του Γιάννη Μακριδάκη

Είναι η πρώτη γενιά καταναλωτών ουσιαστικά αυτή. Άνθρωποι που οι περισσότεροι μεγάλωσαν σε φυσικά περιβάλλοντα και τράφηκαν με καθαρές τροφές, μεταλλάχθηκαν κατά τη διάρκεια του βίου τους σε καταναλωτές, έγιναν επιτυχημένοι, βολεύτηκαν, προόδευσαν, αναπτύχθηκαν, πλούτισαν και έτσι άρχισαν να ζουν σε περιβάλλοντα όξινα, έναν ανθυγιεινό τρόπο καθιστικής ζωής, σταμάτησαν να τρέφονται και άρχισαν να εκτρέφονται με τρόφιμα επεξεργασμένα και νεκρά, σταμάτησαν να νιώθουν και να διαισθάνονται και άρχισαν να σκέφτονται και να υπολογίζουν, σταμάτησαν να ζουν και άρχισαν να μετράνε σε πόσα χρόνια θα γεράσουν για να πάρουν σύνταξη να ζήσουν, φτάσανε λοιπόν 60 και πέφτουν τώρα κάτω ένας ένας, θύματα του “πολιτισμού” της γενιάς τους.

 
Οι γονείς αυτών, άνθρωποι άνω των 80, τους οποίους πρόλαβε ο καταναλωτισμός πολύ αργά γι' αυτό και ζουν ακόμη, οι περισσότεροι βλέπουν τα παιδιά τους να πεθαίνουν. Αντεστράφησαν οι όροι του θανάτου, πεθαίνουν οι νέοι πριν από τους γεροντότερους διότι αντιστρέψαμε τα πάντα, η τελική κατάληξη θα έμενε ορθή; Αντιστρέψαμε τους ορισμούς, π.χ. πλούτο δεν λέμε πια τους φυσικούς πόρους αλλά το χρήμα που τους εκφράζει αγοραία, λιτότητα δεν λέμε πια την αρετή της ολιγάρκειας και της εξοικονόμησης πλούτου αλλά μια κατάρα που μας επιβάλλεται και δεν μας αφήνει να καταναλώσουμε, ανάπτυξη δεν λέμε πια την αργή φυσική εξελικτική διαδικασία αλλά έναν ραγδαίου ρυθμού τεχνητό γιγαντισμό απομύζησης του οικοσυστήματος, που οδηγεί στην κατάρρευση, ζωή δεν λέμε πια το φωτεινό διάστημα που ερχόμαστε εδώ για να νιώσουμε το Θαύμα του Σύμπαντος Κόσμου αλλά τον βίο μας μέσα σε ένα σύστημα που μας καταναλώνει την ίδια ώρα που εμείς καταναλώνουμε τον Κόσμο γύρω μας. Βλέπουν λοιπόν οι υπερήλικες τα τέκνα τους να φεύγουν, πολλές φορές και τα εγγόνια τους, θύματα κι αυτά του πολιτισμού της εποχής που τα γέννησε, θύματα κι αυτοί οι θλιβεροί και θλιμμένοι γέροντες των τεράστιων προσωπικών ευθυνών τους για την πορεία του γένους των ανθρώπων.
 
Αυτές οι γενιές των καταναλωτών λοιπόν, οι άνω των 50 ακολουθούνται από άλλες γενιές, αυτές των τέκνων τους που τα γέννησαν οι ίδιοι στην αιχμαλωσία του καταναλωτισμού, σε περιβάλλοντα τεχνητά, μακριά από το οικοσύστημα και τα έμαθαν να ζουν από τις πρώτες κιόλας στιγμές του βίου τους με τρόπο αφύσικο, επεξεργασμένο και χειραγωγημένο από το σύστημα του καταναλωτισμού, δεν τους άφησαν τίποτε απολύτως ανεπεξέργαστο και φυσικό για να γευτούν, να βιώσουν και να νιώσουν, ούτε καν την ίδια τους την φυσική υπόσταση. Γενιές θύματα γεννημένα, καταδικασμένοι από τους ίδιους τους τους γεννήτορες, δια βίου στη συντριπτική τους πλειονότητα, να μη ζήσουν ζωή αλλά να βιώσουν ένα συστημικό χρόνο βίου, το αρσενικό της βίας, κατά τη διάρκεια του οποίου θα εργάζονται ως ανταγωνιστικά γρανάζια ενός συστήματος “Αγορών” και θα λαμβάνουν κάποια λίγα ή περισσότερα κουπόνια χρήματος, τα οποία θα επιστρέφουν αμέσως στο ίδιο αυτό σύστημα που τους τα δίνει, για να καταναλώσουν τρόφιμα, πολιτισμό, εικόνες, άλλους καταναλωτές και στο βάθος βάθος όλων φυσικούς πόρους και άλλα πλάσματα και βέβαια τον φυσικό τους εαυτό που τον αυτοκτονούν καθημερινά, αργά και σταθερά υπηρετώντας ακόμη και με την αυτή εκφυλιστική πορεία τους το σύστημα των “Αγορών” και το παγκόσμιο ΑΕΠ.
 
Αυτές λοιπόν οι νεώτερες γενιές, οι κάτω των 50 θα φύγουμε από τη “ζωή” οι περισσότεροι ακόμη πιο γρήγορα από τους προηγούμενους, οι δε πολύ νεώτεροι, οι κάτω των 30 και των 20, ήδη έχουν γεννηθεί στην πλειονότητά τους ασθενείς και τα ονομάζουν κληρονομικά τα πάθη τους ή αυτοάνοσα, λόγω που τα απέκτησαν πριν έρθουν στη ζωή, από την όξινη ζωή εκείνων που τους γέννησαν μα και της ανθρωπότητας γενικώς που, ως γνωστόν πια, είναι ενιαίο σύνολο εξ αρχής μέχρις εξαφανίσεώς της.
 
Ο “πολιτισμός” του χυδαίου και ανόητου καταναλωτικού συστήματος, που στα πρώτα χρόνια του δελέασε την ανθρωπότητα με αύξηση του μέσου όρου ζωής και με τακτοποιημένο βίο, λόγω κυρίως των μη αντιληπτών τότε μεσοπρόθεσμων καταστροφικών συνεπειών της “φιλοσοφίας” και της επιστημοσύνης του που εκβιάζει τους νόμους και τους ρυθμούς της φυσικής ανάπτυξης, φαίνεται τώρα πλέον καθαρά ότι σε δεύτερο χρόνο καθιστά την ανθρωπότητα ψυχικό, πνευματικό και σωματικό απόρριμμα, την οδηγεί δε ολοταχώς σε έναν ολοένα πιο άγουρο και πιο επώδυνο μη ζωογόνο θάνατο.
 
Αυτή την ιστορική εποχή ζούμε στο τέλος της δεύτερης περιόδου του καταναλωτισμού και ένα ολοένα αυξανόμενο κομμάτι της ανθρωπότητας αρχίζει να συνειδητοποιεί το αδιέξοδο και να χειραφετείται. Έχω ξαναγράψει την άποψή μου ότι η μοναδική οδός διαφυγής από την απορριμματοποίηση του εαυτού μας και από τον στείρο θάνατο που την ακολουθεί, είναι η ολιστική στροφή μας στην μετακαταναλωτική εποχή και κοινωνία, η απελευθέρωσή μας στο απέραντο οικοσύστημα και η πλήρης και αρμονική προσωπική μας ένταξη πλάι στους φυσικούς πόρους και στα άλλα φυσικά πλάσματα, με ταυτόχρονη ανάληψη της ευθύνης μας απέναντι στον εαυτό μας, στη φύση και στους ανθρώπους που θα φέρουμε στη ζωή.