Αν εξαιρέσει κανείς μερικές «στιγμές» της μεταπολίτευσης στον ιστορικό χρόνο που ακολούθησε την ίδρυση του ελλαδικού κρατιδίου, φαίνεται πως η ζωή σε τούτη την μικρή «κοσμογωνιά» ήταν πάντα υπερβολικά δύσκολη. Και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να αντεπεξέλθουν στα προβλήματα ενός βίου, που συχνά-πυκνά γινόταν αβίωτος. Λες και μια αδιόρατη, ακαθόριστη, εκ γενετής, αδυναμία συνοδεύει τους ανθρώπους αυτής της κοινωνίας, απ’ τη γέννηση ως το θάνατο τους. Πόλεμοι, πραξικοπήματα, εμφύλιες συρράξεις, ξενιτειά και προσφυγιά ήταν μονάχα οι κοφτερές αιχμές ανάμεσα σε μακρόσυρτες περιόδους φτώχειας και λιγοστές εκλάμψεις δημιουργικότητας. 

Αλλά εκείνο που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη μετεπαναστατική νεοελληνική πραγματικότητα, είναι μια βαθιά αίσθηση αδυναμίας να φροντίσουμε από μοναχοί μας τον τόπο μας και συνεπώς μια διαρκής και ακόρεστη ανάγκη να στραφούμε κάπου «έξω» για βοήθεια. Ρίχνοντας που και που κλεφτές, φοβισμένες, ματιές στην «βάρβαρη» Ανατολή, δεν σταματήσαμε στιγμή να έχουμε παρακλητικά στραμμένο το βλέμμα μας προς την «φωτισμένη» Δύση. Και μαζί με το βλέμμα, απλώσαμε και το ανοιχτό χέρι μας.

Κι όσο να πεις για τον απλό καθημερινό άνθρωπο, στο επίκεντρο της εμπειρίας του δεν έπαψε, σχεδόν ποτέ, να βρίσκεται ένα αίσθημα συνεχούς και αδυσώπητης πάλης, ίσα-ίσα για την εκπλήρωση των καθημερινών υποχρεώσεων της ζωής. Αγρότης στο χωριό ή εργάτης στην πόλη, καλλιτέχνης, διανοούμενος ή βολεμένος εμποράκος, άνδρας ή γυναίκα, η νεοελληνική γαλέρα είχε πάντα πολύ περισσότερο κουπί από τον, λεγόμενο, ευρωπαϊκό μέσο όρο. Κι αλίμονο σαν τύχαινες να εμπίπτεις στην κατηγορία των ομάδων «υψηλού κοινωνικού κινδύνου»: ανάπηρος, «αδερφή», «παστρικιά» ή κομμουνιστής, παλαιότερα.

Έχει κανείς την εντύπωση, πως σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του δήθεν «ελεύθερου εθνικού βίου», ετούτη η κοινωνία βίωνε ένα συλλογικό αίσθημα έλλειψης και ανεπάρκειας. Λες και δεν διέθετε, σαν να πούμε, «τα απαραίτητα εφόδια». Σαν ένα χωριατόπουλο που κατατρέχεται από χρόνια αισθήματα μειονεξίας απέναντι στους πρωτευουσιάνους συμμαθητές του. Μοιάζουμε, μερικές στιγμές, σαν ένα μικρό παιδί που νιώθει ξαφνικά ότι ο κόσμος γύρω του έγινε χαώδης και αρχίζει να κλαίει αναζητώντας τη μητέρα του. Κι αυτή η άτιμη, δεν εμφανίζεται ποτέ! Στέλνει, μονάχα, που και που, στο ποδάρι της, διάφορες κακότροπες Γερμανίδες νταντάδες. Μοιάζουμε, μερικές στιγμές, σαν ένα μικρό παιδί χαμένο σ’ έναν άκαρδο κόσμο ενηλίκων, δίχως κάποιον να μας προσέχει.

Η Ελευθερία, η Ανεξαρτησία, η Κοινωνική Δικαιοσύνη, η Οικονομική Ευημερία, μοιάζουν πράγματα πολύ δύσκολα για μας, που δεν μπορούμε να τα χειριστούμε από μόνοι μας, αφού υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχουμε.

Αυτή η αίσθηση της ανεπάρκειας διαμορφώνει, στη βάση της νεοελληνικής συλλογικότητας, μιαν σχεδόν ψυχαναγκαστική αναγκαιότητα. Μια πεποίθηση, που απορροφά ένα μεγάλο μέρος της συλλογικής μας ψυχικής ενεργητικότητας. Εδώ και δεκαετίες, είναι περίπου αυτονόητο να σχεδιάζουμε και οργανώνουμε τον συλλογικό μας βίο, έτσι ώστε να είμαστε σίγουροι πως θα έχουμε πάντα στο πλευρό μας κάποιον μεγάλο προστάτη. Από τους Άγγλο-Γάλλους και τους Βαυαρούς, στους Αμερικάνους και από τους Ρώσους και τους Σοβιετικούς, στον Πούτιν και την «Ευρώπη των Λαών». Στη σκέψη ότι μπορεί να μείνουμε μόνοι, ως έθνος ανάδελφον, μας κατατρέχει το αίσθημα ότι τα πάντα είναι ακατόρθωτα και ο κακός δράκος θα μας κάνει μια μπουκιά. Κατάντησε, το διεθνές νταβατζιλίκι σε βάρος μας, να είναι το σταθερό «συμφωνημένο υπονοούμενο» της κοινωνίας μας. 

Μια κοινωνία εθισμένη σε τέτοιες πεποιθήσεις, δεν μπορεί παρά να επιδεικνύει, πριν απ’ όλα, πλήρη έλλειψη στην κρίση της. Λες και δεν πιστεύουμε ότι έχουμε την ικανότητα να πάρουμε τις σωστές, για το μέλλον μας, αποφάσεις. Και βέβαια, έρχεται η επομένη κάθε εκλογικής αναμέτρησης, κάθε κοινωνικής/πολιτικής σύγκρουσης, να το επιβεβαιώσει. Η απογοήτευση διαδέχεται μιαν εσφαλμένη, άκριτη γοητεία, και οι κυρίαρχες ελίτ είναι εκεί ακριβώς, κάθε φορά, εδώ και δεκάδες χρόνια, για να εντοπίσουν αυτήν την ελλειμματική κρίση του Λαού μας. Είναι εκεί για να καλλιεργήσουν την πεποίθηση της ανικανότητας μας να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις.

Κι’ όσο η πεποίθηση αυτή της ανεπάρκειας καλλιεργείται, τόσο αυξάνεται η αβασάνιστη ανάθεση, η άκριτη γοήτευση και η αποτυχία και εδραιώνεται ακόμη περισσότερο η έλλειψη στη συλλογική μας κρίση. Πριν από το καθοδικό σπιράλ του χρέους και της ύφεσης, πριν από τη σκοτοδίνη των μνημονίων, προηγείται ο φαύλος κύκλος των πεποιθήσεων περί της συλλογικής μας ανεπάρκειας. Οι καθημερινές αυτομαστιγωτικές εκφράσεις όλων μας σε βάρος του τόπου και του Λαού, έφτασαν να συμπυκνωθούν στον διασυρμό περί «Τιτανικού» και «διεφθαρμένης χώρας» που ξεστόμισε εκείνος ο «δόλιος βλάξ», ο οποίος όμως κατόρθωσε να γοητεύσει το 44% του εκλογικού σώματος και να γίνει πρωθυπουργός. Ακόμη ένας κύκλος στο μαγκανοπήγαδο των πεποιθήσεων για τη συλλογική μας ανεπάρκεια. Ακόμη ένας καταστροφικός σωτήρας, που θα επιβεβαιώσει τη λανθασμένη κρίση μας και θα προετοιμάσει το έδαφος για το επόμενο λάθος, που θα πιστοποιεί εκ νέου την «εθνική» μας ανεπάρκεια.  

Ένας ενήλικος, που παριστάνει ασυνείδητα το βρέφος, χαμένος κάπου σε κάποιο πολυάνθρωπο διεθνές σούπερ μάρκετ, ψάχνει εναγωνίως την καλή μανούλα του, απλώνει με τρόμο το χέρι του, άλλοτε για να κρατηθεί κι άλλοτε για να επαιτήσει, αλλά δεν συναντά παρά επαναλαμβανόμενες διαψεύσεις και ματαιώσεις στα χέρια διαφόρων «κυριών» σταλμένων από τη «Διεύθυνση», μόνον και μόνον για να συντηρούν τη ψευδαίσθηση της μικρότητας και της ανεπάρκειας του. Κι εμείς, είμαστε «μεγάλοι» πια, ρε γαμώτο!

Αλλά η έλλειψη πίστης στην κρίση μας, δεν έχει μονάχα σαν συνεπαγωγή την διαιώνιση της εξάρτηση μας. Το χειρότερο είναι, ότι ακριβώς αυτή η ελλειμματική συλλογική αυτοπεποίθηση, εκτρέφει το φόβο απέναντι στην αλλαγή. Βούτυρο στο ψωμί των φουρνάρηδων της ντόπιας και ξένης συντήρησης. Σε κάθε καινούργια κατάσταση, από τις νέες τεχνολογίες και την λεγόμενη κοινωνία της Πληροφορίας ως τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, κρίσιμα τμήματα της νεοελληνικής συλλογικότητας «κατεβαίνουν στο παιχνίδι» με κομμένα γόνατα και τσεκουρεμένη αυτοπεποίθηση.

Στον, σε διαρκή εναλλαγή, διεθνή καταμερισμό της εργασίας και του κεφαλαίου, ο τόπος αδυνατεί να λάβει τη θέση που του αξίζει, όχι γιατί δεν έχει τις δυνατότητες, ούτε γιατί οι νεφελίμ παίζουν το βρώμικο παιχνίδι τους, αλλά γιατί δεν μπορεί να βασιστεί με εμπιστοσύνη στη συλλογική του κρίση και εγκαταλείπεται στην καθοδήγηση των διαφόρων κατσαπλιάδων που το παίζουν άρχουσα τάξη, ενοχοποιώντας και δηλητηριάζοντας τον Λαό. Πίσω από το «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου και το «καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ότι παράγουμε» του «Εθνάρχη», δεν υποκρύπτεται μονάχα ένας μηχανισμός ενοχοποίησης και υποταγής του Λαού, αλλά –κυρίως- η ενεργοποίηση του αυτοτιμωρητικού συνδρόμου της δήθεν συλλογικής μας ανεπάρκειας. Αυτοί είναι ικανοί μέχρι και το όνομα του τόπου να αλλάξουν σε «Ολιγολάνδη» ή Smalland, για να μας πείσουν για το «λίγο» μας!    

Από το πρώτο δάνειο του Μαυροκορδάτου, μέχρι το «ευχαριστώ τους Αμερικανούς» του Σημίτη, και από το «ανήκομεν εις την Δύσιν» του «Εθνάρχη» της Φρειδερίκης, μέχρι την «συνθηκολόγηση» του Τσίπρα, από την καθημερινή μουρμούρα για το «δεν υπάρχει κράτος», μέχρι το μαζοχιστικό «ε ρε Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται», κι από την γκρίνια για τον μαλάκα διπλανό μας μέχρι τη λατρεία των εισαγόμενων γκάτζετς, ένα διάχυτο αίσθημα «εθνικής» μιζέριας και ανικανότητας δένει με βαριές αλυσίδες την νεοελληνική κοινωνία, δέσμια της αποικιοκρατίας και του ντόπιου παρασιτικού κεφαλαίου. Έτσι, μάλιστα, που να μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι χρόνιες παθογένειες μας συντηρούνται δόλια, για να πιστοποιείται η «εθνική» μας ανεπάρκεια.  

Κι’ όσο το αίσθημα συλλογικής ανεπάρκειας εκτείνεται διαχρονικά από δεκαετία σε δεκαετία, τόσο δυστυχώς γίνεται όχι μόνον φανταστικό, αλλά δραματικά πραγματικό. Όλο και πιο συχνά, όλο και πιο πολλοί, αποφεύγουν συστηματικά την υποχρέωση της ενηλικίωσης, αφού ένα ολόκληρο σύστημα «εκπαιδεύει» την κοινωνία προς αυτή την κατεύθυνση.  Ήδη, από το επίπεδο της οικογένειας, μέχρι το χώρο του σχολειού και από το πεδίο της εργασίας, μέχρι τις ερωτικές ή διαπροσωπικές/φιλικές σχέσεις, όλο και κάποιος «άλλος» καλείται να βγάλει τα «κάστανα από τη φωτιά». Η Αποφυγή γίνεται κυρίαρχο κοινωνικό πρόταγμα, εκεί όπου για αιώνες άνοιγαν δρόμο οι πρωτοπόροι «απερίσκεπτοι ευέλπιδες».

Κι αυτή η αποφυγή οδηγεί με τη σειρά της σε πραγματική μειονεκτικότητα των συλλογικών και ατομικών ικανοτήτων, αλλά και της ευθυκρισίας. Φτάσαμε να αμφιβάλλουμε για τον ίδιο μας τον συλλογικό εαυτό, παραπάνω απ’ ότι θα δικαιολογούσε η κατάσταση μας. Κατάπιαμε αμάσητες τόσες μηδενιστικές θεωρίες και τόση παραμόρφωση της ιστορίας μας, που θα νόμιζε κανείς πως ετούτος ο Λαός ξεπετάχτηκε στο ιστορικό προσκήνιο μόλις χθες.

Κάπως έτσι βρεθήκαμε παγιδευμένοι μέσα στην υποτιθέμενη ασφάλεια μας, αφού αντισταθήκαμε με τρόμο στην αυτο-αναγνώριση μας και στις μεγάλες αλλαγές που θα απαιτούσε μια καλύτερη εικόνα του συλλογικού εαυτού μας. Γιατί, τα Μνημόνια δεν είναι τίποτα περισσότερο από το τίμημα αυτής της ασφαλούς παγίδευσης μας. Είναι το τίμημα που πληρώνουμε επειδή φοβόμαστε να αναλάβουμε τη ριψοκινδύνευση της ενηλικίωσης μας. Ίσως πιο εύστοχα: είναι το τίμημα που πληρώνουμε, επειδή μας έχουν φοβίσει στην πιθανότητα να γίνουμε αυτό που είμαστε. Όπως οι εξαρτημένοι ψυχολογικά ασθενείς πέφτουν συχνά θύματα κακομεταχείρισης, καταπίεσης ή υποχωρούν στη συναισθηματική στέρηση, προκειμένου να διατηρήσουν την εξάρτηση τους, ενώ  κάνουν σχεδόν τα πάντα για να κρατήσουν κοντά τους τους «προστάτες» τους.

Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο των εξαρτησιακά διαταραγμένων ασθενών, δεχόμαστε έναν δευτερεύοντα ρόλο στις σχέσεις μας με τους άλλους Λαούς, αφού η πίστη μας πως «είμαστε όλοι ενοικιαστές του ευρωπαϊκού σπιτιού» κράτησε μόνο έξι μήνες. Και στο ίδιο ψυχοπαθολογικό μοτίβο, νιώθουμε θυμό για εκείνους που μας προσφέρουν την παγιδευτική ασφάλεια, που κατά τα άλλα διακαώς επιζητούμε. Και προφανώς δεν επιτρέπεται να εκφράσουμε ανοιχτά αυτόν τον θυμό, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να μας στερήσει την πολυπόθητη ασφάλεια της εξαρτησιακής παγίδας μας. Είμαστε φυλακισμένοι στον εξαρτημένο ρόλο που μας έχουν αναθέσει εδώ και περίπου 200 χρόνια. Οι αντιφάσεις αυτές ανιχνεύονται με τον καλύτερο τρόπο στις δηλώσεις- και στις ψηφοφορίες- στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες ημέρες. 

Και είναι «κρίμα», με την έννοια που λέγαν τη λέξη οι γιαγιάδες μας, όταν επιτέλους για δεύτερη φορά στην Ιστορία, το 62% αποφασίζει να σπάσει αυτή την αυτοπαγίδευση, να είναι και πάλι η Αριστερά των κοινωνικών αγώνων και των οραμάτων, που προσκολλημένη στο μηδενιστικό μεταμοντερνισμό της, επιβεβαιώνει την λανθασμένη κρίση μας και μας απογοητεύει, οδηγώντας στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της συλλογικής μας ανεπάρκειας και της εξάρτησης. Είναι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπόρεσε τελικά να ξεφύγει από την ανεπάρκεια της και το βαθύ αίσθημα μειονεξίας της απέναντι στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και δεν έπαψε στιγμή να βαφτίζει τη δυτική αποικιοκρατία «Ευρώπη των Λαών», μπας και εξωραϊσει κάπως, την ομολογία της εξάρτησης της. 

Στα 6 χρόνια που απομένουν μέχρι την 200ή επέτειο από την επανάσταση του ’21, μόνη ελπίδα, να βρεθούν τίποτα «αγράμματοι» να ολοκληρώσουν το λειψό ‘21,  αποπαγιδεύοντας τον τόπο και τον Λαό από το διαολεμένο αίσθημα του «λίγου» που μας δηλητηριάζει.