H απόφαση του Αρείου Πάγου στην πράξη ανατρέπει μάλιστα απόφαση του Εφετείου που είχε δικαιώσει καταναλώτρια θεωρώντας πως το επιτόκιο δεν ότι δεν είναι παράνομο, αφού ρητά προβλεπόταν στη σύμβαση που κατάρτισαν τα δύο μέρη.

Συγκεκριμένα, τους δικαστές απασχόλησε υπόθεση καταναλώτριας που τον Νοέμβριο του 2004 υπέγραψε σύμβαση για έκδοση πιστωτικής κάρτας με τραπεζικό επιτόκιο 15,90%, παρά το γεγονός ότι το ανώτατο επιτρεπόμενο συμβατικό (τραπεζικό) επιτόκιο για την απόκτηση και χρήση της πιστωτικής κάρτας ανερχόταν τότε σε 8%. Σημειώνεται ότι με την εισφορά, έφθανε στο 16,50%.

Παρά το ότι η καταναλώτρια δικαιώθηκε από το Εφετείο, οι δικαστές του Αρείου Πάγου έκριναν ότι δεν είναι παράνομο το επιτόκιο, ότι δεν είναι άκυρος ο όρος και η σύμβαση που κατήρτισαν τα δύο μέρη, ενώ δεν υπάρχει το στοιχείο του παρανόμου για να θεμελιωθεί αξίωση από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ούτε από τις διατάξεις του νόμου 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή.

Επιπλέον, δεν παραβιάσθηκε η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, επισημαίνει ο Άρειος Πάγος.
 
Ακόμη, αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι οι οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις από τον σχετικό όρο του συμβολαίου είναι ευκρινείς για την καταναλώτρια, υπό την έννοια, ότι «μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέση καταναλώτρια, η οποία δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις».

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, «ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου ήταν για την καταναλώτρια σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος και η καταναλώτρια, μπορούσε να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ως προς το ύψος του επιτοκίου του».