτούν με επιτυχία με άλλους παίκτες, να κάνουν συμμαχίες μαζί τους και να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των στρατιωτικών δυνατοτήτων των συμμάχων τους. Και βέβαια οι παίκτες δεν είναι απαραίτητα Γερμανοί…

Στους κανόνες του παιχνιδιού, το Diplomacy, περιγράφεται ως ένα παιχνίδι διαπραγματεύσεων, συμμαχιών, υποσχέσεων που τηρούνται αλλά και υποσχέσεων που αναιρούνται. Για να επιβιώσει ένας παίκτης, χρειάζεται τη βοήθεια των άλλων. Αλλά για να κερδίσει, πρέπει τελικά να σταθεί μόνος του. Η ουσία του παιχνιδιού είναι να ξέρει κανείς ποιον να εμπιστευθεί, πότε να τον εμπιστευθεί, τι να υποσχεθεί και πότε να το υποσχεθεί. «Θυμηθείτε», συνιστά το παιχνίδι στις οδηγίες του, «είστε πρώτα ένας διπλωμάτης και μετά ένας κυβερνήτης». 

Το είδος των διαπραγματεύσεων που εξελίσσονται στο Diplomacy, είναι εκείνο όπου σκοπός του διαπραγματευτή είναι να κερδίσει, ανεξάρτητα και παρά τις συμμαχίες που έχουν γίνει. 

Στον αντίποδα αυτών των αρχών του παιχνιδιού, βρίσκεται η σκέψη του Έλληνα υπουργού των οικονομικών.  Η διαπραγμάτευση εδώ έχει εντελώς διαφορετικό σκοπό: να βοηθήσει τους «αντιπάλους» να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, να μειώσει τις συγκρούσεις και να ενθαρρύνει τα δύο μέρη να καταλήξουν σε συναίνεση ή στην επίλυση του προβλήματος, με τρόπο ώστε να υπάρχει αμοιβαία ικανοποίηση. «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να υπάρξει μια αμοιβαία επωφελής λύση», δηλώνει ο Γιάνης Βαρουφάκης.

Πρόκειται, για ένα εντελώς διαφορετικό είδος διαπραγματεύσεων απ’ ότι συμβαίνει, συνήθως, μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή ή μεταξύ των παικτών σε ένα παιχνίδι όπως το Diplomacy.   

Επίκεντρο της αντίληψης αυτής είναι ο καθορισμός ως βάσης για την επίλυση των διαφορών της εξεύρεσης κοινού εδάφους, αντί της πόλωσης των δυο πλευρών. «Είχαμε μια θαυμάσια συνάντηση και παρά τις διαφορές μας επιθυμούμε να βρούμε κοινό έδαφος», επισημαίνει ο «αιρετικός» Γιάνης με το ένα (ν). 

 Σε μια τέτοια διαπραγμάτευση, οι συμμετέχοντες συνεργάζονται για να εντοπίσουν τους τομείς της κοινής τους εμπειρίας, η οποία επιτρέπει στον «ομιλητή» και στον «ακροατή» να ανοίξουν και να παρουσιάσουν, ο ένας στον άλλο, τον δικό τους «κόσμο». Σ’ αυτήν την προσπάθεια κοινής κατανόησης, υπάρχει, κατ’ ελάχιστον, η πιθανότητα της πειθούς. Διότι σ’ αυτήν την κατάσταση ενυναισθητικής κατανόησης, δηλαδή βαθιάς και άνευ όρων αποδοχής του Άλλου, και τα δύο μέρη μπορούν να αναγνωρίσουν την πολλαπλότητα των κοσμοθεάσων και την ελευθερία τους να επιλέξουν. Είτε να διατηρήσουν, δηλαδή, την παλιά τους κοσμοαντίληψη, είτε να υιοθετήσουν μια καινούργια. 

Είναι η προσπάθεια να κατανοήσουμε τη θέση του «αντιπάλου», ακούγοντας τον, πριν καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα που δεν θα λαμβάνει υπόψη τους παράγοντες που επηρεάζουν τη θέση του. Αυτή η συλλογιστική είναι το αντίθετο της Αριστοτέλειας επιχειρηματολογίας -μιας συζήτησης συγκρουσιακού τύπου- και προσπαθεί να βρει μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των δύο πλευρών. Είναι στην ουσία, ένας νέος ορθολογισμός. Ένας εν-συναισθητικός Ορθός Λόγος. «Μέσα από τον ορθό Λόγο, θα αρθούν οι πιέσεις» δηλώνει κατηγορηματικά ο Έλληνας υπουργός. 

Στο βιβλίο του «Ένας τρόπος να υπάρχουμε», ο μεγάλος Αμερικανός ψυχολόγος Carl Rogers, ο θεμελιωτής της Προσωποκεντρικής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης, σκιαγραφεί αυτή τη φιλοσοφία, στην οποία ο Διάλογος αποτιμάται ως υπέρτερος της Αντιπαράθεσης. 

Με άλλα λόγια, η προσπάθεια να κατανοούμε τις διαφορετικές οπτικές, υπερισχύει της προσπάθειας να διαιωνίζουμε τη μια και μοναδική προοπτική. Η φιλοσοφία του Rogers, βασίζεται σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Υπόθεση των πολλαπλών πραγματοτικοτήτων», καθώς υπάρχουν «τόσες πραγματικότητες, όσες και τα άτομα που τις αντιλαμβάνονται». 

Αν ήθελε να γίνει κανείς κάπως χυδαίος, θα μπορούσε να πει, ότι η πραγματικότητα είναι σαν την κωλοτρ….:ο καθένας έχει και από μία…     

Αν το καλοσκεφτούμε, όλο αυτό οδηγεί σε μια νέα συνειδητοποίηση: Η μόνη πραγματικότητα, που ενδεχομένως γνωρίζουμε, είναι ο κόσμος όπως τον αντιλαμβάνεται και τον βιώνει ο καθένας μας στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Και το μόνο βέβαιο είναι, ότι αυτή η «αντιληπτή» πραγματικότητα, είναι διαφορετική. Υπάρχουν τόσες «πραγματικές πραγματικότητες», όσοι και οι άνθρωποι. 

Έτσι, το ερώτημα που τίθεται, είναι αν θα μπορούσε να υπάρξει μια Κοινότητα, μια Κοινωνία, ένα Eurogoup ή μία Ευρωζώνη, (για να μην πούμε ακόμη και μία διαπροσωπική σχέση) που να βασίζεται σ’ αυτή την υπόθεση των πολλαπλών πραγματικοτήτων. Ο Γιάνης Βαρουφάκης επιχειρεί να εισάγει την αντίληψη αυτή, στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων για το Ελληνικό πρόβλημα. 

 Αλλά, μεταξύ μας, μπορεί να υπάρξει μια Ευρώπη που δεν θα είναι τυφλά προσηλωμένη σε ένα μόνο «αίτιο», σε ένα μόνο «δόγμα», σε μια μόνο «πίστη», σε μια μόνο «άποψη της πραγματικότητας»; Μπορεί να υπάρξει μια Ευρώπη που να στηρίζεται στην κοινή δέσμευση αναγνώρισης του ενός από τον άλλο ως, δικαιωματικά, διαφορετικό πρόσωπο με διαφορετικές πραγματικότητες; Μπορεί μια «κοστουμαρισμένη» Ευρώπη να δεχτεί «το έξω πουκάμισο» του κάθε Βαρουφάκη;

«Η Ευρώπη πάντα βρίσκει τρόπους να ξεπεράσει τα προβλήματα και βρίσκει λύσεις στα αδιέξοδα», βεβαιώνει ο Υπουργός. 

Σε αντίθεση με το παιχνίδι Diplomacy, όπου οι παίκτες διαπραγματεύονται έχοντας κατά νου τον απώτερο στόχο τους, δηλαδή να νικήσουν τους αντιπάλους τους, o Rogers πίστευε ότι η διαπραγμάτευση μπορεί να γεφυρώσει τα όρια που θέτουν οι αντίπαλοι, βοηθώντας τους να κατανοήσουν και να αποδεχτούν ο ένας τον άλλο.    

Αυτό το είδος διαλόγου, είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε θέματα με συναισθηματική φόρτιση, ακριβώς γιατί υποβαθμίζει τη συναισθηματική ένταση –μέσω της ενσυναισθητικής κατανόησης του απέναντι Άλλου- και τονίζει τα λογικά επιχειρήματα.

Οι Young, Becker and Pike, συνεχιστές του Rogers, εντόπισαν τέσσερα στάδια στη διαδικασία αυτή: 

Μία εισαγωγή στο πρόβλημα με την κατηγορηματική τοποθέτηση ότι η θέση του «αντιπάλου» είναι κατανοητή. 

«Πάντοτε έλεγα ότι θα πρέπει στη Γερμανία να δείχνουμε κατανόηση», θα δηλώσει ο Σόϊμπλε, μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Βαρουφάκη.

Μία δήλωση του γενικού πλαισίου, εντός του οποίου η αντίθεση θέση μπορεί να ισχύει.

Μια δήλωση του γενικού πλαισίου, εντός του οποίου η άποψη μας μπορεί να ισχύει. 

Μια δήλωση για το πως η θέση του «αντιπάλου» θα ωφεληθεί αν υιοθετήσει κάποια στοιχεία της δικής μας θέσης. 

Αν, μάλιστα, μπορούμε να αποδείξουμε ότι οι θέσεις των δυο πλευρών αλληλοσυμπληρώνονται, με τρόπο ώστε η κάθε μια προσφέρει αυτά που επιθυμεί η άλλη, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο. 

«Δεν είπα ότι οι Γερμανοί θα πληρώσουν…Είπα ότι ήδη έχουν πληρώσει πάρα πολλά. Και ότι θα πληρώσουν ακόμη περισσότερα εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα του χρέους. Μόνο τότε μπορούμε να επιστρέψουμε τα χρήματα που μας δάνεισαν» διευκρίνισε ο Γιάνης με το ένα (ν). 

«Βγάλε το σκασμό και άκου τον εχθρό σου!», θα μπορούσε να είναι ένα αφαιρετικό motto της διαδικασίας αυτής.
 
«Δεν χρειάζεται να μας εμπιστευθείτε, αλλά πρέπει να μας ακούσετε!» θα ζητήσει ο Έλληνας υπουργός.

Φυσικά δεν πρέπει να διαφύγει από τον προβληματισμό μας ότι η Λογική ως αιτιοκρατία, δεν ασκεί συχνά και ιδιαίτερη επιρροή σε αυτό που ονομάζουμε Ευρωπαϊκή Πολιτική, καθώς στις περισσότερες, μάλλον, περιπτώσεις η Πολιτική αφορά σε σκοπιμότητες που δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τις ηθικές αρχές ή με την ορθολογική συμπεριφορά. Και όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε τι συμβαίνει πραγματικά στην Ευρώπη της φιλελεύθερης λιτότητας σήμερα. 

Παρ’ όλα αυτά, το Λογικό επιχείρημα θα μπορούσε να έχει απροσδόκητα οφέλη, ακόμη και για μια τέτοια «παράλογη» Πολιτική, ακόμη και για τέτοιους μη ηθικούς Πολιτικούς, με μόνη την προϋπόθεση ότι μες –και παρά- στον παραλογισμό τους δεν θα είναι εντελώς δογματικοί και αδυσώπητοι. Είναι σαν να απευθύνεται κανείς σε ένα υπαρξιακά «υγιές» κομμάτι, που υφίσταται ακόμη μέσα τους. Σαν να κατευθύνεται η λογική επιχειρηματολογία, στο υγιές τμήμα του εαυτού τους. Και αυτό, είναι βέβαιο ότι υπάρχει. Αρκεί να καταφέρει κανείς να άρει τους φραγμούς και να διευκολύνει την επικοινωνία. 

Ο Βαρουφάκης δεν σταματά να επικαλείται τη Λογική. «Αυτό που ζητά η ελληνική πλευρά είναι μια λογική συζήτηση» θα πει. «Μέσα από τον ορθό Λόγο που δημιούργησε η ίδια η Ευρώπη!»

  Η Ευρώπη, αλλά και ο Δυτικός κόσμος στο σύνολο του, γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει πόλωση. Πόλωση «καλών» και «κακών», χριστιανών και αντίχριστων, φιλ-ελεύθερων και κομμουνιστών, θεοφοβούμενων και άθεων. Αυτή η πόλωση οδήγησε συχνά σε ανηλεή κυνήγια μαγισσών, με τρόπο ώστε δεν ήταν εφικτή-αποδεκτή ούτε καν η προσπάθεια επικοινωνίας των «καλών» με τους «κακούς»! 

«Αλλά δεν είναι έτσι», λέει ο Carl Rogers, μέσα από την νέα του αντίληψη για τις διαπραγματεύσεις. «Εάν εμμένουμε στην αντίληψη που μας διαφοροποιεί από τους άλλους, εάν είμαστε «εμείς» versus «οι άλλοι», τότε υπάρχουν δύο ιδέες, δύο συναισθήματα, δύο κρίσεις-αποφάσεις, ενώ χάνουμε ο ένας τον άλλο, μέσα σε ένα ψυχολογικό χάος». 

Τα αποτελέσματα είναι η έλλειψη της επικοινωνίας και οι ασύμπτωτες και αγεφύρωτες διαφορές. «Σαν να λέμε, εγώ είμαι 100% σωστός και εσύ είσαι 100% λάθος», θα πει ο Rogers. 

Να γιατί επιλέγεται και εντάσσεται η λέξη «γέφυρα», στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την νέα συμφωνία. Να γιατί επιλέγεται η υιοθέτηση του 65% ή 70% των μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου, δηλαδή των θέσεων του άλλου. Στην πραγματικότητα το 65% είναι ένα εντελώς αυθαίρετο ποσοστό, γιατί κανείς δεν ξέρει πραγματικά πάνω σε ποια βάση αναφέρεται. Στον αριθμό των μέτρων; Στον αριθμό των μεταρρυθμίσεων; Στο οικονομικό μέγεθος των μεταρρυθμίσεων; Στον οικονομικό αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων για τα φτωχότερα στρώματα; 
Έτσι, χωρίς να δεσμεύει επί της ουσίας πουθενά, διαχέει, εντούτοις,  ένα «ροτζεριανό» συμβολικό μήνυμα στην άλλη πλευρά: Εμείς λέμε ότι κατά 70% έχετε δίκιο εσείς! 

Ο Rogers, αντί της πόλωσης «εμείς versus οι άλλοι», υποστηρίζει ότι θα πρέπει να προσπαθήσουμε «να δούμε τις ιδέες και τη στάση που εκφράζει η άλλη πλευρά, μέσα από τη δική της οπτική, μέσα από τη δική της άποψη. Να νοιώσουμε πως νοιώθει ο Άλλος μέσα σ’ αυτή την οπτική. Να κατορθώσουμε να αντιληφθούμε το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς, σε σχέση με το πράγμα για το οποίο μιλάει ο Άλλος». 

«Σε μια συζήτηση, το θέμα είναι να μαθαίνει ο ένας από τον άλλον» σημειώνει ο Έλληνας υπουργός.

«Είναι δικό μας χρέος, ως Ευρωπαίοι, να κατανοούμε ο ένας τον άλλο. Συμφωνώ με τον Γιάνη!» δηλώνει ο Σόϊμπλε.
   
Το πιο δύσκολο πρόβλημα για τους Άλλους (προφανώς και για μας) είναι να μας ακούσουν, πριν βάλουν το μυαλό τους να δράσει, με βάση τα πιστεύω τους. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι Άλλοι (προφανώς και εμείς), δεν είναι πρόθυμοι να ακούσουν, κυρίως εξ’ αιτίας ενός βαθύτερου φόβου ότι μπορούμε να τους αλλάξουμε τις απόψεις τους. Κάτι που βέβαια ούτε εμείς το θέλουμε! Γι’ αυτό συνήθως όταν «ακούμε», ακούμε όχι αυτό που λέει ο άλλος, αλλά αυτό που περιμένουμε να ακούσουμε, ενώ τις περισσότερες φορές αξιοποιούμε το χρόνο της ομιλίας του άλλου, για να προετοιμάσουμε, μέσα μας, τη δική μας απάντηση.  «Μην ακούς αυτό που νομίζεις ότι λέω!» θα μπορούσαμε να πούμε κάπως αφοριστικά.

Μια ισχυρή αίσθηση απειλής, μπορεί να καταστήσει τον ακροατή μιας πρότασης απρόσβλητο, σχεδόν «κουφό», ακόμη και στο πιο προσεκτικά αιτιολογημένο και θεμελιωμένο επιχείρημα. Ο Βαρουφάκης επιχειρεί, σταθερά, με περισσή δεξιοτεχνία, να άρει την απειλή αυτή. «Δεν είμαστε απειλή για την Ευρώπη, που είναι το κοινό μας σπίτι», δηλώνει και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. 

Στην πραγματικότητα, όλοι έχουμε μεγαλώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρούμε ότι –κατά βάσιν- η δική μας άποψη, είναι και η μόνη έγκυρη. «Η μεγάλη πλειοψηφία από μας, υποστηρίζει ο Rogers, δεν μπορεί να ακούσει! Κι αυτό γιατί θα ήμασταν υποχρεωμένοι να θέσουμε τους εαυτούς μας σε μια διαδικασία αξιολόγησης. Να γιατί η ακρόαση φαίνεται να είναι μια πολύ επικίνδυνη ιστορία, που απαιτεί πριν απ’ όλα κουράγιο, κάτι που είναι φυσικό να μην διαθέτεουμε πάντα». 

  Η «Βαρουφάκεια», όπως και η Ροτζεριανή, φόρμουλα για την επίλυση των συγκρούσεων, δείχνει ενσυναισθητική κατανόηση της άλλης πλευράς. Αναγνωρίζει ό,τι αξίζει σ’ αυτήν. Δεν διστάζει να πλέκει το εγκώμιο της προσωπικότητας και της ευφυίας του Σόϊμπλε και της Μέρκελ. Δεν διστάζει να αναγνωρίζει τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη. Και επιδεικνύει το γεγονός ότι και η άλλη πλευρά, παρ’ όλα αυτά, είναι άνθρωποι καλής θέλησης. «Εγκλωβίζει», μ΄ έναν τρόπο, γλυκά, την άλλη πλευρά στο διευκολυντικό πλαίσιο της καλής θέλησης.

Και βέβαια, ο Guardian θα παρατηρήσει «το μοντέλο της γλυκιάς λογικής που πρόβαλε στις συνεντεύξεις τύπου που παραχώρησε» 

Αυτού του είδους η επιχειρηματολογία, όπως προαναφέρθηκε, είναι στον αντίποδα της Αριστοτέλειας ρητορικής, που επιδιώκει, «κατ’ αντιμωλίαν», να αντικρούσει τις απόψεις των άλλων και τους «βλέπει» ως λάθος, σαν κάποιους που τώρα πρέπει να συγκλονιστούν από τα αποδεικτικά στοιχεία. 

«Το θέμα δεν είναι να εξοντώσεις τον άλλον και να τον καταστρέψεις. Αν γίνω έτσι, πρέπει κάποιος να με πυροβολήσει» δηλώνει κατηγορηματικά ο Γιάνης. 
Ακόμη και το ντύσιμο που μοιάζει να αμφισβητεί τους καθιερωμένους κανόνες, θα μπορούσε, με έναν τρόπο, να συμβολίζει την άρνηση εγκλωβισμού στους συνηθισμένους κανόνες της επιχειρηματολογίας. Όπως θα γράψει, και πάλι, ο Guardian, «ο περισσότερος κόσμος πηγαίνει σε μια διαπραγμάτυεση, προσπαθώντας να αντιγράψει το στυλ αυτού που θα συναντήσει. Όταν κάποιος δεν το κάνει δεν είναι τυχαίο. Ο Βαρουφάκης πρέπει να ήταν σίγουρος ότι ο Όσμπορν και οι υπόλοιποι θα ήταν ντυμένοι με κοστούμι».  «Μοιάζει πιο χαλαρός, πιο αξιόπιστος, πιο προσιτός. Μοιάζει με φυσιολογικό άνθρωπο» θα σχολιάσουν άλλα μέσα. 

Η «Βαρουφάκεια» επιχειρηματολογία, όπως προφανώς και η Ροτζεριανή, δεν είναι επιχειρηματολογία αναμέτρησης.  «Δεν τίθεται θέμα μονομαχίας. Δεν θα υπάρξουν απειλές. Δεν τίθεται θέμα ποιος θα υποχωρήσει πρώτος. Δεν υπάρχει αφήγημα φαρ ουέστ» τόνισε ο νέος υπουργός, κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής στο υπουργείο οικονομικών. «Οσοι περιμένουν μια σύγκρουση με την Ευρώπη θα διαψευστούν» είπε.

Η «Βαρουφάκεια» επιχειρηματολογία είναι συλλογική και φιλική. Σέβεται τις απόψεις των άλλων, επιτρέπει πολλαπλές αλήθειες και επιδιώκει να πετύχει κάποιο βαθμό σύμφωνης γνώμης, αντί να πείσει απόλυτα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η συμβιβαστική λύση δεν είναι πάντα εφικτή, αυτή η εκδοχή επιτρέπει στις αντιτιθέμενες πλευρές να βρούν κοινό έδαφος και να εκτονώσουν τελικά τη σύγκρουση.

Και όπως ο  Rogers στηρίζει αυτή την αντίληψη του για τις διαπραγματεύσεις στην Προσωποκεντρική Θεραπευτική Προσέγγιση, ο Βαρουφάκης δεν σταματά να μιλάει για την «ανάγκη μιας Θεραπευτικής Συμφωνίας!» 

Βέβαια, οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι ακόμη μια δραματική ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί η προσέγγιση αυτή, υπήρξε στην περίοδο της Αμερικανο-ιρακινής κρίσης του 2003, όταν κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης του στο CBS, λίγο πριν ο Μπούς διατάξει την εισβολή των αμερικανών στο Ιράκ, ο Σαντάμ Χουσείν ρώτησε τι θα μπορούσε να κάνει η Ιρακινή κυβέρνηση για να αποτρέψει μια επικείμενη καταστροφή της χώρας του. 

Ο Σαντάμ φαινόταν πολύ σοβαρός και η κατάσταση ήταν ολοφάνερα πολύ τεταμένη, καθώς έκανε την πρόταση, και πολύ λογικά, να συμμετάσχει με τον Μπους σε μια δημόσια συζήτηση, με συντονιστή κάποιον ουδέτερο-τρίτο. «Θα επιτρέψουμε στον Πρόεδρο Τζώρτζ Μπους να παρουσιάσει τις θέσεις του, δήλωσε ο Σαντάμ και στη συνέχεια, θα ήθελα να παρουσιάσω και τις δικές μου. Οι δυο πλευρές θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, καθώς επίσης και οι πολίτες του Ιράκ, των Η.Π.Α. αλλά και του υπόλοιπου κόσμου». 

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, πανευτυχής, ότι η κοινή λογική δεν είναι, τελικά, κάτι τόσο ασυνήθιστο. Όμως ο Λευκός Οίκος, προφανώς, δεν είχε ακούσει για την Ροτζεριανή επιχειρηματολογία, φαίνεται μάλιστα πως και ο Τζώρτζ Μπούς Τζούνιορ ήταν αρκετά ανόητος και ίσως «χρήσιμα» παράλογος, οπότε και απέρριψε αμέσως την προσφορά του Σαντάμ, σαν ένα ακόμη τέχνασμα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία με τις φρικτές της συνέπειες  να εξακολουθούν να εξελίσσονται ακόμη και ως σήμερα. 

Εντούτοις, έχω την παράξενη βεβαιότητα ότι η Μέρκελ, ο Σόϊμπλε και τ’ άλλα παιδιά, είναι κατά πολύ ευφυέστεροι και ορθολογικότεροι του Μπους του Μικρού! 
Άλλωστε, όπως έχει δηλώσει και ο Βαρουφάκης για τους Γερμανούς, «Είναι οι καλύτεροι Ευρωπαίοι, καλύτεροι από τους Γάλλους, καλύτεροι και από εμάς τους Έλληνες», ενώ χαρακτήρισε την Μέρκελ ως την «πιο έξυπνη πολιτικό στην Ευρώπη», συμπληρώνοντας μάλιστα πως «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία».
Το καλύτερο όμως το κράτησε για τον ομόλογο του Γερμανό υπουργό των Οικονομικών, του οποίου έπλεξε το εγκώμιο. «Είναι, πιθανώς, ο μόνος Ευρωπαίος πολιτικός με πνευματική υπόσταση και είναι δεσμευμένος Ευρωπαίος και ριζωμένος φεντεραλιστής».

Πώς μπορούν, όλοι αυτοί, να αποδειχτούν τελικά ως κάτι διαφορετικό από αυτό;

Το άρθρο στολίζει το έργο του Μαξ Ερνστ «Η Ευρώπη μετά τη Βροχή» (δηλ., μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο).