Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος και γεμάτος λακκούβες. Σχεδόν κάθε 100 μέτρα οπλισμένοι στρατιώτες μας κοιτάζουν βλοσυρά. Σε κάθε check point κρύβω τη μηχανή κάτω από το κάθισμα μου. Ο Φέμι, ο οδηγός, μου λέει πως πρέπει οπωσδήποτε να φτάσουμε στην Τζός το μεσημέρι αν θέλουμε να  είμαστε στο Γκόμπε πριν βραδιάσει. Όμως οι ουρές στα check points μοιάζουν ατελείωτες.
 
Στην Τζος η παρουσία του στρατού είναι ακόμα μεγαλύτερη. Μόλις πριν 3 μήνες δυο μέλη της Μπόκο Χαράμ μπήκαν στην κεντρική αγορά και σκότωσαν 40 άτομα. Η κυβέρνηση διπλασίασε τις στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή χωρίς επιτυχία. Οι ισλαμιστές έχουν κατέβει προς τα δυτικά και απειλούν το Γκόμπε, την πόλη που θα διανυκτερεύσουμε. Μόλις περάσουμε το Μπάουτσι δύο στρατιώτες σταματάνε για πρώτη φορά το όχημα μας. Ο Φέμι κατεβαίνει και μιλάει έντονα στα Χούσα. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα και το ύφος του προδίδει ανησυχία. Σιωπηλός μπαίνει στο αυτοκίνητο, κάνει αναστροφή και γυρίζει πίσω. Λέει ότι πρέπει να πάρουμε άλλο δρόμο. Αυτό σημαίνει δύο επιπλέον ώρες και δεν θα φτάσουμε στο Γκόμπε πριν νυχτώσει.
 
Το αυτοκίνητο μας χοροπηδάει άτσαλα πάνω σε πέτρες και βαθιές λακκούβες και μου έρχεται ναυτία. Είμαι ήδη 9 ώρες στο δρόμο και το Γκόμπε είναι ακόμα μακριά. Καθώς κόβουμε ταχύτητα τρεις νεαροί με ξύλινα καδρόνια έρχονται καταπάνω μας. Χτυπάνε δυνατά τα τζάμια και φωνάζουν. Ο Φέμι προσπαθεί να τους αποφύγει με επικίνδυνους ελιγμούς. Καταλαβαίνω ότι ζητάνε χρήματα για να μας αφήσουν να περάσουμε τον δρόμο. Εάν κάτι συμβεί εκείνη την στιγμή, είμαστε τελείως μόνοι.
 
Από τον ασύρματο, μας ειδοποιούν ότι οι μαχητές της Μπόκο Χαράμ επιτέθηκαν σε ένα check point και έκλεψαν τα όπλα των στρατιωτών. Έτσι όλοι οι δρόμοι έχουν κλείσει και δεν μπορούμε ούτε να γυρίσουμε αλλά ούτε και να προχωρήσουμε. Η μόνη μας επιλογή, είναι μια επικίνδυνη διαδρομή μέσα από τα βουνά στο απόλυτο σκοτάδι παραβιάζοντας κάθε κανόνα ασφαλείας. Πρέπει μέσα σε λίγα λεπτά να πάρουμε μια απόφαση που μπορεί και να μας στοιχίσει τη ζωή.
 
Όταν μετά από αρκετή ώρα αντικρίζω τα πρώτα φώτα του Γκόμπε, νιώθω ανακούφιση.
 
Από το 2009 που η Μπόκο Χαράμ ξεκίνησε τις επιθέσεις της στη ΒΑ Νιγηρία, πάνω από 10,000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, 2000 γυναίκες έχουν απαχθεί και 1,5 εκατομμύριο έχουν γίνει εσωτερικοί πρόσφυγες. Οι επαρχίες του Μπόρνο και του Γιόμπε είναι το κέντρο των επιχειρήσεων αλλά η Μποκο Χαράμ έχει αυξήσει τις επιθέσεις της και στην επαρχία της Ανταμάουα αλλά και στο γειτονικό Τσαντ και Καμερούν. Ο στρατός της Νιγηρίας σε συνεργασία με τις δύο αυτές χώρες κατάφερε να ελευθερώσει 19 περιοχές που είχαν πέσει στα χέρια των ισλαμιστών αλλά η κατάσταση παραμένει τραγική. Οι ισλαμιστές δεν σκοτώνουν μόνο χριστιανούς. Δολοφονούν ανεξαιρέτως, καίνε τζαμιά και εκκλησίες, βανδαλίζουν σχολεία και νοσοκομεία, κλέβουν τις σοδειές και καίνε τα χωράφια. Δολοφονούν στοχευμένα μουσουλμάνους κληρικούς που έχουν μιλήσει εναντίον τους. Σε όποιο χωριό επιτεθούν κόβουν το λαιμό αντρών και αγοριών και απαγάγουν τις ανύπαντρες γυναίκες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 20,000 περίπου αν και κανείς δεν ξέρει ακριβώς τη δύναμη τους. Όπως και κανείς δεν ξέρει τη χρηματοδότηση τους. Αν και κατά καιρούς έχει ειπωθεί ότι συνδέονται με παρακλάδια της Αλ Καιντα και του Αλ Σαμπάμπ ή ακόμα και με νιγηριανούς πολιτικούς, ο κύριος όγκος των χρημάτων τους προέρχεται από λύτρα απαγωγών και ληστείες.
 
Όπως συμβαίνει σε κάθε διαμάχη τίποτα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Η χρόνια φτώχεια της ΒΑ Νιγηρίας και η περιθωριοποίηση των μουσουλμάνων προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνιση των τζιχαντιστών. Το χάος που ακολούθησε ύστερα από την νατοϊκή επέμβαση στη Λιβύη, έδωσε πρόσβαση στη Μπόκο Χαραμ στο οπλοστάσιο του Καντάφι και σε παραστρατιωτικές ομάδες που τωρα δρούσαν ανεξέλεγκτες και ήταν πρόθυμες να πουλήσουν όπλα και να στηρίξουν τους ισλαμιστές. O βασανισμός και η δολοφονία το 2009 από τη νιγηριανή αστυνομία του πνευματικού ηγέτη της Μπόκο Χαράμ, Μουχάμαντ Γιουσούφ-ενός κατά γενική ομολογία μετριοπαθούς κληρικού- ήταν και το σημείο μηδέν. Φραξιές ακραίων φανατικών εκμεταλλεύθηκαν την δολοφονία για να εντατικοποιήσουν τις επιθέσεις θέλοντας να ιδρύσουν ισλαμικό κράτος στην ΒΑ Νιγηρία.
 
Σήμερα πέντε χρόνια μετά, οι επιθέσεις έχουν προκαλέσει ανθρωπιστική κρίση και πάνω από έξι εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς βοήθεια από διεθνείς οργανισμούς. Ακόμα και έτσι όμως, ο ΟΗΕ και οι οργανώσεις δυσκολεύονται να βρουν χρήματα. Η Νιγηρία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Αφρικής και παράλληλα μια από τις πιο διεφθαρμένες χώρες του πλανήτη. Οι διεθνείς δωρητές δύσκολα θα πείσουν τους φορολογούμενους στις χώρες τους ότι τα χρήματα τους δεν θα πέσουν σε μια μαύρη τρύπα, ιδίως τη στιγμή που η Νιγηρία έχει αρκετό χρήμα να θρέψει τον πληθυσμό της αν το θέλει. 
 
Στην Ανταμάουα έχουν καταφύγει τα τελευταία δύο χρόνια πάνω από 200,000 πρόσφυγες. Μόνο στη Γιόλα έχουν έρθει 50,000 άνθρωποι. Οι περισσότεροι καταφεύγουν σε εγκαταλελειμμένα κτήρια ή νοικιάζουν ετοιμόρροπα παλιά σπίτια και μένουν μέσα 40 με 50 πρόσφυγες. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καμία πρόσβαση σε γιατρό ή σχολείο ενώ δεν μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από τη κυβέρνηση η οποία μοιράζει φαγητό μόνο σε όσους δέχονται να μείνουν στα κυβερνητικά στρατόπεδα. Όμως ελάχιστοι δέχονται να πάνε εκεί. Οικογένειες χωρίζονται με το ζόρι, κάθε κίνηση εκτός στρατοπέδου απαγορεύεται ενώ οι ντόπιοι αξιωματούχοι συχνά υποχρεώνουν τα νεαρά κορίτσια σε σεξουαλικές χάρες για να τους δώσουν φαγητό. Την ημέρα που έφτασα στη Γιόλα, ένα εξάχρονο κοριτσάκι είχε βιαστεί άγρια στο μεγαλύτερο κυβερνητικό στρατόπεδο προσφύγων της πόλης. Το μωρό μεταφέρθηκε με ακατάσχετη αιμορραγία  στο νοσοκομείο αλλά οι αρχές υποχρέωσαν την οικογένεια να πάρει το παιδί πίσω. Ο βιαστής ήταν ένας ανώτερος κυβερνητικός και η υπόθεση έπρεπε με κάθε τρόπο να μείνει κρυφή.
 
Όταν περπατάς στα στενά της Μιαφία, ένα φτωχικό οικισμό στα περίχωρα της Γιόλα, μια έντονη μυρωδιά από σαπισμένα σκουπίδια και ανθρώπινα περιττώματα σου προκαλεί αναγούλα. Δρόμοι δεν υπάρχουν παρα μόνο λακκούβες με λασπόνερα, ψηλά χόρτα και σκουπίδια. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ταπεινά σπίτια και δεκάδες παιδιά, που τρέχουν ξυπόλυτα στο χώμα. Στο σπίτι που μας οδήγησε η διερμηνέας μας η Τουρι, μένουν 57 άτομα. Με το που μπαίνω τα παιδιά κρύβονται πίσω από τις μητέρες τους που με κοιτάνε κουρασμένα.
 
Γύρω μου όλοι βήχουν και τα μάτια τους είναι κόκκινα από τις μολύνσεις. Το μωρό της Ράντα είναι δέκα μηνών. Το παίρνω αγκαλιά και καίει από πυρετό. Η μητέρα του σκεπάζει το κεφάλι της με ένα πράσινο μαντήλι και κλαίει. Η πνευμονία, η ελονοσία και η ιλαρά θερίζουν.
 
Η Ράντα δεν ξέρει πόσο χρονών είναι. Υπολογίζει πως είναι γύρω τα 35 αλλά δεν είναι σίγουρη. Είναι από τη Μίτσικα, την πόλη που έπεσε στα χέρια των ισλαμιστών πριν επτά μήνες. Κοιμόταν μαζί με τα 5 παιδιά της και τον άντρα της όταν άκουσε πυροβολισμούς. Είχαν ήδη εδώ και μέρες πληροφορίες ότι θα δέχονταν επίθεση από τη Μπόκο Χαράμ αλλά η κυβέρνηση δεν έστειλε στρατό να τους βοηθήσει.
 
“Άκουσα φωνές και πυροβολισμούς. Ο άντρας μου βγήκε έξω πρώτος. Τότε του έκοψαν το λαιμό με μια μασέτα. Τον χτύπησαν εδώ (δείχνει το σβέρκο της) και το σώμα του τιναζόταν. Άκουσα τη γειτόνισσα μου να ουρλιάζει, της είχαν βάλει φωτιά και καιγόταν με το μωρό ακόμα δεμένο στην πλάτη”.
 
Η Ράντα μαζί με άλλα εξήντα άτομα κατέφυγαν στο δάσος. Περπατούσαν για 3 εβδομάδες τρώγοντας άγρια φρούτα και πίνοντας νερό μόνο τη νύχτα από τα κοινοτικά πηγάδια.
” Τα παιδιά αρρώσταιναν. Τις νύχτες έρχονταν φίδια μέσα στα χόρτα. χάσαμε δύο μωρά έτσι”.
 
Στο προαύλιο της εκκλησίας της Αγίας Τερέζας μια φορά το μήνα, η καθολική Εκκλησία κάνει διανομή φαγητού στους πρόσφυγες. Ατέλειωτες σειρές από γυναίκες, άλλες με μωρά στην πλάτη και άλλες ετοιμόγεννες περιμένουν απο το πρωί να πάρουν 25 κιλά καλαμπόκι και 200 νάιρα ( 1 ευρώ). Βλέποντας με εκεί φαντάζονται ότι η παρουσία μου μετράει περισσότερο από τη δική τους και μου ζητάνε να τις βοηθήσω να μπουν στη τελική σειρά. Μου λένε ότι έχουν περπατήσει όλη νύχτα να έρθουν και όσο περνάει η ώρα τα αποθέματα καλαμποκιού τελειώνουν και θα γυρίσουν πίσω με άδεια χέρια.
 
Ομως ποιον να βοηθήσεις ανάμεσα σε 4,000 εξαθλιωμένες γυναίκες; Νιώθω ανήμπορη να κάνω οτιδήποτε. Ο ήλιος είναι τόσο καυτός και τα μωρά στις πλάτες τους είναι ζαλισμένα. Πολλές κάθονται στα πεζούλια και στο χώμα. Κάποιες θηλάζουν τα μωρά τους ή τους δίνουν λίγο από το νερό που μοιράζει ο Ερυθρός Σταυρός.
 
Όμορφες περήφανες γυναίκες που έχουν δει περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος.
 
Η Σαμίρα φοράει ένα κίτρινο μαντίλι. Στο πρόσωπο της έχει τις χαρακτηριστικές γραμμές της φυλής των Καρούνα που μαρτυρούν την κοινωνική της θέση.
 
«Οταν αυτοί ( Μποκο Χαραμ) ήρθαν στο χωριό μας, έβαλαν φωτιά και διέταξαν όλες τις γυναίκες να πάμε στο σχολείο. Όσες αρνήθηκαν τις έσφαξαν. Ύστερα μάζεψαν τους άντρες και τα αγόρια πάνω απο 10 χρονών- ακούγαμε για πολύ ώρα φωνές και μετά ξαφνικά ησυχία και πτώματα παντού. Ύστερα από λίγο μια ομάδα μας είπε ότι τώρα τους ανήκουμε. Διάλεξαν κάποιες γυναίκες και πήραν μαζί τους. Τις υπόλοιπες μας άφησαν εκεί χωρίς φαγητό. Κάθε νύχτα διάλεγαν και κάποιες από μας. Δεν τις ξαναβλέπαμε ποτέ. Το τρίτο βράδυ πήραν την κόρη μου. Ούρλιαξα να την αφήσουν και τότε κάποιος με χτύπησε στο πρόσωπο και λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα, η κόρη μου δεν ήταν πια εκεί.»
 
Η Σαμίρα δεν θέλει να μιλήσει άλλο χαμηλώνει το βλέμμα. Η κόρη της ήταν 13 χρονών και δεν την ξαναείδε απο τότε. Δεν ξέρω τι να της πω. Δεν ξέρω τι να πω σε καμία από τις γυναίκες.
 
Στις ταινίες ο ήρωας έχει πάντα κάτι έξυπνο να πει και να παρηγορήσει. Όμως εδώ είναι η αληθινή ζωή και ήρωες δεν υπάρχουν. Έτσι στέκομαι σιωπηλή και ντρέπομαι. Γιατί εγώ μπορώ να φύγω, εκείνες όμως θα μείνουν εκεί παγιδευμένες σε ένα πόλεμο που δεν είναι δικός τους. Και εμείς απλά θα βλέπουμε το δράμα τους στην οθόνη μας μέχρι να αλλάξουμε κανάλι.